Joker: Η κρυφή οδύνη της κανονικότητας

Μια κριτική για την πολυσυζητημένη ταινία του Άρθουρ Φλεκ.

Πάνος Αχτσιόγλου
joker-η-κρυφή-οδύνη-της-κανονικότητας-427124
Πάνος Αχτσιόγλου

Έχει το δικαίωμα ο καταπιεσμένος, ο μικρός και ο περιθωριοποιημένος, αυτός που τσαλακώνεται σε μόνιμη βάση και έρχεται αντιμέτωπος με καθημερινά μικρά ή μεγάλα βασανιστήρια να σηκώσει κεφάλι, να εξεγερθεί και να κοιτάξει στα μάτια, έπι ίσοις όροις, τον κυρίαρχο του παιχνιδιού; Έχει τη νομιμοποίηση να χρησιμοποιήσει τα μέσα του δυνάστη, τους τρόπους εξάπλωσης του mainstream αφηγήματος, προκειμένου να σταματήσει να είναι αόρατος πια; να σταματήσει να είναι θλιμμένος; Μήπως όμως από την άλλη, το σύστημα είναι τελικά αυτό που μοιραία και αναπόφευκτα θα τον απορροφήσει, οδηγώντας τον χωρίς επιστροφή στο να αγκαλιάσει ολοκληρωτικά τη συναισθηματική άβυσσο; Μήπως δηλαδή οι κανόνες του παιχνιδιού είναι εξ αρχής στρεβλοί και ο μικρός μας, πονεμένος (αντι) ήρωας δεν είχε ποτέ διέξοδο προς το φως;

O Τοντ Φίλιπς του «Χανγκόβερ» αποφασίζει με μεγάλη δόση τόλμης αλλά και ξεκάθαρη κινηματογραφική και υφολογική επιρροή (ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ακόμη και ως πρώην executive producer έχει αφήσει κάτι παραπάνω από το ανεξίτηλο στίγμα του) να κατασκευάσει ένα αυτόνομο origin story του ίσως πιο ανθρώπινου, σκοτεινού αλλά και γειωμένου υπερήρωα που έχει χαραχτεί ποτέ στις σελίδες οποιουδήποτε graphic novel. Ο Τζόκερ, ο άνθρωπος που δεν φορά μία ακόμη μάσκα μάσκα αλλά ζωγραφίζει τη μάσκα με αδρές γραμμές και έντονα χρώματα στο πρόσωπο του (κατά πολλούς, το πορτρέτο του δυτικού καταπιεσμένου ανδρός), κραυγάζει σε όλους εμάς ότι τελικά παίρνουμε αυτό που μας αξίζει, αφήνοντας το στριγγό, σχεδόν θανατηφόρο – ακόμη και για τον ίδιο – γέλιο του να ξεχυθεί παράφορο και αλλόκοτο στους βρόμικους και εγκαταλελειμμένους δρόμους της Γκόθαμ, σαν νοσηρό ενθύμιο ανούσιων θρησκόληπτων στερεότυπων που έχουν να κάνουν με την προσφορά, τη φιλανθρωπία, τη χαρά και την αγαλλίαση όλου του κόσμου. Ενός κόσμου που τελικά μοιάζει να αξίζει να σωθεί μόνο στα μάτια των καιροσκόπων και συμφεροντολόγων πολιτικών ή σε αυτά των παρανοϊκών νάρκισσων, βυθισμένων σε μια δίχως όρια παραίσθηση.

Το φιλμ ακολουθεί (σωστά κατά το μεγαλύτερο μέρος του) την αφηγηματική αλλά και αισθητική δομή αμερικάνικων φιλμ της δεκαετίας του 70, εκεί όπου η πιο δημιουργική και τολμηρή καλλιτεχνικά κινηματογραφική περίοδος του σινεμά της Δύσης συναντά την μεταμοντέρνα αντίληψη ότι για τίποτε τελικά δεν αξίζει να μάχεσαι. Εκεί όπου οι χαρακτήρες σαν τον Τράβις Μπίκλ του Ταξιτζή ή τον Κιτ Κάρουθερς του Badlands ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και τον εφιάλτη, στο μεταίχμιο των ακατανίκητων επιθυμιών, των καταπιεσμένων απωθημένων, των μικρών ρωγμών που μεγαλώνουν όσο το φροϊδικό υπερεγώ πρεσάρει αδυσώπητα την ψυχή και της ανάγκες της. Ο Άρθουρ Φλεκ – Τζόκερ παλεύει καθημερινά με την παράνοια αλλά και την κακία, την κατάντια, το μίσος και τον εμπαιγμό. Συστρέφεται, πλαγιάζει και διπλώνει σαν ακόμη ένα ανάξιο σκουλήκι αυτού του κόσμου που το πατάει οποιοσδήποτε τυχαίνει να το συναντήσει στο δρόμο του. Η κάμερα ακολουθεί ευλαβικά το είδωλό της, κινηματογραφώντας κυριολεκτικά από όλες τις μεριές και τις οπτικές γωνίες τον υπέροχο πρωταγωνιστή της και ο Χοακίν Φίνιξ χαρίζει την πιο «σπλαχνική» ερμηνεία της ζωής του, μπαίνοντας στο πετσί ίσως του πιο διάσημου ήρωα της ποπ κουλτούρας και αλλάζοντάς του (με χάρη μπαλαρίνας και ακρίβεια χειρουργού) κυριολεκτικά τα φώτα. Βοηθημένος από ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, σβήνει κάθε αμφιβολία για την καταλληλότητα της επιλογής στο ρόλο (είχε προταθεί και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο) αποτυπώνοντας στο εκφραστικό του πρόσωπο και ακόμη πιο εκφραστικό του σώμα όλα τα δεινά της σύγχρονης καταπίεσης, που βρίσκει τελικά διέξοδο σε έναν τρομακτικό και απελευθερωτικό ταυτόχρονα χορό, ένα παραλήρημα εκτόνωσης που οδηγεί στον εναγκαλισμό με την ψύχωση, στην αποδοχή του ρόλου ως το αναγκαίο (και επίσημα πλέον) κακό.

Ίσως σε μερικές στιγμές η ταινία να παρεκτρέπεται προς την εκμετάλλευση και την αχρείαστη υπερβολή, προσπαθώντας με κάθε κινηματογραφικό τρόπο να μας δικαιολογήσει τι πρόκειται να επακολουθήσει στο εξαιρετικό δεύτερό της μέρος. Ίσως πάλι η επιρροή του πνευματικού της πατέρα να τόσο τεράστια, που το φιλμ αδυνατεί να μπει ολοκληρωτικά στα τεράστια παπούτσια του (η χρησιμοποίηση του σπουδαίου, μετά από αρκετό καιρό και πάμπολλες κακές επιλογές, Ρόμπερντ ντε Νίρο σε κομβικό ρόλο είναι κάτι παραπάνω από έκδηλο hommage). Ίσως τέλος ο Φίλιπς να έχει επενδύσει τόσα πολλά στο character study του (ξεκάθαρα) αγαπημένου του Τζόκερ, που ξεχνά σε στιγμές να ραφινάρει οτιδήποτε συμβαίνει πέρα από την εκτυφλωτική άλω που εκπέμπει ακατάπαυστα η λαμπερή περσόνα. Όπως και να ‘χει πάντως, μοιάζει αδύνατο να μην εντοπίσεις την ποιότητα που σχεδόν ξεχειλίζει από ένα κινηματογραφικό εγχείρημα που αποτελεί την επιτομή του crossover είδους, καταφέρνοντας να κάνει και τους πλέον δύσπιστους σινεφίλ να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν την καλλιτεχνική αξία ενός δημιουργήματος βασισμένου στην ποπ κουλτούρα το οποίο κατορθώνει να υπερβεί συμβάσεις και να σταθεί σχεδόν αντάξιο των προσδοκιών, αποτελώντας το δίχως άλλο μία από τις σημαντικότερες ταινίες της κινηματογραφικής χρονιάς. Ποτέ ξανά το γέλιο ή η λέξη «Happy» δεν θα μπορούσαν να ακουστούν πιο οδυνηρά …

3,5/5 αστέρια

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα