Η ξανθιά και ο διανοούμενος. Η Μέριλιν και ο Μίλερ.
Ένα από τα πιο παράξενα και φαινομενικά αταίριαστα ζευγάρια της ιστορίας.
Σε ένα βιογραφικό σημείωμα – καθόλα αναμενόμενο – για µια προσωπικότητα της οποίας η ανασφάλεια του βλέμματος πρόδιδε κάποιο δυσάρεστο παιδικό ταξίδι στον χρόνο, θα ανακαλύπταμε έναν πατέρα άγνωστο, µια μητέρα αυτοκαταστροφική και επιρρεπή σε συναισθηματικά ναυάγια, µια λαμπερή καριέρα, γάμους που δεν βοήθησαν σε τίποτε και µια μόνιμη εκκρεμότητα ανάμεσα στην ευτυχία και στη δυστυχία. Αυτό ήταν η Μέριλιν.
Γεννημένη την 1η Ιουνίου του 1926 ως Νόρμα Τζιν Μπέικερ, δεν γνώρισε ποτέ πατέρα και ανατράφηκε από µια μάνα, υπάλληλο στο Χόλιγoυvτ, κυκλοθυμικά, µε οικογενειακό παρελθόν σχιζοφρένειας και πάντως όχι ιδανική για κείνα τα χρόνια. Η Νόρμα, µε µια δραματική εμπειρία βιασμού στα εννιά της, υπό μόνιμη εποπτεία από µια αυστηρή, θρησκόληπτη οικογένεια, έψαξε στη ζωή όσα δεν βρήκε στο σπίτι. Παντρεύτηκε τρεις φορές. Ο πρώτος της γάμος στα δεκάξι µε τον Τζιμ Νταγκέρτι έγινε από ανάγκη, καθώς θα γλίτωνε µε αυτόν τις πύλες του ορφανοτροφείου για δωδέκατη φορά. Δεν ήταν, όμως, ό,τι καλύτερο για ένα σώμα που παλλόταν από τους χυµούς µιας εκρηκτικής νεότητας. Ίσως γι’ αυτό, συχνά τις νύχτες έβρισκε καταφύγιο σε εφήμερους εραστές, που την χρησιμοποιούσαν σεξουαλικά και την πλήγωναν, εξευτελίζοντάς την.
Ο Φρέντι Κάργκερ, στα πρώτα της κινηματογραφικά βήματα, στάθηκε ο πρώτος άντρας στον οποίο προσπάθησε να στηριχτεί, δημιουργώντας την πρώτη από µια σειρά σχέσεις πατρικού τύπου. ‘Ο,τι της έλειπε, δηλαδή. Ο Τζόνι Χεντ, στη συνέχεια, τριάντα χρόνια μεγαλύτερος της, ανέλαβε τον ρόλο του πατέρα-εραστή πιο θερμά, προσπαθώντας να την επιβάλει στο Χόλιγουντ.
Ύστερα από τρεις απόπειρες αυτοκτονίας, έρχεται η σειρά ενός γάμου διάρκειας εννέα μηνών µε τον Τζο Ντι Μάτζιο. Αστέρι του μπέιζμπολ, µε µάλλον βίαιο χαρακτήρα, της προσέθεσε προβλήματα, αντί να της ανεβάσει το ηθικό. Η σωματική και λεκτική βία που της ασκούσε, και οι εκρήξεις ζήλιας του, που απευθύνονταν στην πιο ποθητή γυναίκα της Αμερικής την έκαναν επιφυλακτικότερη.
Ο διανοούμενος Άρθουρ Μίλερ ήταν το απαραίτητο αλατοπίπερο, την εποχή που εισερχόταν στο Άκτορς στούντιο και πάλευε για την καριέρα, όχι μιας λαμπερής ξανθιάς αλλά μιας ηθοποιού με περιεχόμενο. Λίγο πριν από το τέλος, τα πάρε δώσε με την οικογένεια Κένεντι ήταν το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ, που έλειπε. Πολιτική, εξουσία, παιχνίδι για τρεις, η κορυφή.
Έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις για το τέλος της. Για τη νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1962, όπου βρέθηκε δολοφονημένη στο κρεβάτι, με αρκετά βαρβιτουρικά στο κομοδίνο, την ώρα που όλη η Αμερική συζητούσε για εκείνη και τον πρόεδρο, η CIΑ την είχε από κοντά διαρκώς και το στοίχημα του φινάλε έπαιζε σε κάθε αμερικάνικο σπίτι. Και όχι μόνο, αφού ακόμη και η κραταιά σοβιετική «Πράβντα» έγραψε τότε για το σύστημα που καταβρόχθιζε μοιραία τα παιδιά του.
Ένα κράμα παραμυθιού και εφιάλτη. Από τη μια η δόξα, από την άλλη τα ατέλειωτα χάπια που την βοηθούσαν να αποδράσει από έναν κόσμο χωρίς όνειρα. Πραγματικά όνειρα, αφού οι αϋπνίες που την κυνηγούσαν για χρόνια, την οδήγησαν στα όρια της κατάθλιψης. Τα βιβλία που καταβρόχθιζε, τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο, που προσπαθούσε να παρακολουθήσει, ο θαυμασμός των διανοούμενων δεν ήταν αρκετά ως άλλοθι. Μία σταγόνα «Chanel» και τίποτε άλλο στο κρεβάτι δεν φάνηκε τελικά αρκετή να της προσφέρει όσα κατά βάθος επιθυμούσε: μερικές φέτες αληθινής ευτυχίας. Μήπως, όμως, και τα αστέρια που δήλωνε ότι θαύμαζε, πάνω κάτω στην ίδια θέση δεν βρίσκονταν; Η Γκάρμπο, η Κρόφορντ, ο Μπράντο. «Το μόνο που θέλω, είναι να μ’ αγαπούν» δήλωνε σε κρίσεις αβεβαιότητας, πίνοντας τις «Ντομ Περινιόν» με τις κάσες και γελώντας πονηρά στον φακό.
Γελούσε φανερά, κρυφά, όμως, ομολογούσε: «Όσο και αν γελάω, τα μάτια μου είναι ήδη νεκρά». Όπως και τα παιδιά, που δεν κατάφερε να γεννήσει. Οι εικοσιπέντε ταινίες, τα θεατρικά, τα περισσότερα εξώφυλλα στην ιστορία των περιοδικών είναι οι σελίδες ενός ημερολογίου, που κατά βάθος κανείς δεν θα ήθελε να είχε ζήσει. Οι δεκάδες προσεγγίσεις στον μύθο, με πιο πρόσφατη την μάλλον υποτιμητική ματιά του Χένρι Μίλερ, στο «Χρονικό της εποχής μας» (εκδ. Καστανιώτη) και στο οποίο υποστηρίζει πως ήταν ανίκανη να αποστηθίσει έστω και μία ατάκα, συνεχίζουν με διαφορετικούς τρόπους τις προσεγγίσεις σε έναν από τους κορυφαίους μύθους, σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Γυαλιά οράσεως
Αν στην προηγούμενη περίπτωση το βιογραφικό μιλά για έναν κύκνο με τσακισμένα φτερά, που έκανε δειλά πετάγματα στο όνειρο, εδώ όλες οι προδιαγραφές μιλούν για ένα προικισμένο μυαλό, που η πορεία του φάνηκε από την αρχή.
Ο Άρθουρ Μίλερ, γεννημένος το 1915, μεγαλωμένος με όλες τις, παραδοσιακές αρχές μιας εβραϊκής οικογένειας της Νέας Υόρκης, σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν, από όπου αποφοίτησε το 1938, και άρχισε να γράφει αμέσως. Ο πατέρας του, Πολωνός μετανάστης, βρέθηκε στην Αμερική του ονείρου και κατάφερε να φτιάξει ένα δικό του εργοστάσιο, για να χάσει λίγο αργότερα τα πάντα στο κραχ του ’29. «Χωρίς την καταστροφή που υπέστη ο πατέρας μου, δεν θα γινόμουν ποτέ συγγραφέας» είπε αργότερα.
Το αριστούργημά του «Ο θάνατος του εμποράκου», μια διατριβή πάνω στην προδοσία και την απώλεια των ιδανικών και των αξιών, που διατρέχουν την αμερικάνικη κοινωνία, του χάρισε το βραβείο Πούλιτζερ το 1949, όπως και το κατοπινό «Ψηλά από τη γέφυρα», το 1955. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, έγινε στόχος των επιτροπών του μακαρθισμού και οι πιέσεις που του ασκήθηκαν ήταν έντονες. Το κλασικό έργο του «The Crucible» μιλά υπαινικτικά για τον μεσαίωνα στο Σάλεμ, την εποχή που καίγονταν μάγισσες, οι οποίες στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν. Οι ήρωες των έργων του, σε κάθε περίπτωση, είναι άξιοι μελέτης, καθώς καταφέρνει να παρουσιάσει μοναδικά καθημερινούς ανθρώπους, σε αδιέξοδες, συνηθισμένες καταστάσεις ασφυξίας, μέσα από τις οποίες καθρεφτίζεται μοναδικά η εποχή και οι κοινωνικές συνθήκες. Προφητικός για το μέλλον, ανατόμος των ανθρώπινων συμπεριφορών, έπλασε χαρακτήρες, που παραμένουν αρχέτυπα στο παγκόσμιο θέατρο. Κοινωνικό δραματοποιό τον χαρακτήρισαν και όχι άδικα.
Εκτός από θεατρικά έργα που είναι και το φόρτε του, έγραψε μοναδικά δράματα για την αμερικάνικη τηλεόραση, καθώς και μια νουβέλα για τον αντισημιτισμό. Ο γάμος του με τη Μέριλιν ήταν ο δεύτερος μετά από μια προβληματική σχέση, για να ακολουθήσει η γυναίκα με την οποία έζησε 40 χρόνια. Ήταν η αυστριακή φωτογράφος, Ίγκε Μόρατ (1923-2002), με την οποία ζούσε στο σπίτι που έφτιαξε με τη Μονρόε στο Κονέκτικατ. Στη δεκαετία του ’60, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση, γράφοντας μια εξαιρετική μελέτη για τη Χώρα, που την εξέδωσε σε έναν τόμο με φωτογραφίες της γυναίκας του. Ο χωρισμός με τη Μέρλιν του στοίχισε και για χρόνια αντιμετώπιζε τον κόσμο με επιφύλαξη και απαισιοδοξία, που έμεινε έκτοτε στα γραπτά του, μαζί με ένα έξοχο, κυνικό χιούμορ. Τα τελευταία χρόνια, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα με την όρασή του, όμως συνέχιζε να γράφει έργα, που έχουν την αύρα ενός ανθρώπου, ο οποίος αποχωρεί και κοιτάζει πίσω τη ζωή απολογιστικά.
Παράλληλα, δεν σταματούσε να κάνει την κριτική του στην Αμερική, δηλώνοντας πως η χώρα οδεύει προς το χάος και την απόλυτη επικράτηση του χρήματος και την αδυναμία των πολιτικών να ελέγξουν την κατάσταση. Μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, μαζί με άλλους αμερικανούς διανοούμενους, πρόβαλε έναν έντονο σκεπτικισμό σχετικά με τη χρησιμότητα μιας στείρας, εκδικητικής επέμβασης στο Αφγανιστάν. Κριτικάροντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για παρακίνηση σε πολεμικό κλίμα, αναρωτήθηκε δημόσια πόσο χρήσιμες είναι τέτοιου είδους απαντήσεις.
Αδιέξοδη σχέση
Γνωρίστηκαν το ’50 σε γυρίσματα, όταν ο Καζάν του πρότεινε να δουν μαζί μια νεαρή σταρ με πολλά προσόντα. Ο Καζάν την φλέρταρε διαρκώς, εκείνη λέγεται πως υπέκυψε, ο Μίλερ παρακολουθούσε σιωπηλά και, όταν βρέθηκαν οι δυο τους σε ένα πάρτι, πέρασε τη νύχτα μελετώντας την! Χάθηκαν και ξαναβρέθηκαν πέντε χρόνια αργότερα. Εκείνη είχε χωρίσει από τον Ντι Μάτζιο, εκείνου ο γάμος κλονιζόταν. Άρχισαν να βγαίνουν, την σύστησε στους γονείς του, της πρότεινε να την παντρευτεί τον Ιούνιο του ’56, στο Γουάιτ Πλέινς της Νέας Υόρκης. Εκείνη ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό, για να γίνει εφικτός ο γάμος.
Στο μεταξύ, ξέσπασαν οι διώξεις των Αριστερών. Η Μέριλιν είχε μια σοβαρή πρόταση από τον Λόρενς Ολίβιε, για να παίξει μαζί του στο Λονδίνο. Ο γάμος που μεσολάβησε, περιείχε τον όρο να την ακολουθήσει ο Μίλερ στο Λονδίνο. Η επιτροπή της Βουλής, όμως, για τις αντιαμερικανικές; δραστηριότητες δεν συμφωνούσε στο να του επιτραπεί να βγει από τη χώρα, αν δεν υπέγραφε μεταμέλεια για τα πιστεύω του. Τελικά, το κοινό ταξίδι πραγματοποιήθηκε ύστερα από υπουργική παρέμβαση και το όνειρο του βαπτίσματος στην τέχνη διά χειρός Λόρενς Ολιβιέ αποδείχτηκε φρούδο, καθώς οι σχέσεις του Σερ και της Μέριλιν δεν ήταν ανέφελες. Για τον Μίλερ, το ξεκίνημα του γάμου ήταν ιδανικό: «Για μένα ήταν το πιο ποιητικό πλάσμα στον κόσμο. Ήταν η πηγή της έμπνευσής μου». Αργότερα, όμως, η άποψη αυτή άλλαξε. «Ήταν αυτοκαταστροφική. Προσπαθούσα διαρκώς να την βοηθώ, για να ξεφεύγει από το δεκάδες προβλήματά της». Στο Λονδίνο, εκείνη, πικραμένη από τις παρατηρήσεις του μεγάλου βρετανού ηθοποιού, κατέφευγε διαρκώς στα βαρβιτουρικά. Ο Μίλερ προσπαθούσε να της συμπαραστέκεται.
Ο καιρός που την στήριζε, για να σπουδάζει, είχε περάσει. Τώρα την στήριζε, για να ζει. Γύρισαν στην Αμερική, εκείνη διέκρινε τις επιφυλάξεις του και βάλθηκε να γίνει η ιδανική σύζυγος. Ακολούθησαν δυο αποτυχημένες απόπειρες εγκυμοσύνης, που δυσκόλεψαν περισσότερο τα πράγματα. Στα γυρίσματα του «Μερικοί το προτιμούν καυτό» οι μεταπτώσεις της επηρέασαν πολύ τις σχέσεις με τους συνεργάτες της στο πλατό. Ο Μπίλι Ουάιλντερ ανέφερε αργότερα πως για πολλές ατάκες έκανε πρόβα 83 φορές, ότι ο Μίλερ τους ανέφερε διαρκώς την εγκυμοσύνη της, για να καλύπτει τις αδυναμίες της, και οι συμπρωταγωνιστές της είχαν αγανακτήσει.
Ο Τόνι Κέρτις εξομολογήθηκε πως, χωρίς τον Μίλερ, η Μέριλιν πάθαινε κατάθλιψη και ξεχνούσε τα λόγια της, γι’ αυτό τον καλούσαν αμέτρητα απογεύματα να της κρατά παρέα. Αλλά και όταν δεν ήταν μαζί, γιατί οι δουλειές του τον κρατούσαν στη Νέα Υόρκη, του τηλεφωνούσε μέσα στη μαύρη νύχτα, αδιαφορώντας για τη διαφορά ώρας, και του μιλούσε για τις ανασφάλειές της. Το σπίτι τους στην Ανατολική 57η οδό ήταν το αστικό καταφύγιο, ενώ το κτήμα που αγόρασαν μαζί στο Λίβενγoυoρθ, θα έπαιζε τον ρόλο του ησυχαστήριου. ‘Ενας από τους λόγους των συγκρούσεών τους ήταν και τα οικονομικά. Εξαιτίας της ανακαίνισης της αγροικίας, η Μέριλιν ανακάλυψε πως η αμετροέπειά της, σε σχέση με τα χρήματα δεν έβρισκε σημείο επαφής με τη συντηρητική λογική του Μίλερ.
Παρ’ όλα αυτά, μετά τον χωρισμό τους, εκείνη σε μια επίδειξη ανωτερότητας παραιτήθηκε από κάθε οικονομική απαίτηση σχετικά με την αγροικία στο Κονέκτικατ. Τα μεγάλα προβλήματα στη σχέση τους ξεκίνησαν, όταν εκείνη διάβασε αποσπάσματα του ρόλου που της έγραφε ο άντρας της για τους «Αταίριαστους» του Τζον Χιούστον. «Δεν είμαι έτσι, με εξιδανικεύεις» του είπε. Ο Μίλερ προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις της, εκείνη άρχισε να τον τιμωρεί, αργώντας στα γυρίσματα, δημιουργώντας συνεχώς προβλήματα σε όλους και φιλονικώντας μαζί του δημόσια με κάθε αφορμή. Η ταινία τέλειωσε και μαζί και ο γάμος τους.
Στο πλατό των γυρισμάτων των “Αταίριαστων”, τελευταία ταινία της Μέριλιν αλλά και του συμπρωταγωνιστή της Κλαρκ Γκέιμπλ. Εκείνη βρέθηκε νεκρή ένα χρόνο αργότερα κι εκείνος πέθανε από καρδιακή προσβολή λίγους μήνες μετά το τέλος των γυρισμάτων.