Κουβεντιάζοντας με τους συντελεστές του Suntan
Ο σκηνοθέτης και οι δυο πρωταγωνιστές μιλούν για την ταινία σε τρεις μίνι συνεντεύξεις.
Αναμιγνύοντας κωμικά και δραματικά στοιχεία με το ερωτικό θρίλερ, το «Suntan» είναι η τρίτη δουλειά του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ αποσπώντας ενθουσιώδεις κριτικές και αντιδράσεις από τους θεατές, και εξασφαλίζοντας κινηματογραφική και τηλεοπτική διανομή σε πολλές χώρες εντός και εκτός Ευρώπης. Πριν λίγες μέρες, μάλιστα, ταξίδεψε και στην Αμερική, στο περίφημο Φεστιβάλ South by Southwest, το οποίο για λίγες μέρες κάθε χρόνο συγκεντρώνει ό,τι καλύτερο από μουσική και σινεμά είναι η πρώτη ελληνική παραγωγή που καταφέρνει κάτι τέτοιο.
Βουτηγμένη στον εκτυφλωτικό ελληνικό ήλιο και στις κραιπάλες που μόνο το καλοκαίρι μπορεί να υποσχεθεί, η ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή τον σαραντάρη Κωστή (Μάκης Παπαδημητρίου) που φτάνει στην, ερημική τον χειμώνα, Αντίπαρο για να αναλάβει την τοπική κλινική. Την μοναχική κι ανιαρή του καθημερινότητα του εσωστρεφή γιατρού διακόπτουν περιστατικά ρουτίνας μια στο τόσο, αλλά οι ντόπιοι τού υπόσχονται ότι το καλοκαίρι θα τον αποζημιώσει και με το παραπάνω. Και πραγματικά – μαζί με το καλοκαίρι, έρχονται και οι εκατοντάδες τουρίστες και ξαφνικά το νησί σφύζει από ζωή. Μια παρέα τέτοιων τουριστών φτάνει μια μέρα στην κλινική του Κωστή, ο οποίος περιποιείται τον μικροτραυματισμό της Άννας, της 21χρονης Ελληνίδας της παρέας. Μαγεμένος από τα εκρηκτικά τους νιάτα και την ανέμελη ζωή τους, γεμάτη ξενύχτια, καταχρήσεις και σεξ, ο Κωστής τους προσεγγίζει και για λίγες μέρες γίνεται κι αυτός μέλος της παρέας, παρόλο που είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι δεν ταιριάζει σε τίποτα μαζί τους. Ο Κωστής, όμως, που επιτέλους παίρνει μια γεύση από τις απολαύσεις που δεν έζησε ποτέ, θα ερωτευτεί την Άννα χωρίς να βρει ανταπόκριση και θα οδηγηθεί σε ακρότητες στην προσπάθειά του να διατηρήσει το όνειρο ζωντανό για λίγο ακόμη.
Δίπλα στον Μάκη Παπαδημητρίου, πρωταγωνιστεί η πρωτοεμφανιζόμενη Έλλη Τρίγγου. Ο σκηνοθέτης και οι δυο πρωταγωνιστές μιλούν για την ταινία σε τρεις μίνι συνεντεύξεις.
Αργύρης Παπαδημητρόπουλος – Σκηνοθέτης & Σεναριογράφος
Σκηνοθέτης, παραγωγός, σεναριογράφος, 40χρονος πλέον, Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, ξεκίνησε την καριέρα του ως παραγωγός σε ταινίες μικρού μήκους, ενώ η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, το “Bank Bang” γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία. H δεύτερή του ταινία, «Wasted Youth», άνοιξε το Φεστιβάλ του Ρότερνταμ το 2011 έκανε το γύρο στα φεστιβάλ του κόσμου, από το Τορόντο και την Μελβούρνη μέχρι το Καρλόβι Βάρι και το Μόναχο, προβλήθηκε με επιτυχία στην Ελλάδα και χαρακτηρίστηκε σαν μια από τις καθοριστικές ελληνικές ταινίες της δεκαετίας. Από τότε ο σκηνοθέτης έκανε την παραγωγή «Στο Σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα και ολοκλήρωσε το “Suntan”.
– Πώς γεννήθηκε το πρότζεκτ στο μυαλό σου; Με μια συγκεκριμένη εικόνα ή χαρακτήρα, ή απλώς το γενικότερο κόνσεπτ της ιστορίας;
Με τον κεντρικό χαρακτήρα του Κωστή, στην πραγματικότητα. Κατά κάποιον τρόπο, η έμπνευση ήρθε από το βιβλίο «Η Επέκταση του Πεδίου της Πάλης» του Μισέλ Ουελμπέκ, που αναπτύσσει μια θεωρία σχετικά με ένα νέο σύστημα διαφοροποίησης των ανθρώπων, τους οποίους χωρίζει σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στην ηδονή και σε εκείνους που δεν έχουν. Από εκεί προέκυψε η ιδέα να τοποθετήσω μια ιστορία σε ένα νησί κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, το ιδανικό φόντο αφού εκεί γίνεται ακόμη εντονότερος αυτός ο διαχωρισμός, και να τον αναδείξω μέσα από έναν χαρακτήρα που είναι κάπου στη μέση: από τη μια, είναι και αισθάνεται εκτός από όλα όσα βλέπει γύρω του, αλλά από την άλλη, ως γιατρός αγγίζει δεκάδες κορμιά, όλων των ηλικιών, στο πλαίσιο της δουλειάς του.
– Γιατί επέλεξες να τοποθετήσεις την ιστορία στην Αντίπαρο;
Πηγαίνω στην Αντίπαρο από 16 χρονών μέχρι σήμερα. Την έχω ζήσει από όλες τις ηλικίες, από το 16χρονο που σκέφτεται μόνο τα ξενύχτια και τα πάρτι μέχρι τον σημερινό οικογενειάρχη – είμαι πια επικίνδυνα κοντά στην ηλικία του πρωταγωνιστή! Όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας μού είναι οικείοι και αναγνωρίσιμοι, όλοι έχουν στοιχεία από μένα, αναμεμιγμένα με στοιχεία ανθρώπων που έχω γνωρίσει εκεί. Το «Suntan» είναι η πιο προσωπική ταινία που έχω κάνει, άρα ήταν προφανές από την αρχή και αυτονόητο ότι θα γύριζα την ταινία εκεί για λόγους ευκολίας, αφού την ξέρω τόσο καλά, αλλά και νοσταλγίας. Πάντως, παρόλο που έχω πάει τόσες φορές στην Αντίπαρο και την έχω δει σε όλες της τις φάσεις, και από την καλή και από την ανάποδη, δεν μπορούσα να φανταστώ το πόσο ωραία θα έγραφε στον φακό, και το νησί και οι άνθρωποι.
– Πώς έχει αντιδράσει το κοινό στις προβολές της ταινίας στο εξωτερικό;
Τους ενδιαφέρει περισσότερο από όλα να μάθουν για τις συνθήκες των γυρισμάτων. Συνήθως ρωτούν για το πώς χειριστήκαμε τα γυρίσματα στο κλαμπ, το πώς διαχειριστήκαμε τον τόσο δυνατό ήλιο, το πώς δουλέψαμε τους διαλόγους μαζί με τους ηθοποιούς, το πώς οι συντελεστές έμεναν στο κάμπινγκ όλοι μαζί κλπ. Δεν ασχολούνται τόσο με την κρίση και την γενικότερη κατάσταση της Ελλάδας, δηλαδή δεν ρωτούν ευθέως για αυτό – δεν πιστεύω ότι είναι κάτι που δεν τους ενδιαφέρει ακριβώς, απλώς ίσως δεν ξέρουν τόσα γι’ αυτό και τους απασχολεί περισσότερο το κινηματογραφικό. Η μόνη κάπως σχετική ερώτηση είναι συνήθως για το αν πιστεύουμε ότι ο τουρισμός θα επηρεαστεί από την ταινία, με οποιονδήποτε τρόπο. Είναι φοβερά ενδιαφέρον για εμάς όλους να συναντάμε αυτά τα διαφορετικά κοινά και να βλέπουμε την ταινία μέσα από τα δικά τους μάτια.
Μάκης Παπαδημητρίου | Κωστής
Είναι αριστούχος απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού θεάτρου και έχει συμμετάσχει σε δύο επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, στα “Μαύρα Μεσάνυχτα” και το “Με λένε Βαγγέλη”. Επίσης έχει πάρει μέρος σε θεατρικές παραστάσεις, πέντε κινηματογραφικές ταινίες μεγάλου μήκους (μεταξύ αυτών το φετινό “Chevalier” της Αθηνάς Τσαγγάρη) καθώς και σε ταινίες μικρού μήκους, ενώ τo 2009 τιμήθηκε με το θεατρικό Βραβείο Χορν, για τον ρόλο του στο έργο «Motortown» του Σάιμον Στίβενς.
– Πώς έμαθες για το πρότζεκτ και ποια ήταν η πρώτη σου αντίδραση όταν διάβασες το σενάριο;
Με πήρε τηλέφωνο ο Αργύρης και μου είπε να συναντηθούμε για να μιλήσουμε, δεν γνωριζόμασταν από πριν. Συναντηθήκαμε, μιλήσαμε, μου είπε για το σενάριο και συμφωνήσαμε. Πολύ απλά δηλαδή… μετά την πρώτη μας συνάντηση, ένιωθα πως τον γνωρίζω χρόνια.
– Μίλησέ μας για τον χαρακτήρα που υποδύεσαι. Σε ποια σημεία βλέπεις ομοιότητες μαζί του; Και ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που σου έθεσε;
Ο ρόλος μου είναι ο Κωστής Μακρίδης, ένας σαραντάρης γιατρός που ερωτεύεται μια νεαρή κοπέλα -καθώς και την παρέα της- ένα καλοκαίρι στην Αντίπαρο… Ομοιότητες και προκλήσεις… χμ… δεν ξέρω, να αφήσουμε την ερώτηση και να πάρω Γεωγραφία;
– Τι ρόλο έπαιξες στην διαμόρφωση του ρόλου σου; Υπήρχε δυνατότητα αυτοσχεδιασμού;
Ναι, ο αυτοσχεδιασμός ήταν προϋπόθεση και ζητούμενο γιατί ήταν ο τρόπος με τον οποίο ήθελε ο Αργύρης να γίνει η ταινία. Υπήρχε πολύ λίγο εξ αρχής γραμμένο υλικό και το μεγαλύτερο μέρος πρόεκυψε αυτοσχεδιαστικά.
– Πώς βοήθησε και πώς δυσκόλεψε το γεγονός ότι γυρίσατε την ταινία, περιτριγυρισμένοι από πραγματικές τέτοιες παρέες και χαρακτήρες;
Αυτό ήταν δύσκολη δοκιμασία και στην πραγματικότητα ήταν και οι πιο δύσκολες μέρες γυρισμάτων. Υπήρχαν καλοπροαίρετοι που βοηθούσαν και άλλοι που δημιουργούσαν μικροπροβλήματα. Συνολικά, όμως, ήταν μια απίστευτη εμπειρία και νιώθω πολύ τυχερός που είμαι κομμάτι της. Θα το ξαναέκανα με μεγάλη χαρά.
Έλλη Τρίγγου | Άννα
Αυτή είναι η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της πρωταγωνίστριας της ταινίας, Έλλης Τρίγγου. Όταν έγινε το casting φοιτούσε στο 1ο έτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
Μίλησέ μας για τον χαρακτήρα που υποδύεσαι. Σε ποια σημεία βλέπεις ομοιότητες μαζί της και σε ποια σε δυσκόλεψε;
Η Άννα είναι μια νεαρή μεγαλοαστή, η βασική «υποχρέωση» της οποίας είναι να απολαμβάνει τα προνόμια της κοινωνικής της τάξης και του νεαρού της ηλικίας της. Απαλλαγμένη από ευθύνες και υποχρεώσεις, επιδίδεται σε ένα ξέφρενο κυνήγι στιγμιαίων απολαύσεων και ηδονών. Στα μάτια της αντικρίζω μια ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων που ευνουχίστηκαν από το ίδιο τους το περιβάλλον με την πρόθεση «να μην τους λείψει τίποτα» και με αποτέλεσμα την αδράνεια , το συναισθηματικό κενό και την απραξία. Την συναντάμε στην Αντίπαρο μαζί με την διεθνή λαμπερή παρέα της να γεύεται τη λαγνεία του ελληνικού καλοκαιριού.
Αν βρίσκω κάποια ομοιότητα με αυτό το κορίτσι είναι μια τάση προς ακραίες κατευθύνσεις. Η διαφορά μας είναι πως εκείνη βιώνει τις καταστάσεις ερήμην της, ενώ εγώ τις επιλέγω συνειδητά. Δυσκολεύτηκα να αποδεχτώ την ωμότητα με την οποία απορρίπτει τα συναισθήματα των ανθρώπων, όταν δεν της είναι πλέον χρήσιμα.
Πώς ήταν η εμπειρία της πρόβας και των γυρισμάτων για σένα; Τι έχει μείνει εντονότερα στη μνήμη σου από τις μέρες εκείνες;
Τις μέρες των γυρισμάτων ήμουν πανευτυχής και πανικόβλητη. Δεν είχα ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω και πώς, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα δέος και ενθουσιασμό ανακαλύπτοντας το μαγικό κόσμο του σινεμά. Είναι ευτύχημα που το «Suntan» ήταν η πρώτη μου κινηματογραφική εμπειρία. Επί 45 μέρες ζούσαμε όλοι το εξής «παράδοξο»: μέσα σε ένα γενικότερο κλίμα συνεχόμενου πάρτι επικρατούσε ταυτόχρονα πηγαίος επαγγελματισμός και αυστηρή πειθαρχία.
Πόσο συνέβαλε το δέσιμο των πέντε ηθοποιών στην χημεία των χαρακτήρων και κατά πόσο υπήρχε ελευθερία να διαμορφώσετε οι ίδιοι τους ρόλους σας;
Το δέσιμο που δημιουργήθηκε μεταξύ μας συνέβαλε καθοριστικά στη χημεία των χαρακτήρων, εφόσον το αποτέλεσμα διαμορφώθηκε από το πρωτογενές υλικό μας. Ήταν, άλλωστε, βασικό ζητούμενο του σκηνοθέτη η δημιουργία πραγματικών σχέσεων. Η παραμονή μας στο νησί αρκετό καιρό πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, γέννησε μια παρέα, η ενέργεια της οποίας αποτυπώθηκε και στην ταινία.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο και τον Μάκη Παπαδημητρίου;
Η συνεργασία μου με τον Αργύρη Παπαδημητρόπουλο ξεκίνησε μετά από πάρα πολλά δοκιμαστικά. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών μας, φοιτούσα ακόμα στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου και η τεράστια εμπιστοσύνη που μου έδειξε, μου έδωσε τη δύναμη να αναλάβω την ευθύνη αυτού του ρόλου. Κατά τη διάρκεια προβών και γυρισμάτων, ένιωθα φόβο και ανασφάλεια αν όντως εκπληρώνω το όραμά του, ενώ εκείνος με καθησύχαζε γελώντας κάτω από τα μουστάκια του. Όλοι στο νησί γνωρίζουν και λατρεύουν τον Αργύρη, και η υποστήριξή τους στη δημιουργία της ταινίας ήταν συγκινητική. Θαυμάζω το πείσμα αυτού του ανθρώπου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου με εμπνέει σε καλλιτεχνικό και προσωπικό επίπεδο. Η πειθαρχία, ο επαγγελματισμός του, αλλά κυρίως η ηρεμία που αποπνέει, ήταν πηγή δύναμης για μένα καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας μας. Μπορεί σεναριακά να μην ισχύει, στην πραγματικότητα όμως ο Μάκης υπήρξε ο πυρήνας της παρέας του «Suntan».
Είναι η πρώτη σου κινηματογραφική δουλειά. Υπάρχουν διαφορές στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζεις τους ρόλους στο θέατρο; Και τι ήταν αυτό που σου άρεσε περισσότερο στην δουλειά για το σινεμά;
Η βασική διαφορά ανάμεσα στο θέατρο και στο σινεμά είναι ότι στο μεν ένα μέσο ακολουθείται μια συνέχεια και συνέπεια όσον αφορά στη χρονική εξέλιξη της ιστορίας, ενώ στο άλλο όχι. Στοιχείο που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για έναν ηθοποιό ως προς τη διαχείρισή του, εφόσον απαιτεί από εκείνον να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση, επαγρύπνηση και επαφή με το χαρακτήρα. Είναι δύο διαφορετικές και εξίσου ενδιαφέρουσες προκλήσεις.
*Eυχαριστούμε θερμά την ODEON για την παρασώρηση των συνεντεύξεων