Η κινηματογραφημένη ιστορία της πόλης
Ένα σπάνιο ντοκουμέντο για τη Θεσσαλονίκη πριν το 17.
Η κινηματογραφημένη Θεσσαλονίκη συνεχίζει να αποκαλύπτεται και να εκπλήσσει. Σπαράγματα της κινηματογραφικής ιστορίας της πόλης, γυρισμένα λίγους μόλις μήνες πριν από την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, παρουσιάστηκαν στους εκατοντάδες θεατές, ένα σπάνιο οπτικοακουστικό ντοκουμέντο, με θέμα την άφιξη του ιταλικού εκστρατευτικού σώματος στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης το 1916.
Η σπάνια κινηματογραφημένη μαρτυρία από τη Θεσσαλονίκη του 1916 εντοπίστηκε στην ιταλική Ταινιοθήκη του Φριούλι, απ’ όπου ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και παραχωρήθηκε στο αρχείο του Κέντρου Ιστορίας Θεσσαλονίκης, με πρωτοβουλία του Παραρτήματος Θεσσαλονίκης της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού και την υποστήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης. Οι όψεις του ναρκοθετημένου Λιμανιού και των πλοίων του συμμαχικού στόλου, που κινηματογραφήθηκαν από το Λευκό Πύργο και την προκυμαία της παλιάς παραλίας, είναι εντυπωσιακές. Η Θεσσαλονίκη του τότε και του σήμερα αποτυπώνεται σε γνωστά τοπόσημα της πόλης και οι συγκρίσεις φαντάζουν καταλυτικές: η οδός Βενιζέλου χωρίς-ακόμη-την πλατεία Ελευθερίας, το νεότευκτο τότε Τελωνείο στο Λιμάνι, πρωτοποριακό έργο του Μοδιάνο για την εποχή που κτίστηκε (1910), αρκετά μουσουλμανικά μνημεία και γοητευτικά νεοκλασικά της προκυμαίας που έχουν καταστραφεί, αλλά και τοπόσημα που επιμένουν απαράλλακτα στο πέρασμα του χρόνου (όπως οι Αποθήκες του λιμανιού), με εμβληματική την παρουσία του Λευκού Πύργου και της Αγίας Σοφίας στον κινηματογραφικό χάρτη.
Η ταινία ανασύρει στην επιφάνεια άγνωστες πτυχές από την καθημερινότητα των ιταλικών στρατευμάτων στην πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των συμμάχων της Αντάντ και εμπλουτίζει τα ιστορικά τεκμήρια για την κοινωνική και πολιτισμική γεωγραφία της πόλης. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η ταινία δεν στέκεται μόνο στη στρατιωτική ρουτίνα, που είναι βέβαια κυρίαρχη, όπως συμβαίνει στα περισσότερα επίκαιρα της εποχής. Η κάμερα υπεισέρχεται και σε πιο προσωπικές στιγμές των συμμαχικών στρατευμάτων κατά την παραμονή τους στην πόλη, στο περιθώριο των ασκήσεων και των μαχών, όπως π.χ. το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού σε υπαίθριους ξυλόφουρνους και η παρακολούθηση της Θείας Λειτουργίας σε σκηνή-εκκλησία, στους καταυλισμούς Ρώσων στρατιωτών.
Στην οθόνη ξεπροβάλλουν βωβές, αλλά ολοζώντανες μνήμες από μια διαφορετική και άγνωστη Θεσσαλονίκη, κινηματογραφημένη με τη γοητευτική αδεξιότητα και το πάθος των πρώτων κινηματογραφιστών επικαίρων. Μολονότι η κάμερα λειτουργεί ακόμη με όρους κινούμενης φωτογραφίας, περιορισμένη σε μηχανιστικές κινήσεις και σε προοπτικές ανίχνευσης του χώρου, προσφέρει πλούσια ερεθίσματα για τον κόσμο εκτός κάδρου.
Σε μια εποχή που το σινεμά κάνει τα πρώτα του βήματα, με περιορισμένες ακόμη τεχνικές δυνατότητες, η μουσική γεφυρώνει τα πλάνα και παραδίδει τις κινούμενες εικόνες στους σημερινούς θεατές. Το πιάνο του Σάκη Παπαδημητρίου, που συνόδευσε την ταινία, υπήρξε ίσως το πιο συναρπαστικό μοντάζ, απόλυτα συνεπές με τις συνθήκες θέασης των βωβών επικαίρων: Οι άγνωστοι πρωταγωνιστές του χθες, που ξαναζωντανεύουν στην ταινία, «κλείνουν» το μάτι στον κινηματογραφιστή του χθες και στο κοινό του σήμερα, αποκαλύπτοντας νέες ιστορίες από την πόλη και τον κινηματογράφο.