Maria: Η προσωπική τραγωδία μιας μοναδικής ντίβας με τη μορφή μιας πένθιμης λατρευτικής τελετουργίας
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει για την ταινία που προβλήθηκε στην τελετή έναρξης του 65ου ΦΚΘ
Αν στα Jackie και Spencer ο Πάμπλο Λαραίν έδειξε την αποστασιοποίηση του από τα ουσιώδη ιστορικοβιογραφικά στοιχεία που χτίζουν την προσωπικότητα και το στυλ των ξεχωριστών αυτών γυναικών, στη Maria υπηρετεί πιστά τον ίδιο κανόνα προσπαθώντας να εισχωρήσει στις μικρές λεπτομέρειες της Μαρίας Κάλλας, την τελευταία εβδομάδα της ζωής της.
Έχοντας πλέον μπροστά μας και το τελευταίο κομμάτι αυτής της άτυπης τριλογίας του Λαραίν μπορούμε πλέον με σιγουριά να πούμε ότι ο Χιλιανός δημιουργός γοητεύεται από τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα συναισθηματικά άχθη των ηρωίδων του στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής τους.
Σαρκαστικά μιλώντας ο κύκλος αυτός άνοιξε με την Τζάκι Κένεντι και κλείνει με την Κάλλας έχοντας ως γέφυρα σύνδεσης μεταξύ τους την σχέση τους με τον Αριστοτέλη Ωνάση (αν και στο Jackie δεν υπάρχει Ωνάσης και στη Maria δεν βλέπουμε ποτέ την ίδια την Τζάκι).
Συνοπτικά πάντως οι ηρωίδες του Λαραίν μοιράζονται μαζί μας το βάρος να ζουν ως δημοφιλή πρόσωπα του δημόσιου χώρου ενώ παλεύουν μέσα τους με την αβάσταχτη και σκληρή ιδιωτική πραγματικότητα τους.
Για να χτίσει την προσωπικότητα της Κάλλας ο Λαραίν αξιοποιεί με έξοχο τρόπο την εποχή στην οποία ζει η ηρωίδα του: είναι φθινόπωρο στο Παρίσι. Τα κίτρινα – σχεδόν χρυσαφένια -φύλλα κυριαρχούν στα υπέροχα εξωτερικά πλάνα μιας πόλης που φθίνει σιγά σιγά και χάνεται στη μελαγχολία της εποχής ενώ οι φθινοπωρινές ώχρες στην φωτογραφία του καταπληκτικού Εντ Λάχμαν ( υποψήφιος για Όσκαρ Φωτογραφίας στο El Conde, την προηγούμενη ταινία του Λαραίν) κυριαρχούν στο σύνολο της Maria – όταν η μνήμη της Κάλλας δεν παίζει με τα ασπρόμαυρα φλας μπακ του καταδυναστευτικού παρελθόντος που κυνηγάει εσωτερικά την ίδια.
Όλα αυτά συνδυάζονται με διαρκή γκρο πλαν στο πρόσωπο της πρωταγωνίστρια του με σκοπό να κεντρίσει την ερμηνεία της Τζολί με επιπλέον φορτίο μέσα από τις διαρκείς εκφραστικές σιωπές, τις ματαιώσεις που προσπαθεί συνέχεια να βγάλει προς τα έξω και τις συσπάσεις του προσώπου της αλλά και με μια διαρκή κατάσταση παραισθήσεων στην οποία έχει οδηγηθεί η πάλαι ποτέ ντίβα λόγω της καταχρηστικής και υπερβολικής χρήσης ηρεμιστικών που ουσιαστικά την ωθούν στο να βλέπει διαρκώς όνειρα, οράματα και ψευδαισθήσεις, ανάμεσα στις οποία ένας γοητευτικός νέος δημοσιογράφος – που φέρει το όνομα του ηρεμιστικού που παίρνει η ίδια – και ο οποίος της εκμαιεύει σε μια μαραθώνια συνέντευξη όλα όσα η ίδια σκέφτεται για την ζωή της και τον εαυτό της.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας ένα καλά στημένο κινηματογραφικό τελετουργικό πένθιμης λατρείας για μια μοναδική ντίβα, η οποία παρά το εκλεπτυσμένο ντύσιμο μοιάζει τόσο ευάλωτη ψάχνοντας απελπισμένα για την επιβεβαίωση του μύθου που κουβαλάει ενώ οι σωματικές δυνάμεις της αλλά και η φωνή της την αφήνουν λίγο λίγο χωρίς το απόθεμα λατρείας που τόσο αναζητά στα παρισινά καφέ και εστιατόρια. Φυσικά οι αναμνήσεις της πλαισιώνονται περίφημα επίσης από τις δεκάδες εμφανίσεις της στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Μοιάζει ως τραγική ειρωνεία αλλά αυτή η ταύτιση που αισθάνεται η Κάλλας του Λαραίν με τις ηρωίδες του Ντονιτσέτι, του Βέρντι, του Κερουμπίνι δίνει μια επιπλέον διάσταση στο προσωπικό της δράμα (αν σκεφτεί κανείς ότι όλες οι ηρωίδες που ερμήνευσε είναι παραδομένες στο προσωπικό δράμα και στο πεπρωμένο μιας τραγωδίας). Για αυτό και η ταινία έχει σαν αφετηρία τo παρακλητικό Ave Maria από τον Οθέλλο και κλείνει με το Vissi D’Arte της Τόσκα, σημάδι της εσωτερικής κατάρρευσης της ίδιας της Κάλλας.
Φτάνοντας στο φινάλε δεν μπορείς να μην σταθείς φυσικά στην ερμηνεία της Αντζελίνα Τζολί, η οποία δούλεψε σκληρά για να μπει στο πετσί αυτού του δύσκολου ρόλου που απαιτούσε εκτός από μια έντονα δραματική ερμηνεία και φωνητικές ικανότητες, στοιχεία που φανερώνουν αναμφίβολα την στόφα της μεγάλης ηθοποιού. Η Τζολί είναι σαφώς καλή στο σύνολο της ταινίας και ξέρει να τραβάει την προσοχή μας ως μια ευάλωτη αλλά και επιβλητική, αρχοντική, μυστηριώδης γυναίκα που ξέρει να κουβαλάει τη ζωτικότητα της ντίβας με τον συναισθηματισμό της μοιραίας γυναίκας. Πετυχαίνει λοιπόν για πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό να μας πείσει ότι δεν είναι η Τζολί αλλά ο χαρακτήρας που υποδύεται on camera – δηλαδή η Μαρία Κάλλας. Και καθόλου άδικα μας χαρίζει μια ερμηνεία που σίγουρα θα συζητηθεί και (γιατί όχι;) μπορεί να φτάσει μέχρι το glam των Όσκαρ.
Info: Η Maria θα κυκλοφορήσει αποκλειστικά στις ελληνικές αίθουσες στις 5 Δεκεμβρίου από τις εταιρίες CInobo & Faliro House