Κινηματογράφος

Μανούσος Μανουσάκης: Η δυσκολία σε ευνουχίζει, η πρόκληση σε προκαλεί

Ένα ταξίδι στη ζωή του Έλληνα σκηνοθέτη όπως το αφηγήθηκε στην parallaxi 

Γιώργος Τούλας
μανούσος-μανουσάκης-η-δυσκολία-σε-ευν-923865
Γιώργος Τούλας

Η πρώτη μου επαφή με το έργο του ήταν το 1985 όταν είδα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης την εξαιρετική Σκιάχτρα.

Τον συνάντησα στον Κίσσαβο, στα γυρίσματα του δεύτερου κύκλου της σειράς Κόκκινο Ποτάμι. Άνθρωπος με βαθιά γνώση της Ιστορίας, με αναζήτηση και έργο μεγάλο στο σινεμά και την τηλεόραση, εξακολουθεί να εργάζεται με απίστευτο κέφι και σχεδιάζει. Ένα ταξίδι στη ζωή του όπως μου το αφηγήθηκε σε μια χαλαρή κουβέντα. 

-Γεννήθηκα το 1950 σε μια εποχή που αρχίζει να παίρνει η χώρα μια στροφή που καταλήγει στο σήμερα, με όλες τις περιπέτειες της δεκαετίας του ’50, του ’60, τη Χούντα, τις περιπέτειες δηλαδή της κοινωνίας, από τον διαχωρισμό των χαρακτηρισμένων πολιτικά πολιτών μέχρι την απαλλαγή μας από όλα αυτά.

Ήταν διαδικασίες που πήραν χρόνια και τις οποίες βέβαια, από ένα σημείο και μετά, άρχισα κι εγώ να τις βιώνω και να τις συνειδητοποιώ, να ανήκω δηλαδή στην κοινωνία, αλλά αυτό δεν έγινε πριν από τα οχτώ μου χρόνια.

-Μεγάλωσα στην πλατεία Κουμουνδούρου, η οποία δεν έχει σχέση με αυτή του σήμερα. Από μια πολυκατοικία του ’35 ατενίζαμε την Ακρόπολη, δεν υπήρχε μπροστά μας άλλο μεγάλο κτίριο. Η πλατεία είχε μια στέρνα που πηγαίναμε πιτσιρικάδες και τσαλαβουτούσαμε το καλοκαίρι. Ήταν μια εμπορική συνοικία, το μαγαζί του παππού μου ήταν στην αρχή της Ευριπίδου και το σπίτι στο τέλος της, οπότε αυτή ήταν η καθημερινή βόλτα του παππού, αλλά και η δική μου από ένα σημείο και μετά. Κάθε Σάββατο, πηγαίναμε και ψωνίζαμε με τον προπάππο μου στην κεντρική αγορά, ήταν το μεγάλο μου παιχνίδι όλη αυτή η περιπλάνηση στην Αιόλου. Η διαδρομή μου από το σχολείο μέχρι το σπίτι ήταν γεμάτη εμπειρίες και εικόνες εργατικών ανθρώπων, με τα μαγαζιά της χονδρικής πώλησης, με όλη αυτή τη ζωή της Ευριπίδου και της Σοφοκλέους, με τα ξενοδοχεία-πορνεία της εποχής. Ήταν μια πολύπλοκη και πολύ ζωντανή γειτονιά, με πλούσιους και φτωχούς ανθρώπους, με επιχειρηματίες και εργαζόμενους, μια μικρογραφία της κοινωνίας, ζώσα και πάλλουσα. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν άσχημα.

manoysakis3.jpeg

-Η βίαιη μετατροπή της πόλης έγινε μετά το ’80. Ο χαρακτήρας, βέβαια, της Ευριπίδου και της Σοφοκλέους εξακολουθεί να είναι εμπορικός. Ασφαλώς δεν είναι πλέον τόπος κατοικίας, χτίζονται ξενοδοχεία και αρχίζει να αλλάζει. Και οι επενδυτές έχουν αλλάξει την περιοχή για να μπορεί να είναι βιώσιμη και να στηρίξουν τις επιχειρήσεις τους. Είναι μια πολυπολιτισμική περιοχή, με κινεζικά, πακιστανικά και άλλα μαγαζιά. Η παραβατικότητα και η πορνεία πάντοτε υπήρχαν, δεν είναι καινούρια φρούτα. Βέβαια, άλλη μορφή είχαν παλιά, άλλη έχουν τώρα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν μια πόλη αγίων που έγινε ξαφνικά πόλη διαβόλων, απλώς το έγκλημα διαφοροποιήθηκε και έγινε πιο σκληρό. Όλα έχουν διαφοροποιηθεί και έχουν φτάσει σε κάποια άκρα, δεν είναι μόνο το έγκλημα. Και η επιχειρηματικότητα έχει φτάσει σε άκρα, και οι πολυεθνικές και η πολιτική –αν υπάρχει πλέον πολιτική και δεν έχει αντικατασταθεί πλήρως από την οικονομία. Βέβαια, αυτό που εμείς θεωρούμε άκρο στο σήμερα, μπορεί να είναι το μέσο του αύριο! Τα πράγματα όμως έχουν σκληρύνει από παλιά, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Τότε δηλαδή, δεν υπήρχε πρόβλημα να διανύσει ένας πιτσιρικάς με τη σχολική τσάντα του τη Σοφοκλέους, ήταν ένα ασφαλές μέρος. Εγώ, αντίθετα με άλλους, πιστεύω ότι εξακολουθεί να είναι ασφαλές και ότι ο εσωτερικός μας φόβος το κάνει επικίνδυνο.

-Μεγάλωσα πολυτελώς! Μια εύπορη, αστική οικογένεια επιχειρηματιών. Ως παιδί χωρισμένων γονέων, ήμουν ανεξάρτητος και χωρίς αγκιστρώσεις. Βέβαια, είχα τη θαλπωρή των παππούδων, που αυτή μπορεί να σε κακομάθει. Τους λάτρευα –και τους μισούσα ταυτόχρονα, όπως κάθε παιδί- αλλά και οι παππούδες μου δεν ήταν ήπιοι άνθρωποι που θα μου έκαναν όλα τα χατίρια. Ο παππούς μου ήταν ακριβοδίκαιος και πάρα πολύ αυστηρός, απόλυτος και επικριτικός. Επίσης, σαν παιδί είχα διαφοροποιηθεί πολύ από το οικογενειακό περιβάλλον, αντιδραστικά, από πολύ μικρός. Έγινε ορμέμφυτα, με το θυμικό και όχι με τη λογική. Ούτε τους έκρινα, ούτε τους κατέκρινα, ήταν κάτι εσωτερικό, δεν είχε να κάνει με μια κριτική κοινωνικοπολιτική στη ζωή των ανθρώπων. Εμένα με βόλευε αυτή η ευμάρεια, δεν ήμουν εναντίον της.

manoysakis1.jpeg

-Η κατάσταση μας μου έδωσε την ψυχολογική άνεση να σπουδάσω αυτό που ήθελα, χωρίς να πρέπει να σκεφτώ αν θα ήταν αρκετό για να επιβιώσω. Αυτό είναι ένα τεράστιο εφόδιο, να μπορείς να σπουδάζεις αυτό που θέλεις χωρίς φόβο και τρόμο για το τι θα γίνει αύριο. Να σπουδάζεις, ας πούμε, αναρριχητής δέντρων, που δεν έχει καμία επαγγελματική καταξίωση. Είναι φοβερό προτέρημα και ευχαριστώ τον Θεό γι’ αυτό, δεν είναι ότι απλώς συμφιλιώνομαι, είμαι ευτυχής που είχα αυτήν την άνεση.

-Σε ηλικία εφτά-οχτώ χρονών με πήγε η γιαγιά μου στα στούντιο που γυριζόταν η «Λίμνη των Στεναγμών» με την Ειρήνη Παππά. Για ένα οχτάχρονο παιδάκι αυτό ήταν ένα μαγικό ταξίδι, να δει τα γυρίσματα, τα στούντιο, τα σκηνικά – το παλάτι του Αλή Πασά- , τα ρούχα, τους ηθοποιούς. Μετά, κατά μία διαβολική σύμπτωση, την ίδια χρονιά ο παππούς μου έκανε δώρο την Πρωτοχρονιά –μάλιστα ήταν κρυμμένο στο πατάρι, ήξερα ότι ήταν εκεί αλλά δεν έπαψα να πιστεύω ότι το έφερε ο Άγιος Βασίλης- μια κινηματογραφική μηχανή προβολής super8. Μπορούσες τότε να νοικιάσεις ταινίες super8, όπως αργότερα νοίκιαζες βιντεοκασέτες, και στα παιδικά πάρτι πηγαίναμε με φορητές μηχανές προβολής και παίζαμε Τσάρλι Τσάπλιν, Χοντρό και Λιγνό, Άμποτ και Κοστέλο και άλλες κωμωδίες της εποχής. Εγώ είχα τη δική μου μηχανή και τις ταινίες που νοίκιαζα και έβλεπα κάθε βδομάδα. Ίσως αυτό να έβαλε τα πρώτα λιθαράκια που σχημάτισαν αργότερα στην εφηβεία μου την απόφαση. Απ’ το σπίτι στην οδό Ευριπίδου, ανεβαίναμε με το τραμ στη Σταδίου που ήταν το Σινεάκ, παιδικός κινηματογράφος. Πηγαίναμε κάθε βδομάδα, ήταν η θεσμοθετημένη σαββατιάτικη έξοδος.

manoysakis2.jpeg

-Βρέθηκα να σπουδάζω στο London Film School. Ακόμα θεωρείται σπουδαία σχολή. Την επισκέφθηκα πριν τέσσερα χρόνια και ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν το φωτοτυπικό μηχάνημα, που ήταν σύγχρονο πια, αλλά όλη η διαρρύθμιση ήταν ακριβώς η ίδια.

Ήταν μια σχολή εξαιρετικά επιμελώς ατημέλητη. Ενώ είχε μια κάθετη οργάνωση, η εντύπωση που κυριαρχούσε ήταν αυτή του ‘χύμα’, αλλά δεν ήταν, απλώς σου έδινε την ελευθεριότητα –και δε χρησιμοποιώ τυχαία τη λέξη, ήταν ελευθεριότητα και όχι ελευθερία.

Οι δάσκαλοι όλοι ήταν εξαιρετικοί τεχνικοί και εξαιρετικοί στη μετάδοση των πραγμάτων. Ξέρετε, ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, ένας σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας, μπορεί να μην έχει μεταδοτικότητα και να μην μπορεί να μιλήσει με παιδιά. Ο δάσκαλος, όμως, κρίνεται από τη μεταδοτικότητά του και όχι απ’ τη φήμη του. Βέβαια, το να μπει μέσα ένας άνθρωπος ο οποίος έχει πάρει τρία Oscar σε καθηλώνει, δε σημαίνει όμως ότι θα μάθεις κιόλας. Οι δάσκαλοι στη σχολή μας ήταν εξαιρετικοί.

-Βλέπαμε διαρκώς ταινίες. Έπαιζαν συνεχώς ταινίες στην αίθουσα προβολών, όποτε είχες ένα κενό από τα μαθήματά σου πήγαινες και έβλεπες και τα απογεύματα που τελείωναν τα μαθήματα, οι προβολές συνεχίζονταν. Ήταν οργανωμένες σε θεματικές, δεν ήταν τυχαίες ταινίες. Και το National Film Club έπαιζε ταινίες που πηγαίναμε και βλέπαμε, θυμάμαι δηλαδή ολονύκτιες προβολές που ξεκινούσαν στις οχτώ το βράδυ και τελείωναν στις πέντε ή στις έξι το πρωί. Μαραθώνιοι, όπου στα διαλείμματα της ταινίας σέρβιραν σούπα. Ήταν το παιχνίδι της εποχής μας.

manousosmanousakis-850x560.jpeg

-Με απασχολούσε πολύ η πατρίδα. Η Χούντα μου διέκοψε την αναβολή και δεν μπορούσα να ξαναπάω στη σχολή. Ασφαλώς είχαμε τις πολιτικές μας ανησυχίες, μαζί με αρκετούς άλλους Έλληνες στη σχολή. Ήταν τότε και μια εποχή «ευρωπαϊκής εξέγερσης» στη μουσική, στις τέχνες, στην πολιτική, στις ερωτικές σχέσεις. Μας απασχολούσε, λοιπόν, και το διεθνές περιβάλλον. Ήταν πραγματικά σπουδαίο, γιατί εκεί υπήρχε μια πανσπερμία εθνικοτήτων. Μάθαινες τους τρόπους σκέψης των λαών, μέσω των φοιτητών. Όταν γύρισα στην Ελλάδα για να κάνω τη διπλωματική μου, δεν με άφησαν να ξαναφύγω και έτσι προέκυψε ο «Βαρθολομαίος», η πρώτη μου ταινία. Ήταν προγραμματισμένη να είναι η διπλωματική μου εργασία για τη σχολή. Η ταινία τελείωσε, αλλά δεν έφτασε ποτέ στην Αγγλία, και δεν έφτασα ούτε εγώ, γιατί επιστρατεύτηκα και πήγα φαντάρος. Βέβαια, ο κύριος λόγος για τον οποίο δε γύρισα στην Αγγλία ήταν ότι γνώρισα τη Μαρία και κάναμε και ένα παιδί.

-Σπουδαίος λόγος αυτός. Ο Βαρθολομαίος, η πρώτη μου ταινία, αντιμετώπισε προβλήματα προβολής. Κάναμε αντι-φεστιβάλ, όμως -πιτσιρικάδες, δεν καταλαβαίναμε την έννοια του κινδύνου- που δεν νοείτο να γίνει, αλλά έγινε. Ένας τολμηρός αιθουσάρχης μας διέθεσε την αίθουσά του και την ταινία την παρακολούθησαν άνθρωποι όπως ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης και ο Τάσσος (ο χαράκτης), οι οποίοι υπέγραψαν κιόλας για να πάρει άδεια η ταινία και είμαι ευγνώμων σ’ αυτά τα πρόσωπα και στη μνήμη τους. Ήταν ένα παιχνίδι αντιπαλότητας, δεν το έπαιρνα στα σοβαρά στα εικοσιδύο μου και βέβαια δεν κινδυνέψαμε κιόλας, ίσως γιατί δεν φοβόμασταν. Στη συνέχεια δόθηκε η άδεια για την προβολή της ταινίας. Η εμπορική της μοίρα, ήταν βέβαια πεπερασμένη και περιορισμένη, έπαιξε δηλαδή για περίπου δυο βδομάδες, έκοψε 10.000 εισιτήρια και αυτή ήταν η επιχειρηματική της μοίρα. Ίσως αυτός να ήταν και ένας απ’ τους λόγους που δόθηκε η άδεια, μπορεί δηλαδή να σκέφτηκαν πολύ λογικά ότι γίνεται περισσότερη φασαρία για την άδεια, απ’ αυτή που θα γινόταν αν παιζόταν η ταινία, ‘ποιος θα τη δει; Θα ξεχαστεί.

– Όταν ήρθαμε από την Αγγλία με τους συμφοιτητές-συνεργάτες μου στα πλαίσια της διπλωματικής, μια ομάδα ανθρώπων με όλες τις ειδικότητες, εγκατασταθήκαμε στο Χιλιομόδι, το χωριό της μάνας μου. Εκεί, η γιαγιά μου φρόντιζε όλους τους συμφοιτητές μου, μας μαγείρευε, είχε βάλει και κήπο για να έχουμε τα κηπευτικά μας. Δύο ταινίες έκανα εκεί, τον «Βαρθολομαίο» και τους «Άρχοντες». Κάποια στιγμή, λοιπόν, επενέβη η ΕΤΕΚΤ, η διορισμένη από τη Χούντα, όχι το σωματείο που γνωρίζουμε, και έδιωξε τους Άγγλους ως ξένους. Έτσι, έπρεπε να προσλάβουμε ελληνικό συνεργείο και τότε ο Γιώργος Αντωνάκης, διευθυντής φωτογραφίας, έβαλε πλάτη για να τελειώσει η ταινία. Τελειώνοντας την ταινία, μου διέκοψαν και την αναβολή, οπότε δεν μπόρεσα να γυρίσω πίσω, τη μοντάραμε εδώ και έγιναν όλα αυτά που περιέγραψα πιο πάνω. Και πριν από τις σπουδές μου είχα κάποια μικροεπεισόδια με την εξουσία, δηλαδή μας είχαν πιάσει να γράφουμε συνθήματα σε τοίχους, περάσαμε στρατοδικείο αλλά απαλλαχτήκαμε. Ήμασταν πιτσιρίκια, 16-17 χρονών, είδαν και ότι δεν υπάρχει διασύνδεση με κόμματα ή με μεγαλύτερες οργανώσεις, ότι ήταν δηλαδή μια αυθόρμητη ενέργεια τριών παιδιών που είχαν πάει σ’ ένα πάρτι, πήραν ένα σπρέι, έγραψαν συνθήματα κατά της Χούντας και ξαναγύρισαν στο πάρτι. Δεν υπήρχε δηλαδή κάποια συνειδησιακή εμπλοκή, ούτε ήμασταν ταγμένοι κάπου. Αυτό το επεισόδιο, βέβαια, δεν έπαιξε ρόλο στη διακοπή της απαλλαγής μου. Όταν όμως γυρνούσα τον «Βαρθολομαίο», ήρθαν από την Αγγλία δύο φίλοι και συμφοιτητές μου, που γυρνούσαν στη ζούλα ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», καταγγελτικό για τη Χούντα. Τότε έπρεπε να έχεις άδεια γυρίσματος, υπέβαλες τα σενάρια στο Υπουργείο Προεδρίας και αν εγκρίνονταν σου την έδιναν. Επειδή οι φίλοι μου δεν μπορούσαν να πάρουν, τους έδωσα τη δική μου άδεια για να κινηθούν. Αυτό βέβαια ανακαλύφθηκε. Ήταν τεράστιο ρίσκο. Τα επικείμενα της πράξης μου ήταν ότι δεν με άφησαν να ξαναφύγω για την Αγγλία. Μπορεί να ήταν και για καλό, γιατί αν έφευγα δε θα γνώριζα τη Μαρία.

manoysakis7.jpeg

-Σήμερα δεν πιστεύω ότι η νεολαία είναι απολιτική, αλλά έντονα πολιτική. Είναι ντροπή για κάποιον ανάμεσα στη νεολαία να μην έχει πολιτική σκέψη. Μεγέθη σαν του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι δεν μπορώ να κρίνω αν υπάρχουν, αν μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε ή αν είμαστε λίγο φειδωλοί έως τσιγγούνηδες σ’ αυτό. Βλέπω, όμως, παιδιά με ταλέντο, που κάνουν αξιόλογα και δυναμικά πράγματα. Τα πάντα ενέχουν πολιτική, συνειδητά ή ασυνείδητα. Δεν με απογοητεύει η νέα γενιά, ώστε να πω ότι εμείς ήμασταν καλύτεροι, όχι, αυτοί είναι καλύτεροι. Είναι διαφορετικοί, πολλά πράγματα δεν μπορούμε να τα καταλάβουμε και πολλά τα παρεξηγούμε. Λέμε ότι δεν υπάρχουν ηθοποιοί σαν τον Αυλωνίτη και τον Χατζηχρήστο, όμως υπάρχουν. Έπειτα, οι ευκαιρίες μπορεί να είναι λιγότερες από την πληθώρα και τη δημοτικότητα των κινηματογραφικών ταινιών του τότε. Υπάρχουν αξιόλογοι ηθοποιοί, εμείς όμως είμαστε λίγο μεμψίμοιροι και λέμε ότι το παρελθόν είναι καλύτερο του παρόντος και το παρόν καλύτερο του μέλλοντος, προεκτείνοντας τη μεμψιμοιρία μας και σε πράγματα που δεν έχουμε ακόμα δει. Εγώ πιστεύω στη νέα γενιά, στα νέα ταλέντα, στα νέα παιδιά. Κάνουν πράγματα συγκλονιστικά, φτάνει ν’ ανακαλύψουμε και να καταλάβουμε τον κώδικα, να ξανανιώσουμε μαζί τους.

-Οι μεγαλύτεροι ποτέ δεν καταλαβαίνουν τους νεότερους, ειδικά όσοι δεν προσπαθούν. Και εμείς είχαμε άλλους κώδικες από τους παππούδες και τους γονείς μας, είχαμε άλλους τρόπους έκφρασης, φλερτάραμε και ερωτευόμασταν αλλιώς, συνομιλούσαμε αλλιώς, με καινούριες λέξεις που δεν ανήκαν στο λεξιλόγιο της προηγούμενης γενιάς. Βέβαια τώρα υπάρχει κάτι άλλο που είναι καταστροφικό, η εισβολή ξένων όρων στη γλώσσα μας. Αν απωλέσουμε τη γλώσσα μας, αυτό θα σημαίνει και απώλεια της εθνικότητάς μας. Η γλώσσα είναι το σοβαρότερο πράγμα που κινδυνεύουμε να χάσουμε. Έχω βαρεθεί να με ρωτούν ποιο είναι το επόμενο project μου. Τους απαντώ «δεν έχω project, έχω σχέδια, δεν είναι happening, είναι δρώμενο». Είναι όροι που έχουν παρεισφρήσει στη γλώσσα μας και είναι μονοσήμαντοι και μονοδιάστατοι, ενώ η ελληνική λέξη σου δίνει πολλές διαστάσεις, σου εξάπτει τη φαντασία, ενεργοποιεί τη σκέψη. Αυτό είναι κάτι που κινδυνεύουμε να το απωλέσουμε και είναι κάτι για το οποίο κρίνω τη νέα γενιά, όμως δεν είναι μόνο ιδίωμά της, γιατί βλέπω και πολλούς πολιτικούς και δημοσιογράφους να λένε, για παράδειγμα, το πικ και το πικ… Τι θα πει το πικ, εγώ ξέρω κορύφωση, βλέπω ένα βουνό, μια κορυφή, φαντάζομαι το σχήμα, καταλαβαίνω τι πραγματικά σημαίνει η κορύφωση ενός πράγματος.

manousosmanousakis-850x560.jpeg

-Οι «Άρχοντες» ξεκίνησαν το ’76. Το ’75 απολύθηκα από τον στρατό, διέσχισα όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία: Χούντα, Αττίλας, Μεταπολίτευση, επιστράτευση. Κάθισα 30 μήνες στον στρατό, λόγω της έκρυθμης κατάστασης. Ο στρατός είναι μια εμπειρία που τότε ήταν επίπονη, αλλά τη θυμάσαι με νοσταλγία, όχι βέβαια από την άποψη ότι θέλεις να ξαναπάς. Θυμάμαι ήμασταν στον Έβρο σε αντίσκηνα, χειμώνα με χιόνια, κάναμε μπάνιο σ’ έναν καταρράκτη, δεν υπήρχε ούτε στρατόπεδο ούτε τίποτα, ήμασταν διάσπαρτοι κατά μήκος του Έβρου και σκάβαμε όλη μέρα χαρακώματα, κουβαλούσαμε τσιμέντο για τα πολυβολεία, λεηλατούσαμε τα πεπόνια των δύσμοιρων αγροτών –οι οποίοι μας παρακαλούσαν να μην τα κόβουμε άγουρα τουλάχιστον, να παίρνουμε αυτά που τρώγονται! Θυμάμαι τη συντροφικότητα μέσα σ’ αυτές τις ακραίες συνθήκες. Σ’ αυτές τις μονάδες ήταν αριστεροί στρατιώτες ή παραβατικοί, πρεζόνια, κλεφτρόνια κλπ. και ξαφνικά ήρθαν εκεί με δυσμενή μετάθεση και οι χουντικοί αξιωματικοί και έγινε ένα εκρηκτικό μίγμα… Ήταν ενδιαφέρον από κάθε άποψη. Ότι θα μας περνούσε, για παράδειγμα, στρατοδικείο για κομμουνιστική προπαγάνδα ένας διοικητής -ο οποίος είχε ‘συλλάβει’ έναν λαγό σ’ ένα κλουβί και έβαζε σκοπιά για τον λαγό- επειδή του κλέψαμε τον λαγό και τον φάγαμε… Μικρές ιστορίες, οι οποίες όμως είναι ζωή. Τα γλέντια μας τα κρυφά, τα νυχτερινά, γιατί ήταν τόσο διάσπαρτο το στρατόπεδο, ώστε δεν υπήρχε έλεγχος. Είχα προμηθευτεί και διάβασα ένα σωρό βιβλία εκείνη την εποχή. Διάβασα το Κεφάλαιο του Μαρξ και τη Συσσώρευση του Κεφαλαίου της Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η στρατονομία έκανε επιδρομή στους σάκους μας, βρήκε τα βιβλία και βγήκαμε στην αναφορά για κομμουνιστική προπαγάνδα. Ο διοικητής έβρισε τη γυναίκα μου, που μόλις είχε γεννήσει –δεν είχαμε παντρευτεί ακόμα- επειδή ήμασταν ανύπαντροι. Μπήκα στο πειθαρχείο για να περάσω στρατοδικείο και έκανα απεργία πείνας, για να εξασθενήσω και να με στείλουν στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης, πράγμα που συνέβη. Δεν μπορούσα να πάρω χαρτί από τον γιατρό, γιατί ήταν και ο γιατρός μέσα στο πειθαρχείο, αλλά ειδοποίησα τον πατέρα μου για το τι συμβαίνει και ανέβηκε πάνω. Κρητικός ο πατέρας μου, Κρητικός και ο διοικητής, τα βρήκανε. Μια περιπέτεια… υπέροχη. Δεν τρομάξαμε ποτέ, ούτε οι άλλοι, ούτε εγώ. Εγώ ήμουν και ο ‘γέροντας’, γιατί ήμουν 25 χρονών, εξ’ αναβολής. Οι άλλοι ήταν πιτσιρίκια, 18 και 20 χρόνων.

manoysakis-7iQiQ.jpeg

-Απολύομαι, γυρνάω στην Αθήνα, Ο Μανώλης έχει γεννηθεί, και αφού κάνω τους «Άρχοντες», η οποία ταινία μας χρέωσε σε όποιον μιλούσε ελληνικά και τότε μιλούσαν όλοι ελληνικά, ασχολούμαι με τη δουλειά του πατέρα μου και του παππού μου, τα χαρτικά. Δούλεψα μαζί του μια τριετία και έφτασα σε ένα σημείο που έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω, θα γινόμουν χαρτέμπορος και θα έμενα εκεί να βουτήξω ακόμη πιο βαθιά και να πάρω θέση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή θα πετούσαμε το νόμισμα στον αέρα; Εκείνη την εποχή του διλήμματος, με πήρε τηλέφωνο από την ΕΡΤ ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο οποίος είχε τότε το μουσικό τμήμα της τηλεόρασης και έκανε μια σειρά εκπομπών, μικρά πορτραίτα-αφιερώματα σε τραγουδιστές και συνθέτες και με ρώτησε αν θα ήθελα να κάνω ένα μουσικό πορτρέτο. Τότε ερρίφθη ο κύβος. Ξεκινώ με το πορτρέτο της Μαρίας Δημητριάδη. Αυτές οι παραγωγές ήταν με εσωτερικά και εξωτερικά συνεργεία. Εγώ είχα την τύχη να έχω εξωτερικό συνεργείο, όχι ότι ήταν υποδεέστερο αυτό της ΕΡΤ, αλλά γιατί είχα την δυνατότητα να επιλέξω. Και πονηρά σκεπτόμενος, λέω «εγώ δεν ξέρω τίποτα, θα πάω σ’ αυτόν που ξέρει τα περισσότερα» και απευθύνθηκα στον Ντίνο Κατσουρίδη. Εγώ είχα κάνει δύο ακραίες ταινίες, δεν ήξερα πώς να μιλήσω τηλεοπτικά. Επομένως, έκανα μια προεργασία φοβερή, έκανα ένα storyboard της ταινίας, γιατί στην ουσία εικονογραφούσαμε το κάθε τραγούδι που ήταν σαν μια ταινία μικρού μήκους, δεν ήταν τα σημερινά κλιπ του εντυπωσιασμού και των εφέ. Τότε, μέσω της εικόνας, λέγαμε έναν μύθο, μια ιστορία. Πήγα, λοιπόν, σε όλους τους χώρους που υπολόγιζα να κάνω γύρισμα και τράβηξα slides, κάλεσα τον Ντίνο σπίτι μου –ο οποίος ήρθε, γιατί πάντα βοηθούσε τους νέους, ήταν εξαιρετικός- και του τα προέβαλα, διηγούμενος και την ιστορία όπως την έβλεπα και είπε «ναι, θα το κάνουμε». Το αποτέλεσμα ήταν πολύ επιτυχημένο, εξαιτίας του Ντίνου, μην κοροϊδευόμαστε. Έτσι, στη συνέχεια, μας ανέθεσε ο Γιώργος   να κάνουμε και άλλα. Κάναμε τον Παπακωνσταντίνου, τον Αντώνη Καλογιάννη, τη Μάγια Μελάγια, πολλά. Και μετά, με τον Ντίνο, κάναμε για την ΕΡΤ το ντοκιμαντέρ «Ταξιδεύοντας με την Ευαγγελίστρια», για το ψάρεμα και τα καρνάγια του Αιγαίου, όπου ξεκινήσαμε μ’ ένα καΐκι παραδοσιακό του 1935, ταξιδέψαμε μ’ αυτό και καλύψαμε από την Πάρο και τη Νάξο, τα Κουφονήσια και την Αμοργό, μέχρι την Κάλυμνο και τη Σύμη. Καλύψαμε όλους τους τρόπους ψαρέματος στο Αιγαίο, σε όποιο καρνάγιο βρίσκαμε –δεν υπάρχουν δυστυχώς πια. Υπήρχε φοβερή οργάνωση, λόγω του Ντίνου. Μετά κάναμε τα δύο πρώτα σήριαλ στην ΕΡΤ, «Τα καλύτερά τους χρόνια» και το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» Της Πηνελόπης Δέλτα.

-Τίποτα δεν είναι δύσκολο, όλα είναι μια πρόκληση. Πρόκληση ήταν τότε, πρόκληση και τώρα. Η δυσκολία σε ευνουχίζει, η πρόκληση σε προκαλεί, σε κάνει να μαθαίνεις καινούρια πράγματα, να την υπερβείς. Έχεις μια αντιπαλότητα μαζί της, ενώ στη δυσκολία σηκώνεις τα χέρια ψηλά.

-Η τηλεόραση είναι μια άλλη συνθήκη, είναι άλλος ο τρόπος της, άλλα τα χούγια της και άλλα τα προικιά που χρειάζεται η τηλεόραση, ξεκινώντας από το σενάριο και την κινηματογράφηση. Είναι σαν να έχεις ένα γραμματόσημο να παίξεις το έργο σου, ενώ στον κινηματογράφο έχεις έναν ολόκληρο πίνακα, τον Μυστικό Δείπνο. Οπότε, πρέπει να διαμορφώσεις τον τρόπο κινηματογράφησης γι’ αυτήν τη μικρή οθόνη. Από ‘κει και πέρα και οι ρυθμοί είναι διαφορετικοί, η επεξηγηματικότητα στην τηλεόραση είναι διαφορετική σε σχέση με την ελλειπτικότητα του κινηματογράφου, πρέπει να είσαι πιο ακριβής και πιο αναλυτικός. Όταν έχεις να κάνεις 35 επεισόδια, πρέπει να είναι 35 ενδιαφέροντα επεισόδια. Όλα τα μέσα είναι διαφορετικά, δεν είναι ούτε υποδεέστερα ούτε προεξάρχοντα, έχουν την ίδια αξία. Με την τηλεόραση, μάλιστα, έχεις την ευθύνη γιατί μπαίνεις σε κάθε σπίτι, άρα είσαι υπόλογος σ’ αυτό που κάνεις, είσαι υπεύθυνος. Δεν μπορείς να βάλεις μέσα στο σπίτι του άλλου σκουπίδια. Εγώ είδα τηλεόραση πρώτη φορά στη ζωή μου σ’ ένα αναψυκτήριο στην πλατεία της Γλυφάδας, όπου ο πονηρός καταστηματάρχης είχε βάλει μια τηλεόραση που δούλευε με τάλιρα, όπως το τζουκμποξ. Αυτό ήταν το ’67.

-Ο Γιώργος μου άνοιξε την πόρτα στην ΕΡΤ και, μετά, στην ιδιωτική τηλεόραση η κυρία Πρετεντέρη, που με πήρε μια μέρα τηλέφωνο και με ρώτησε αν θέλω να σκηνοθετήσω ένα σήριαλ στον Αντέννα. «Αλίμονο! Και βέβαια! » απάντησα. Έκανε εξαιρετικές παραγωγές η ΕΡΤ τότε. Η ιδιωτική τηλεόραση μπήκε με τεράστια φόρα, με ορμή εφήβου. Τώρα που ενηλικιώνεται έχει σταματήσει κάπως αυτό. Ας πούμε, η ΕΡΤ δε θα έκανε ποτέ το «Τμήμα Ηθών». Αν κοιτάξουμε τι σκουπίδια παράγονται σε όλες τις μορφές τέχνης, θα δούμε ότι δεν είναι μεγαλύτερο το ποσοστό στην τηλεόραση.

-Με το «Ουζερί Τσιτσάνης» έκανα νομίζω αυτά που ήθελα, με όλη μου τη δύναμη. Και με τις προηγούμενες, βέβαια, ταινίες, αλλά αυτή ήταν η κορωνίδα της εξέλιξής μου. Κάθε φορά το τελευταίο έργο ενέχει την εμπειρία όλων των προηγούμενων. Κι εγώ τη λατρεύω τη «Σκιάχτρα», την είδα και πρόσφατα. Τότε χωρίς τα εφέ, έπρεπε όλα να τα σκαρφιστούμε, ήταν ένας ηράκλειος άθλος να φτιάξουμε την ταινία με τον διευθυντή φωτογραφίας, τον Άρη Σταύρου και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον μουσικό. Πάντα διάλεγα τους καλύτερους, για να καλύπτουν τα δικά μου κενά. Η δουλειά μας είναι ομαδική, όλοι έχουμε μια ψηφίδα στην επιτυχία ή στην αποτυχία, το μερίδιό μας.

-Οι κριτικές που γράφτηκαν για το «Ουζερί Τσιτσάνης» με εξερέθισαν, γιατί δεν ήταν κριτικές. Διότι η ταινία πήγε σε διεθνή φεστιβάλ και πήρε πάρα πολλά βραβεία. Έκανε 140.000 εισιτήρια και δεν υπήρχε άνθρωπος που να μη βγήκε από την κινηματογραφική αίθουσα κλαίγοντας. Αυτοί όμως τη χαρακτήρισαν σκουπίδι, την εξουθένωσαν, με εξαίρεση τον Τιμογιαννάκη –οφείλω να το πω- ο οποίος βρήκε τα καλά της ταινίας, βρήκε και τις αδυναμίες της. Αυτός όμως ήταν ο μόνος που έγραψε κριτική, οι άλλοι έγραψαν λιβέλους. Μας κατηγορούσαν ότι το αίμα φαίνεται ψεύτικο, ενώ η ταινία πήρε βραβείο μακιγιάζ, τα κοστούμια το ίδιο, για όλα μας κατηγόρησαν. Ακόμη και ότι προσβάλαμε την εβραϊκή κοινότητα μας κατηγόρησαν, ενώ αυτή μας αγκάλιασε και λάτρεψε την ταινία, μέχρι που ήμουν και επίσημος ομιλητής στην πρώτη, μετά την ταινία, Ημέρα Μνήμης στη Θεσσαλονίκη. Γράφανε ό,τι θέλανε, δηλαδή, άνθρωποι αμόρφωτοι.

-Μελετώ τη Ιστορία. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ένα τέτοιο γιγαντιαίο θέμα όπως είναι η περίοδος 1908-1923 που βλέπουμε στο «Κόκκινο Ποτάμι», δεν μπορείς να αγνοείς την Ιστορία. Σίγουρα δεν έχω γίνει ιστορικός, αλλά το αντικείμενό μου το μαθαίνω ή τουλάχιστον ξέρω τι και πού να ρωτήσω για να μάθω. Η Ιστορία ενέχει πολύ έντονα την πολιτική, ειδικά αυτό το κομμάτι που συζητάμε τώρα, υπάρχει ο εθνικός διχασμός για τον οποίο πρέπει να παρουσιάσεις τα γεγονότα. Το ότι ο Βενιζέλος διπλασίασε την Ελλάδα είναι γεγονός, δεν είναι οπτική. Αυτά δεν είναι πολιτική, είναι γεγονότα.

manoysakis7.jpeg

-Απωθημένο δεν έχω, πρόγραμμα έχω! Θέλω να κάνω τον Κύκλο των Ατρειδών. Θα μπορούσα όμως να το πω και απωθημένο, γιατί το προσπαθώ χρόνια και δεν μπορώ να το υλοποιήσω. Από τη διένεξη του Ατρέα και του Θυέστη για τον θρόνο των Μυκηνών, μέχρι και τον Τρωικό Πόλεμο. Προκλητικό είναι! Θέλω επίσης να κάνω μια σειρά για την ΕΡΤ «Το ελληνικό λαϊκό παραμύθι». Ο πλούτος της χώρας μας είναι ανεξάντλητος. Η ΕΡΤ θέλει να συνεχίσουμε και τα διηγήματα που κάναμε, τα οποία εμένα με γοήτευσαν. Με γοήτευσε η επαφή του κόσμου με μια κλασική λογοτεχνία που δε γνωρίζει. Επίσης είχα την ευκαιρία να αναδείξω τον θησαυρό της ελληνικής γλώσσας, αυτή την περηφάνια ότι έχουμε τόσο μεγάλα έργα, τα οποία είτε τα παραμελούμε, είτε δεν ξέρουμε να τα διαβάσουμε.

-Δεν είχα ποτέ μεγαλειώδεις ιδέες που να φέρουν στα άκρα. Είμαι ευτυχισμένος με τον εαυτό μου. Η γυναίκα μου είναι η παραγωγός μου, δηλαδή η εχθρός μου! Η εντροπία καταστρέφει, όταν όμως υπάρχει ένταση δεν προλαβαίνουν τα πράγματα να γίνουν βαρετά. Δεν έχω πίκρες. Θα ήμουν αγνώμων. Έχω μια πορεία που είναι υπέροχη.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα