Κάποιοι ευτυχώς επιμένουν
To ελληνικό σινεμά καλπάζει διεθνώς δίνοντας ανάσες στον πολύπαθο ελληνικό πολιτισμό.
του Γιώργου Τούλα
Υπάρχει ένας τομέας στην ελληνική πραγματικότητα που την τελευταία δεκαετία έχει τραβήξει το δικό του δρόμο, που είναι ένας δρόμος μοναχικός, δημιουργικός και εν τέλει ένδοξος. Μιλάω για το ελληνικό σινεμά.
Ο πολύπαθος ελληνικός κινηματογράφος μετά τα ένδοξα ταμειακά χρόνια της δεκαετίας του εξήντα, που έφτασε να γίνει μια αληθινή βιομηχανία, την κάμψη και την ανάσταση του στα πρώιμα χρόνια του ΄70, με τα ονόματα που συνέστησαν τη χρυσή εφεδρεία του νέου ελληνικού σινεμά, πέρασε είκοσι και πλέον χρόνια αμηχανίας. Τα τελευταία κύματα αισιοδοξίας άρθρωσης ενός διαφορετικού λόγου ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 με το δημιουργικό οίστρο των Νικολαΐδη, Βεργίτση, Μαρκετάκη, Λιάπα κλπ. που παρέδωσαν τα σκήπτρα μετά σε μια χαοτική εποχή που εκφράστηκε ορθά από το στίχο του Σαββόπουλου “Σαν τους τριγύρω σκηνοθέτες, που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά”.
Την τελευταία δεκαετία όμως κάτι κινείται στο βαλτωμένο τοπίο του ελληνικού σινεμά. Μια νέα γενιά σκηνοθετών ήρθε να ακολουθήσει τα δειλά βήματα του Κωνσταντίνου Γιάνναρη που παραήταν πρώιμος για ό,τι θα ακολουθούσε. Τολμώ να πω ότι ο ελληνικός κινηματογράφος ήταν η πρώτη από τις τέχνες που είδε μπροστά την Κρίση που ερχόταν σαν τυφώνας και ξεκίνησε να καταγράφει από πολύ νωρίς τις εσωτερικές εντάσεις και τη διάλυση της παραδοσιακής οικογένειας, την αδυναμία ουσιαστικής επικοινωνίας των ανθρώπων των πόλεων, την έλευση των μεταναστών και την αδυναμία διαχείρισης μιας καθημερινότητας συνύπαρξης, το νεοσυντηριτισμό, τις αγκυλώσεις από το νεοπλουτισμό των Ελλήνων, τις απώλειες αξιών, το τέλμα. Μια σειρά από ταινίες των Γιάννη Οικονομίδη, Γιώργου Λάνθιμου, Φίλιππου Τσίτου, Σύλλα Τζουμέρκα, Χρήστου Νικολέρη, Αθηνά Τσαγγάρη, Πάνου Κούτρα και άλλων είδαν μπροστά όσα έρχονταν και αποτελούν σήμερα την κυρίαρχη πραγματικότητα. Άλλες περισσότερο πετυχημένα και άλλες λιγότερο οι ελληνικές ταινίες της εποχής μας αποτέλεσαν τον καθρέφτη της ζωής σήμερα, σοκάροντας στις περισσότερες περιπτώσεις με την ικανότητα τους να αποτυπώσουν το σήμερα που αρνούμασταν να δούμε.
Ένας νέος φρέσκος κινηματογραφικός λόγος αρθρώθηκε και συνάρπασε τα διεθνή κοινά που βράβευσαν, αποθέωσαν ή απλά συζήτησαν πάνω στο φαινόμενο και κυρίως άφησε άφωνους και σε πολλές περιπτώσεις χολωμένους τους εκπροσώπους μιας άλλης κινηματογραφικής εποχής. Το Ελληνικό σινεμά έδειξε άριστα αντανακλαστικά και πέρασε στο κατώφλι μιας ιδιαίτερα σκοτεινής εποχής με φωτεινά εργαλεία στις αποσκευές του. Και αυτό είναι σπουδαίο.
Φέρος ήταν η ώρα του Λάνθιμου στις Κάνες. WINNER! Prix du jury: Yorgos Lanthimos for The Lobster. Μια διάκριση σε ένα σκηνοθέτη που παίζει πια σε διεθνές επίπεδο, με ξένες παραγωγές και δημοσιεύματα σε όλο τον κόσμο. Επτά υποψηφιότητες στα βρετανικά κινηματογραφικά βραβεία έρχονται να δικαιώσουν το θρύλο της ταινίας που πλέον μεταφράζεται και σε εισπρακτική επιτυχία στην Ελλάδα.
Και βέβαια ο θρίαμβος της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη Chevalier της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη που απέσπασε το πρώτο βραβείο ως η καλύτερη ταινία του Φεστιβάλ του Λονδίνου. Ένας πραγματικός θρίαμβος.
Πέρσι ήταν ο Αλέξανδρος Αβρανάς με τη “Miss Violence” του στη συνέχεια αυτού του δρόμου που ξεκίνησε το Σπιρτόκουτο του Οικονομίδη έντεκα χρόνια πριν. Η οικογένεια, ένα απέραντο εργοστάσιο βίας, οι καλά κρυμμένες σιωπές πίσω από πόρτες, ο πόνος που πνίγεται δεκαετίες πίσω από την κοινωνική υποκρισία. Η ταινία γίνεται αυτή τη στιγμή το πώμα που ανοίγει με κρότο το μπουκάλι με τα μυστικά. Η ελληνική κοινωνία χάρη στο σινεμά της έρχεται αντιμέτωπη για πρώτη φορά στον καθρέφτη με το ίδιο της το πρόσωπο. Και η θέα του δεν είναι πάντα ευχάριστη.
Διαβάστε επίσης: Weird Greek Cinema
Μπείτε και κάντε like εδώ για να ενημερώνεστε για όλα τα γραμμένα αποκλειστικά για το parallaximag.gr άρθρα.