Κινηματογράφος

Οι ταινίες που αγάπησα το 2013

της Κύας Τζήμου 1. Prisoners του Ντενί Βιλνέβ   Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από τον σκηνοθέτη του “Μέσα από τις φλόγες”. Το θρίλερ της χρονιάς σε κρατάει απ΄το λαιμό σε όλη την διάρκειά του και σ΄αφήνει εξαντλημένο, βυθισμένο στα σκοτεινά ποτάμια της ανθρώπινης φύσης. Κρατήστε το όνομα του καναδού Ντενί Βιλνέβ γιατί έχει να δώσει […]

Κύα Τζήμου
οι-ταινίες-που-αγάπησα-το-2013-17662
Κύα Τζήμου
1369665470_lost5.jpg

της Κύας Τζήμου

1. Prisoners του Ντενί Βιλνέβ

 

Δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από τον σκηνοθέτη του “Μέσα από τις φλόγες”. Το θρίλερ της χρονιάς σε κρατάει απ΄το λαιμό σε όλη την διάρκειά του και σ΄αφήνει εξαντλημένο, βυθισμένο στα σκοτεινά ποτάμια της ανθρώπινης φύσης. Κρατήστε το όνομα του καναδού Ντενί Βιλνέβ γιατί έχει να δώσει ακόμα πολλά στο σινεμά. Σεναριακά και σκηνοθετικά. Η επόμενη ταινία του “Enemy” κάνει πρεμιέρα στις αμερικάνικες αίθουσες τον Μάρτιο. Κι εμείς την περιμένουμε με αγωνία.

2. Τέλεια Ομορφιά του Πάολο Σορεντίνο

Ο Πάολο Σορεντίνο είναι αυτή τη στιγμή ένα από τα πιο υποσχόμενα ονόματα στο παγκόσμιο σινεμά. Αν τον έχετε παρακολουθήσει από την αρχή της καριέρας του είστε από αυτούς που ξέρετε πολύ καλά τι κάνετε όταν εισέρχεστε στον φιλμικό του κόσμο. Κάθε ταινία του, τόσο διαφορετική στην οπτική της από την άλλη, σεναριακά επιμένει στο ίδιο μοτίβο: την αναζήτηση της ταυτότητας των ηρώων του. Η “Τέλεια Ομορφιά”, η πιο κινηματογραφική ταινία της χρονιάς, είναι καταρχάς ένας φόρος τιμής στην Ντόλτσε Βίτα του Φελίνι, που αντέχει και την ξεπερνά με τεχνάσματα που ίσως κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν μπορεί να χειριστεί με τέτοια μαεστρία.

3. Νεμπράσκα του Αλεξάντερ Πέιν

Να είσαι ο Αλεξάντερ Πέιν, να έχεις καταφέρει να κτίσεις τη φήμη σου με το ένα πόδι στο σινεμά των δημιουργών και το άλλο στο mainstream σινεμά που απευθύνεται σε όλους. Να μπορείς να “αρμέξεις” από το Χόλιγουντ όσα λεφτά τραβάει η όρεξή σου και εσύ να επιλέγεις να κάνεις μια ταινία σαν την “Νεμπράσκα”. Ε αυτό φτάνει για να υποκλιθούμε στο κύριο Πέιν για το υπόλοιπο του βίου του. Η “Νεμπράσκα” είναι μια ταινία για απλούς καθημερινούς ανθρώπους, βασισμένη σε ένα απλό σενάριο, με απλούς διαλόγους που όμως στο σύνολο της καταφέρνει να ολοκληρώνεται σε μια καθόλου μα καθόλου απλή ταινία. Άριστη η επιλογή του ασπρόμαυρου για την απεικόνιση του στείρου τοπίου της αμερικανικής ενδοχώρας.

4. Ραγισμένα Όνειρα του Φέλιξ Φον Γκρόνινγκεν

Μια ταινία που δεν κατρακύλησε ούτε για μια στιγμή στην ευκολία του μελό παρά την τραγικότητα του θέματός της δεν θα μπορούσε να μείνει εκτός λίστας. Η έκπληξη της χρονιάς ανήκει στο Βέλγιο,την κινηματογραφία του οποίου εκπροσωπούσαν επάξια μέχρι τώρα οι αδελφοί Νταρντέν. Ο έρωτας της Ελίζ και του Ντιντιέ διέσχισε την φετινή κινηματογραφική σεζόν σαν διάττοντας αστέρας με λάμψη εκθαμβωτική. Άψογο soundtrack, εξαιρετικές ερμηνείες, ένας έρωτας που έπεισε όπως δεν κατάφερε ούτε για μια στιγμή να το κάνει καμιά άλλη ταινία φέτος -όπως ας πούμε το άψυχο στιλιζαρισμένο κατασκεύασμα του Τζάρμους. Οι εραστές δεν μένουν για πάντα ζωντανοί αλλά ξεγελούν για λίγο το θάνατο κι αυτό το λίγο είναι αρκετό για να εξακολουθείς να ρισκάρεις αγαπώντας.

5. All is lost του Τζέι Σι Τσάντορ

Με το προπέρσινο “Margin call” τράβηξε την προσοχή μας. Ποιος περίμενε όμως ότι θα μπορούσε να μας απογειώσει μια τόσο “ήσυχη” ταινία σαν αυτή του που μαγείρεψε φέτος ο 40χρονος Τζέι Σι Τσάντορ, αναλαμβάνοντας σενάριο και σκηνοθεσία σ’ αυτό το κινηματογραφικό επίτευγμα που μας έπεισε ότι στο σινεμά δεν είναι all lost. 106 λεπτά σε μια σιωπηλή μάχη με το θάνατο, χωρίς ερμηνευτικές ή σκηνοθετικές κορώνες, χωρίς μουσική και σχεδόν ανύπαρκτους μονολόγους, το μοναδικό ξέσπασμα, το συγκλονιστικό fuck του ανώνυμου ηλικιωμένου ιστιοπλόου που δέχεται όλα τα χτυπήματα σιωπηλά θα ηχεί στα αυτιά μας για καιρό. Δυο ταινίες φέτος παρακολούθησαν την αγωνία ενός μοναχικού ανθρώπου να πατήσει γη στο τέρμα μιας αγωνιώδους περιπλάνησης. Αυτή και το “Gravity”. Στα σημεία (σε όλα τα σημεία) μεγάλος νικητής είναι το “All is lost”. Στις ερμηνείες δεν χωρά καμιά αμφιβολία: Ρόμπερτ Ρέντφορντ-Σάντρα Μπούλοκ σημειώσατε ένα.

6. Frances Ha του Νόα Μπάουμπαχ

Η στροφή προς το ασπρόμαυρο σινεμά φάνηκε φέτος ακόμα καθαρότερα. Τρεις εξαιρετικές ταινίες που είδαμε στο φετινό κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης («Νεμπράσκα», «Ida” του Παβλικόφσκι  και η πολωνέζικη «Παπούσα») και η ισπανική «Χιονάτη» του Πάμπλο Μπεργκέρ που βγήκε στις αίθουσες. Η γλυκύτατη «Frances Ha» σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή με την πηγαία ανεμελιά της. Οι ελπίδες, οι σχέσεις, οι φιλίες, οι διαψεύσεις και οι απογοητεύσεις αντιμετωπίζονται χωρίς πανικούς και υπερβολές από την ονειροπαρμένη 27χρονη που προσπαθεί να βρει νόημα στην ενήλικη ζωή της παραμένοντας πάντα παιδί. Μήπως αυτός είναι τελικά ο δρόμος της ευτυχίας στην προσπάθειά της να επιβιώσει σε μια ασπρόμαυρη Νέα Υόρκη; Θεωρήθηκε η πιο feel good ταινία της χρονιάς… καθόλου αδίκως.

7. Θλιμμένη Τζασμίν του Γούντι Άλεν

Μετά από τις απανωτές απογοητεύσεις που μας κέρασε ο Γούντι Άλεν τις προηγούμενες (πολλές) χρονιές ήρθε η στιγμή, φέτος το καλοκαίρι, να μας αποζημιώσει προσφέροντας συγχρόνως στην Κέιτ Μπλάνσετ τον καλύτερο ρόλο της καριέρας της. Ανταποδίδοντας η Μπλάνσετ ανέβασε την ταινία αρκετά σκαλιά μέχρι την ολοκλήρωσή της και την είσοδό της στις λίστες με τα καλύτερα του 2013. Άξια.

8. Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά

Μαζί με την «Μικρά Αγγλία» και το «Αγόρι που έτρωγε το φαγητό του πουλιού» ήταν οι 3 ταινίες που σημάδεψαν τη φετινή ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Αν επέλεξα τη συγκεκριμένη για την μια ελληνική ταινία που συνηθίζω να περιλαμβάνω στη λίστα των 10 καλύτερων ταινιών ήταν για την πραγματικά συγκλονιστική απεικόνιση της οικογένειας της Miss Violence που θρέφεται από τις σάρκες της. O Αβρανάς κατηγορήθηκε για μίμηση του περσινού «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου. Να θυμίσω στους κατηγόρους του ότι και ο «Κυνόδοντας» είχε κατηγορηθεί για κοπιάρισμα μιας μεξικάνικης ταινίας. Παρόλο που υπήρχε μια κοινή αποστειρωμένη αισθητική και στις δυο ταινίες, για μένα οι ομοιότητες σταματούν εκεί. Στον «Κυνόδοντα» η πατρική φιγούρα πράττει με γνώμονα την ασφάλεια της οικογενειακής εστίας (και ό,τι περιλαμβάνει αυτή), στην «Miss Violence” οι γονικές φιγούρες είναι η απόλυτη ενσάρκωση του κακού. Στον «Κυνόδοντα» αφήνεται ένα παραθυράκι ελπίδας στο τέλος, η «Miss Violence” δεν αφήνει καμιά διαφυγή στα μέλη της και κλείνει ασφυκτικά κάθε φεγγίτη ελπίδας στην αναζήτηση της ευτυχίας. Η «Miss Violence» ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία, όχι μόνο γι΄αυτά που έδειξε αλλά κυρίως για όσα έκρυβαν οι σιωπές και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών της. Εξαιρετική η αφήγηση που αποκαλύπτει σταδιακά τα κρυμμένα μυστικά.

9. Οικογενειακή υπόθεση του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ

Οι Ρουμάνοι έχουν βρει το κινηματογραφικό τους στίγμα. Άμεση κινηματογράφηση συνηθισμένων ανθρώπων και της συμπεριφοράς τους σε ασυνήθιστες καταστάσεις.  Το οικογενειακό δράμα του Κάλιν Πέτερ Νέτζερ κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο και το βραβείο FIPRESCI στο Βερολίνο και μπήκε στις οσκαρικές υποψηφιότητες ξενόγλωσσης ταινίας. Η σαρκοβόρα σχέση μάνας – γιου που καταγράφεται στις παρυφές μιας τραγωδίας είναι οικεία στον έλληνα θεατή. Ο Κάλιν Νέτζερ δεν χρειάζεται σκηνοθετικά τεχνάσματα, έχει μια δυνατή ιστορία που του επιτρέπει να συνθέσει το δράμα του χωρίς ξεσπάσματα και περιττούς εντυπωσιασμούς, εστιάζοντας συνεχώς στα πρόσωπα των ηρώων.

10. The act of Killing των Τζόσουα Οπενχάιμερ και Κριστίν Σιν

Τα ντοκιμαντέρ παίρνουν σιγά σιγά τη θέση που τους αξίζει στην ετήσια κινηματογραφική παραγωγή και συχνά κερδίζουν και διανομή στις αίθουσες, πράγμα που επιβάλλεται να τα οδηγεί σε μια θέση στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες. Το συγκεκριμένο το παρακολούθησα πέρσι στο 15ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ακόμη με στοιχειώνει. Το «The Act of Killing» θα μπορούσε να είναι ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ και μόνο για το γεγονός ότι καταγράφει μια ανατριχιαστική και αιματοβαμμένη “στιγμή” της παγκόσμιας ιστορίας. Την περίοδο που η κυβέρνηση της Ινδονησίας ανατράπηκε από πραξικόπημα το 1965 και περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι δολοφονήθηκαν σε λιγότερο από ένα χρόνο στη Βόρεια Σουμάτρα. Οι δημιουργοί του, όμως, Τζόσουα Οπενχάιμερ και Κριστίν Σιν, δεν αρκούνται σε μια απλή καταγραφή γεγονότων και μαρτυριών αλλά καταφέρνουν να πουν την ιστορία επιλέγοντας τον δυσκολότερο δρόμο και έχοντας για οδηγούς τους ίδιους τους «δολοφόνους» να εξιστορούν τα φρικιαστικά τους κατορθώματα. Πώς κατάφεραν να πείσουν, όμως, μια παρέα δολοφόνων να καυχιέται μπροστά στην κάμερα για τις δολοφονίες που διέπραξαν; Εκεί έγκειται και η μοναδικότητα αυτού του ντοκιμαντέρ που αναμιγνύει αριστοτεχνικά τα ντοκουμέντα με τη μυθοπλασία . Ο Ανουάρ (ηγετική φυσιογνωμία στις εκτελέσεις) και η παρέα του, από μαυραγορίτες εισιτηρίων προάχθηκαν σε αρχηγούς ταγμάτων θανάτου όταν όπως διηγούνται οι ίδιοι οι δημιουργοί της ταινίας “το 1965 ο στρατός τους προσέλαβε για να σχηματίσουν τάγματα θανάτου, κυρίως λόγω της φυσικής ροπής τους προς τη βία και επίσης γιατί μισούσαν τους κομμουνιστές επειδή μποϊκόταραν τις αμερικάνικες ταινίες που τόσο αγαπούσαν. Ο Ανουάρ και οι φίλοι του ήταν φανατικοί θαυμαστές του Τζέιμς Ντιν και του Τζον Γουέιν και εκτελούσαν τους φόνους που ακολούθησαν το πραξικόπημα σύμφωνα με όσα θα έκαναν σε παρόμοια περίπτωση τα είδωλά τους. Στο ντοκιμαντέρ, ο Ανουάρ και η παρέα του συμφώνησαν να μας μιλήσουν για τις δολοφονίες, αλλά το έκαναν κυρίως γιατί γοητεύτηκαν από το γεγονός πως θα συμμετείχαν σε μια ταινία. Έτσι τους προκαλέσαμε να χτίσουν μόνοι τους τις “κινηματογραφικές σκηνές” των φόνων, χρησιμοποιώντας ο καθένας το αγαπημένο του είδος – γουέστερν, μιούζικαλ, φιλμ νουάρ. Και κάπως έτσι έγραψαν τα σενάρια και υποδύθηκαν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και τα θύματά τους.». Απλά αριστουργηματικό στην καταγραφή του απόλυτου κακού και της συστημικής βίας αλλά και στην ανατριχιαστική συνειδητοποίηση του θεατή ότι τα τέρατα αυτά δυστυχώς δεν μπορούν να απομονωθούν ως τερατογενέσεις αλλά πίσω από τη φρίκη των πράξεών τους παραμένουν δυστυχώς άνθρωποι.

Εξηγούμαι

Όσοι από σας αγαπούν το σινεμά και παρακολουθούν από κοντά την κινηματογραφική παραγωγή κάθε χρονιάς θα καταλάβουν ότι άφησα εκτός της δεκάδας μου πολλές από τις πανταχού παρούσες ταινίες στις λίστες κριτικών και περιοδικών του 2013.

Να ξεκινήσω από το “Gravity”. Αγαπώ τον Αλφόνσο Κουαρόν από την εποχή του «Θέλω και τη μαμά σου» αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν με έχει στεναχωρήσει η στροφή του αποκλειστικά προς το mainstream σινεμά. Ότι είναι δεξιοτέχνης στη σκηνοθεσία είναι ολοφάνερο αλλά συχνά δεν αρκεί αυτό και με το «Gravity» δεν κατάφερε να με κερδίσει. Μακράν από πολλές άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας που ασχολήθηκαν με το θέμα της αγωνίας του ανθρώπου να επιβιώσει και τους «φιλοσοφικούς» προβληματισμούς πάνω στους δεσμούς με τον πλανήτη Γη, δεν με εντυπωσίασε. Μαζί με την αντιπάθεια που θρέφω για την Σάντρα Μπούλοκ ήταν αρκετοί οι λόγοι που πέταξαν την ταινία έξω από τη λίστα μου. Σε σύγκριση με τo σιωπηλό, φορτωμένο με υπονοούμενα  «παράλληλο» κινηματογραφικό κόσμο του «Αll is lost», το «Gravity» βγήκε χαμένο και σε αρκετά σημεία κουραστικό και ανούσιο.

Η δεύτερη ταινία που εγκατέλειψα και ξέχασα αυτοστιγμεί πέντε λεπτά μετά τη θέασή της ήταν το «12 χρόνια σκλάβος» του Στιβ Μακ Κουίν. Ίσως γιατί σαφώς μπήκα στην αίθουσα με μεγάλες προσδοκίες και ανεβασμένο τον πήχη μετά το εξαιρετικό «Shame». Είδα άλλη μια ταινία για τον αποτρόπαιο θεσμό της δουλείας στην Αμερική και δεν κατάλαβα γιατί. Αν κάνεις μια ταινία για ένα χιλιοειπωμένο θέμα- ανοιχτή πληγή ακόμα στην ιστορική μνήμη (όπως και το Ολοκαύτωμα) καλείσαι να πάρεις θέση, να αποκαλύψεις περισσότερα επίπεδα κάτω από το αυτονόητο. Το αριστουργηματικό «Django» πέρσι το κατάφερε (όπως χρόνια πριν το είχε καταφέρει “Η εκλογή της Σοφί” που αναφέρεται στο Ολοκαύτωμα), το «12 χρόνια σκλάβος» απέτυχε στο βωμό του εύκολου δράματος.

Η τρίτη ταινία είναι η “Ιστορία της Αντέλ”. Μια γλυκιά, τρυφερή ταινία που η ιστορία της θα μπορούσε να αντλήσει από περισσότερα επίπεδα “λεπτομέρειες” πάνω στο θέμα της αναζήτησης της σεξουαλικής ταυτότητας μιας εφήβου που υποτίθεται ότι καταγράφει. Η ιστορία της Αντέλ δεν πάει στιγμή ένα βήμα πιο πέρα από την αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας, παραβλέπει τα πολλαπλά επίπεδα του πολυσύνθετου θέματος της αποδοχής της διαφορετικότητας και τελικά αναλώνεται σε μια εμμονική κινηματογράφηση της ομολογουμένως πανέμορφης νεαρής πρωταγωνίστριας με την κάμερα και το σκηνοθέτη να παραμένουν “ερωτευμένοι” με το πρόσωπό της από την πρώτη μέχρι την τελευταία σεκάνς. Πέρα από το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας τελικά δεν σου μένει καμιά εικόνα από αυτήν την ταινία. Τίποτα που να σε έχει αγγίξει κάπου βαθύτερα, τίποτα πέρα από αυτό που σου δείχνει σε πρώτο επίπεδο και εν τέλει καταλήγεις να την έχεις ήδη ξεπεράσει 5 λεπτά μετά τη θέασή της. Όχι ότι αυτή η σκηνοθετική επιλογή την κάνει κακή ταινία (αντιθέτως οι 3 ώρες της ταινίας κυλούν αβίαστα) αλλά σίγουρα δεν δικαιολογεί τον ντόρο που τη συνοδεύει και την βράβευσή της στις Κάννες.

Επιφυλάσσομαι για τις ταινίες που ακόμα δεν είδα παρόλο που έκαναν πρεμιέρα μέσα στο 2013 εκτός Ελλάδας και περιμένω πολλά από αυτές: “American Hustle” του  Ντέιβιντ Ο Ράσελ,  “A touch of sin” του Zhangke Jia, “Enough Said” της Nicole Holofcener, “The Fruitvale Station” του πρωτοεμφανιζόμενου Ryan Coogler, “Inside llewyn Davis” των αδελφών Κοέν και “Stories we tell” της Σάρα Πόλεϊ

Υ.Γ. Και οι ταινίες που μπαινόβγαιναν στη λίστα: “Το παρελθόν” του Ασγκάρ Φαραντί, “Tα παιδιά του πολέμου” της Κέιτ Σάρτλαντ, “Με λένε Ερνέστο” του Μπέντζαμιν Άβιλα, “Πατέρας και γιος” του Xιροκάζου Κορεέντα, “Στο Τέλος του Δρόμου” (“The Place Beyond the Pines”) του Ντέρεκ Σίανφρανς. Δεν συμπεριλαμβάνω φυσικά ταινίες εξαιρετικές που ναι μεν παίχτηκαν στην Ελλάδα το 2013, αλλά ανήκουν στη λίστα του 2012: “Django”, “Μυθικά πλάσματα του Νότου”, “Νο”, “Πίσω απ΄τους λόφους”.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα