Κάθε Κυριακή αναρωτιέμαι αν την πέρασα όπως έπρεπε
Οι «Υπέροχες Μέρες» του Βιμ Βέντερς μέσα από τη «ματιά» του Μιχάλη Μαλανδράκη
Λέξεις: Μιχάλης Μαλανδράκης
Κάθε Κυριακή αναρωτιέμαι αν την πέρασα όπως έπρεπε. Αν έκανα αρκετά. Και τι πρέπει να προσθέσω στην επόμενη, για να είναι αρκετά; Μάλλον, όμως, η προσέγγιση είναι λάθος.
Αν είναι «καλή» ή «κακή» ή «όμορφη» ή «αδιάφορη» ή «συγκινητική» ή «μελαγχολική» μια Κυριακή δεν εξαρτάται από όσα διαφορετικά πρόσωπα και δραστηριότητες είχε μέσα της, αλλά πώς τα κοίταξες όλα αυτά.
Στις «Υπέροχες Μέρες» ο Χιραγιάμα είναι ένας μοναχικός μεσήλικας, που εργάζεται ως καθαριστής δημόσιων τουαλέτων στο Τόκιο.
Όλες οι μέρες της εβδομάδας του είναι ίδιες και περιέχουν φαινομενικά ελάχιστα.
Φεύγει νωρίς το πρωί με το φορτηγάκι του δήμου, οδηγά την ίδια διαδρομή, πλένει και σφουγγαρίζει πάντα τα ίδια δημόσια μέρη, κάνει διάλλειμα στο ίδιο πάρκο τρώγοντας το ίδιο συσκευασμένο σάντουιτς, φωτογραφίζει τα ίδια φύλλα δέντρων με την παλιά του κάμερα, πίνει στο ίδιο μέρος και το βράδυ πάντα διαβάζει λίγο πριν κοιμηθεί.
Και μετά ξανά από την αρχή.
Στην αρχή, τον λυπάσαι. Κοιτάζεις την μοναξιά, τη ρουτίνα, την απουσία σημαντικών γεγονότων και τρομάζεις.
Αλλά αυτά τα σκέφτεσαι απ’ έξω. Γιατί κανείς μας δε ξέρει πόσα χρειάζεται ο άλλος.
Είναι η ίδια σκέψη, όπως όταν διαβάζεις βιογραφίες ροκ σταρ που τα είχαν φαινομενικά όλα – δόξα, χρήματα, γυναίκες – και αυτοκτόνησαν στα 27. Και αναρωτιέσαι γιατί; Αφού όλα ήταν εκεί.
Μα το τι χρειάζεται ο καθένας, δεν το ξέρει αυτός που βλέπει από μακριά.
Κι ο Χιραγιάμα με τα δικά του ελάχιστα, φτιάχνει ό,τι χρειάζεται.
Κι αν στη ρουτίνα του δεν υπάρχουν φίλοι, παρέες και διάλογος, τα αντικαθιστά με βλέμματα και λιγοστές κουβέντες με βιβλιοπώλες και ιδιοκτήτες μαγαζιών. Κι αν στην καθημερινότητά του δεν υπάρχει παιχνίδι, το βρίσκει μέσω μίας τρίλιζας που συμπληρώνει με έναν άγνωστο.
Κι αν δεν υπάρχει φύση στο Τόκυο, την βρίσκει στο φως που ξεπροβάλλει στις φυλλωσιές των δέντρων ενός μικρού πάρκου. Κι αν δεν υπάρχει θάλασσα, πλένεται στα δημόσια λουτρά. Κι αν δεν υπάρχει Ωκεανός, τον βρίσκει στο ποτάμι που διασχίζει την πόλη, κι αν δεν υπάρχει δράση ή μεγάλα νοήματα στην ταπεινή ρουτίνα του, τα βρίσκει στη λογοτεχνία και στις σελίδες του Φώκνερ, κι αν δεν υπάρχει μουσική από ανθρώπινα σώματα, τη βρίσκει στις κασέτες που ακούει στο αυτοκίνητο.
Η αλήθεια είναι πως χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, για να κρατήσεις έναν τέτοιο ήσυχο και αρμονικό εσωτερικό ρυθμό στις σημερινές μεγαλουπόλεις.
Αλλά γίνεται. Ίσως και να γίνεται. Πρέπει να βρούμε τον τρόπο.
*Ο Μιχάλης Μαλανδράκης είναι συγγραφέας