Κεν Λόουτς: Όψεις ενός κινηματογραφικού ρεαλισμού
Λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα ο Βρετανός σκηνοθέτης μας κάνει δώρο την τελευταία κινηματογραφική δουλειά του
Μόλις λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και ενώ οι περισσότεροι βρισκόμαστε εν αναμονή της έλευσης του νέου έτους που πάντοτε συνοδεύεται από ελπίδα για καλύτερες ημέρες, ο Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς μας έκανε δώρο την τελευταία κινηματογραφική δουλειά του.
Ο λόγος για την ταινία Η τελευταία παμπ (The Old Oak) που κυκλοφορεί στις αίθουσες.
Ο Λόουτς μας μεταφέρει στην κοινότητα του Durham στη βόρεια Αγγλία. Κεντρικό θέμα είναι η πορεία ενσωμάτωσης των Σύριων προσφύγων που καταφθάνουν σε αναζήτηση στέγης. Οι δυσκολίες πολλές, καθώς η άλλοτε ακμάζουσα κοινότητα των μεταλλωρύχων βιώνει για δεκαετίες τις συνέπειες της αποβιομηχάνισης, από τη στιγμή που έκλεισαν τα μεταλλεία.
Η αφήγηση εστιάζει στον Τι Τζέι Μπάλλανταϊν, ιδιοκτήτη της παμπ The Old Oak και συνδετικό κρίκο μεταξύ της τοπικής κοινωνίας και της κοινότητας των Σύριων. Ο Τι Τζέι, όπως και όλοι οι συνομήλικοί του, πασχίζει να “τα φέρει βόλτα” χωρίς να χάνει την αισιοδοξία του. Γλυκιά παρουσία στη ζωή του, η Μάρρα, ο τετράποδος φύλακας άγγελός του. Σταδιακά, ο ίδιος θα κληθεί να λάβει μέρος αλλά και θέση σε μία συζήτηση για το αν η κοινωνία μπορεί και θέλει να συνυπάρξει με τους πρόσφυγες.
Τη στιγμή που από τη μία πλευρά όλοι διχάζονται στο ζήτημα των προσφύγων, σε παράλληλο χρόνο ζυμώνεται μια στενή σχέση ανάμεσα στον Τι Τζέι και κάποια πρόσωπα από την κοινότητα. Ο ίδιος θα έρθει αρκετά κοντά με τη Γιάρα, τη μόνη Σύρια που μιλά Αγγλικά. Μαζί, και ζυγίζοντας τις δυνατότητες που τους δίνονται, θα επιχειρήσουν να φέρουν κοντά την τοπική κοινωνία και τους πρόσφυγες στη βάση των κοινών που μπορεί να έχουν μεταξύ τους.
Πιστός στην επιλογή του να παρουσιάζει την αγγλική κοινωνία με τρόπο χαρακτηριστικά ανάγλυφο και όντας λάτρης της ρεαλιστικής αφήγησης, ο Κεν Λόουτς παρουσιάζει μια ιστορία με πολλά επίπεδα. Σε ένα πρώτο επίπεδο βρίσκονται οι σχέσεις των μελών της τοπικής κοινωνίας. Εδώ και καιρό, αυτές βρίσκονται σε οριακό σημείο εξαιτίας της ολοένα και αυξανόμενης φτωχοποίησης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο βρίσκεται η σχέση των ντόπιων με τους πρόσφυγες.
Η αποδοχή ή μη του διαφορετικού, η κριτική προς τους ευάλωτους και η απουσία ενσυναίσθησης οδηγούν σε ένα μονοπάτι αδιέξοδο, καθώς ποτέ δεν έρχονται σε πραγματική επαφή τα δύο μέρη προκειμένουν να βρουν και να στήσουν κοινές γέφυρες. Σε ένα τρίτο, πιο αδιόρατο επίπεδο, βρίσκεται η σχέση παρόντος-παρελθόντος. Οι νοσταλγικές αναδρομές στο παρελθόν, τότε που όλα ήταν “όπως πρέπει” και η σύγκριση με το ζοφερό σήμερα λειτουργεί ως ηρεμιστικό στα προβλήματα και ως τροχοπέδη στο να αναζητηθούν και να βρεθούν ρεαλιστικές λύσεις που να κάνουν τη ζωή όλων καλύτερη.
Για όσους έχουν δει τις προηγούμενες ταινίες του Λόουτς, Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ και Δυστυχώς απουσιάζατε, οι ρεαλιστικοί διάλογοι και οι οριακές καταστάσεις δεν είναι κάτι ξένο. Θα λέγαμε ότι περιμένουμε κιόλας από έναν σκηνοθέτη με βαθιά κριτική ματιά, καθαρές πολιτικές θέσεις και καμία διάθεση να συμβιβάσει τον λόγο του να το κάνει. Αυτό που πετυχαίνει επιπλέον σε αυτήν την ταινία είναι ότι παντρεύει την καθαρή απεικόνιση της κοινωνικής παρακμής με το συναίσθημα. Σίγουρα δεν πρόκειται μόνο για τις πολύ ανθρώπινες στιγμές, όπως το συμπόσιο-κοινωνική κουζίνα ή τις προσπάθειες να έρθουν κοντά οι δύο κοινότητες. Εκεί που είναι εξίσου έντονο το συναισθηματικό αποτύπωμα είναι στις στιγμές της ακύρωσης, της αποτυχίας, της αναίρεσης. Εκεί, και λόγω του ιδιαίτερου μομέντουμ της μεγάλης εσωτερικής έντασης, επιλέγονται πολύ προσεκτικά και με μαεστρία οι λέξεις που θα εκφράσουν όλο το συναισθηματικό φορτίο.
Καθώς είναι ιδιαιτέρως επιδέξιος στο να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα και να διατυπώνει επαρκή κριτική, διατηρώντας εξαιτερικά επίκαιρη την οπτική του, ο Λόουτς δεν ωραιοποιεί το δράμα των προσφύγων με ταυτόχρονη κριτική στους συνεχιζόμενους πολέμους, ούτε αφήνει εκτός κάδρου την ευρεία φτωχοποίηση και τη διάλυση του κοινωνικού κράτους. Συνδυάζοντας τα δύο ζητήματα παίρνει θέση στην πολύχρονη συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιδράσουν οι κοινωνίες ρίχνοντας φως στη δράση των χαμηλών στρωμάτων.
Εν τέλει, ο κύκλος που άνοιξε θα κλείσει με ελπίδα και θετικό πρόσημο. Εκεί που όλα φαντάζουν χαμένα, κάτι γεννιέται. Εδώ δεν είμαι βέβαιος αν ο Λόουτς καταγράφει την αλήθεια ή πρωτοτυπεί και εκφράζει μια ευχή. Το βέβαιο είναι ότι με αυτόν τον τρόπο έρχεται η πολυπόθητη κάθαρση.