Μία ελληνική ταινία που έκλεψε τις εντυπώσεις στο 60ο ΦΚΘ

Ο Σύλλας Τζουμέρκας επιστρέφει με την τρίτη ταινία του.

Γιάννης Γκροσδάνης
μία-ελληνική-ταινία-που-έκλεψε-τις-εντ-509762
Γιάννης Γκροσδάνης

Η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ξεκίνησε, και αφήνει πίσω της σχόλια για ταινίες που έμειναν στις καρδιές των θεατών, μία εκ των οποίων είναι ελληνική: ”Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών”.

Ο Σύλλας Τζουμέρκας επιστρέφει με την τρίτη ταινία του, ένα ατμοσφαιρικό και αρκετά νευρωτικό θρίλερ για τη χαμένη αξιοπρέπεια μιας χώρας και τον προσωπικό αγώνα ελευθερίας δύο γυναικών. Η πρώτη, πρώην μέλος της αντιτρομοκρατικής και νυν διοικήτρια της τοπικής αστυνομίας σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ελλάδας. Η δεύτερη ζει στην ίδια πόλη και είναι καθαρίστρια και εργάτρια σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας και εμπορίας χελιών.

Όπως τα χέλια αναζητούν έναν χώρο ηρεμίας και αναπαραγωγής στον Ατλαντικό Ωκεανό, στη περίφημη θάλασσα των Σαργασσών, έτσι και οι δύο γυναίκες αναζητούν την προσωπική τους ελευθερία μακριά από το τοξικό και ασφυκτικά καταπιεστικό – όπως το αισθάνονται – μικρόκοσμο αυτής της επαρχιακής πόλης. Μια περίεργη υπόθεση αυτοκτονίας θα ξετυλίξει ένα κουβάρι και θα αποκαλύψει τα μυστικά της τοπικής κοινωνίας. Οι ζωές των δύο γυναικών θα αρχίσει να αποκτά συγκλίσεις και κοινά χαρακτηριστικά μέχρι την οριστική σχεδόν κοινή διεκδίκηση της ποθητής ελευθερίας και μιας νέας προσωπικής Εξόδου.

Είναι σαφές πλέον πως ο Τζουμέρκας έχει δομήσει μέσα από τις τρείς ταινίες του ένα σταθερό ύφος και κάποιες χαρακτηριστικές επιλογές που λειτουργούν ως αυτό που θα λέγαμε δημιουργική ταυτότητα του. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο απ’ όλα σίγουρα είναι ότι στηρίζει τις ταινίες του σε γυναίκειους χαρακτήρες. Στο θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών μάλιστα έχει δύο από τις σταθερές και εξαιρετικές πρωταγωνίστριες και των προηγούμενων ταινιών του, την Αγγελική Παπούλια και τη Γιούλα Μπούνταλη, που στηρίζουν το υλικό του κάθε φορά με εξαιρετικό τρόπο.

Η πρώτη είναι μια τελείως αντισυμβατική αστυνομικός, έξω από τα φίλτρα κοινωνικής επιβολής ενώ η δεύτερη παίζει με τις σιωπές χτίζοντας μια προσωπική εσωτερική ένταση. Η επιλογή αυτή νομίζω πως μας δίνει τη δυνατότητα και ενός κριτικού σχολιασμού που κάλλιστα να μπορούσε να έχει ένα δυνατό κοινωνικό φίλτρο, το φύλο, όσο κι αν ο ίδιος ως σκηνοθέτης στηρίζεται περισσότερο στις ιστορίες και στα αλληγορικά στοιχεία τους παρά στην ανάλυση για το φύλο: Κακοποιητικές συμπεριφορές, ενδοοικογενειακή βία, λεκτικός σεξισμός, εκμετάλλευση και ψυχολογική καταπίεση είναι άλλωστε χαρακτηριστικά στοιχεία που υπομένουν αυτές οι γυναίκες στην προσπάθεια τους να φτάσουν στην δίκη τους έξοδο και ελευθερία.

Έτερο και αρκετά ενδιαφέρον στοιχείο η σταθερή ανάγκη του Τζουμέρκα να σχολιάσει το κοινωνικό πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας και μάλιστα μέσα από μια σκοτεινή και μυστηριακή ατμόσφαιρα που ξετυλίγει σιγά σιγά τα στοιχεία της ιστορίας του. Στο Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών αυτό συμβαίνει μέσα από τον μικρόκοσμο μιας επαρχιακής πόλης στη δυτική Ελλάδα. Ο Τζουμέρκας νιώθεις πως χτίζει μια ιστορία που μοιάζει να βγαίνει από το Fargo των Κοέν και όσο στηρίζει το μυστήριο μέσα από όνειρα και οράματικές αφηγήσεις θα έλεγες πως κρυφοκοιτάει και προς το σύμπαν του Λυντς.

Άνθρωποι κλειστοφοβικοί, με κρυμμένα μυστικά, με προσποίηση για όσα συμβαίνουν γύρω τους αλλά και στις ζωές τους, αντιδρούν άλλοτε με αδιαφορία και άλλοτε με μια επιθετικότητα – που τους κάνει να μοιάζουν με καρικατούρες – σε όσα τους ερεθίζουν καθώς νιώθουν χαμένοι, χωρίς όνειρα και προοπτικές για το μέλλον ζώντας σε μια πεζή «κανονικότητα» που δεν έχει θετικές ανατροπές. Στις μικρές κοινωνίες άλλωστε – όπως λέει και ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας με σαρκαστικό στόμφο –  όλοι βρίσκουν την θέση τους. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν τον κινηματογραφικό κόσμο ενός αρκετά ταλαντούχου δημιουργού.

Βέβαια το αστυνομικό θρίλερ που υπόσχεται η ταινία δεν έχει την απαιτούμενη αφηγηματική έκταση, λειτουργεί περισσότερο ως αφορμή καθώς ξεσπάει με αρκετή καθυστέρηση και φτάνει στην λύση του πριν καλά καλά καταλάβεις τι συμβαίνει. Κάτι που σου αφήνει την αίσθηση ότι απασχολεί τον σκηνοθέτη λιγότερο από το υπαρξιακό θρίλερ των δύο γυναικών (ίσως γιατί το εξυπηρετεί κιόλας).

Ίσως αυτή να είναι μια από τις προβληματικές επιλογές της ταινίας. Και επιπλέον ο ένας από τους δύο γυναικείους χαρακτήρες, της Αγγελικής Παπούλια, παρά το σωστό σεναριακό και ερμηνευτικό χτίσιμο μιας γυναίκας στην κορυφή της τοπικής αστυνομίας με τόσο αντισυμβατική συμπεριφορά (θυμωμένη, νευρωτική, αθυρόστομη, χωρίς να υπολογίζει τους άγραφους κανόνες που της επιβάλλονται από την κοινωνική και επαγγελματική θέση της) μοιάζει κάπως κωμική ως παρουσία με την ξανθιά μπούκλα και τα λαμέ, επιλογή που ομολογώ πως ενδυματολογικά δεν κατάλαβα πως λειτουργεί αφού δείχνει υπερβολική και αποπροσανατολιστική.

Εκείνο που σίγουρα μένει στο μυαλό του θεατή είναι κάποιες δυνατές σεκάνς που σίγουρα ο Τζουμέρκας έχει φροντίσει με ιδιαίτερη προσοχή. Σκηνές όπως οι όμορφες ονειρικές και οραματικές σκηνές που παραπέμπουν στο θρησκευτικό υπόβαθρο των ηρώων, το δείπνο των βασικών χαρακτήρων της ταινίας που ισορροπεί σε μια κλωστή μεταξύ προσχηματικής ευγένειας, χάβρας και λεκτικής βίας όπως και η σκηνή στην οποία η Ρίτα επισκέπτεται το σκυλάδικο που τραγουδάει ο αδερφός της και ερμηνεύουν μαζί ένα τραγούδι του Φοίβου για να καταλήξει όλο αυτό σε μια απρόβλεπτη φουλ επίθεση σε αυτόν τον ασφυκτικό μικρόκοσμο της επαρχίας.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα