Κινηματογράφος

Μια κυρία για αντισυμβατικούς ρόλους

Ήταν από τις ελάχιστες –αν όχι η μόνη – που πήρε ρίσκο να ξεπεράσει τα έμφυλα στερεότυπα της εποχής και να ενσαρκώσει μοναδικά χειραφετημένους γυναικείους χαρακτήρες

Λίνα Μυλωνάκη
μια-κυρία-για-αντισυμβατικούς-ρόλους-1066586
Λίνα Μυλωνάκη

Το ελληνικό σινεμά αποχαιρετά με συγκίνηση τη Μαίρη Χρονοπούλου.

Μια γυναίκα που υποδύθηκε –και έζησε –αντισυμβατικούς ρόλους.

Ανατρεπτική και δυναμική, η Μαίρη Χρονοπούλου ήταν από τις ελάχιστες –αν όχι η μόνη – κινηματογραφική σταρ που πήρε το ρίσκο να ξεπεράσει τα έμφυλα στερεότυπα της εποχής και να ενσαρκώσει μοναδικά χειραφετημένους γυναικείους χαρακτήρες. Χαρακτήρες πολύ μπροστά από την εποχή τους –και πολύ μακριά από τους επιβεβλημένους ρόλους των πατριαρχικών αντιλήψεων για το γυναικείο φύλο.

Σε δυο από τους πιο δημοφιλείς ρόλους της στα κινηματογραφικά μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη –Φλώρα στο «Γοργόνες και Μάγκες» (1967) και Έλενα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια» (1968), η Μαίρη Χρονοπούλου φέρνει στο φως μια διαφορετική εικόνα για τη γυναίκα στο ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του ’60. Υποδύεται τη χειραφετημένη μεγαλοαστή, η οποία αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και κερδίζει, σε τομείς που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ανδροκρατούμενοι, όπως η εργασία.

Δυναμική και χειραφετημένη

Η κυρία Απέργη «είναι γυναίκα του γλεντιού», που δεν υπολογίζει την κοινωνική κριτική.  Είναι δυναμική, έξυπνη, αποφασιστική και ανεξάρτητη. Η ηρωίδα δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε ρόλους φαινομενικά ασύμβατους για το φύλο της: Είναι μια επιτυχημένη επιχειρηματίας, που μάλιστα ηγείται μιας ομάδας υφισταμένων της ανδρών,  μια εικόνα καθόλα ξένη για την ελληνική παραδοσιακή νοοτροπία της εποχής.

Οι ρόλοι της απηχουν τις επαναστατικές αλλαγές της δεκαετίες του ’60 στις έμφυλες σχέσεις και προβάλλουν διεκδικήσεις για ίσα δικαιώματα των γυναικών σε όλους της τομείς της ζωής –επαγγελματικής, αλλά και οικογενειακής. Η κυρία Απέργη δεν λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις. Αντίθετα, διασκεδάζει με το να τις ανατρέπει για να εκπληρώσει τις προσωπικές της επιθυμίες. Η ηρωίδα μιλά με πάθος για όσα πρέπει να αλλάξουν στις σχέσεις των δύο φύλων και υπερασπίζεται τις προσωπικές της επιλογές  ως γυναίκα.

«Που λες λοιπόν, τη σήμερον ημέρα, οι καιροί αλλάξανε. Η γυναίκα απέκτησε δικαιώματα. Δεν είναι σαν τη γιαγιά μας, που καθότανε όλη μέρα στην κουζίνα της και έφτιαχνε το μουσακά και περίμενε να της φέρουνε το αρσενικό, όπως και να’τανε. Κουτσός, στραβός, ανάπηρος, όπως και να’τανε, να της πούνε “αυτός είναι, πάρτονε!”. Κι εκείνη έκανε μόκο και τον έπαιρνε και τον έτρωγε στη μάπα». Ο λόγος της ηρωίδας της είναι κοφτός, ειρωνικός, προκλητικός, σχεδόν φεμινιστικός. Και ταράζει, έστω και για λίγο, τα νερά των συντηρητικών κοινωνικών ηθών της εποχής.

Η αμηχανία των ανδρών απέναντι σε μια τέτοια γυναικεία συμπεριφορά είναι άμεση και κατηγορηματική. Όταν ως κυρία Απέργη η Χρονοπούλου τραγουδά «Του αγοριού απέναντι, πείτε του πως πεθαίνω», η ευθεία διεκδίκηση της ηρωίδας του άνδρα που αγαπά είναι μια πράξη αδιανόητη και προκλητική για τη μέση Ελληνίδα της εποχής εκείνης. Που φυσικά προκαλεί αντιδράσεις και εντός της ταινίας: «Πρώτη φορά μου τα ρίχνει μια γυναίκα! Έχετε αρχίσει να γίνεστε επικίνδυνες εσείς οι γυναίκες. Σε λίγο θα πρέπει να κυκλοφορούμε τα βράδια με συνοδεία για να μη μας πειράζετε!», αποφαίνεται ενοχλημένος ο Γιώργος (Φαίδων Γεωργίτσης), ο επίδοξος εραστής, που χάνει τη συμβολική του εξουσία στο ερωτικό παιχνίδι.

Αυτοδημιούργητη, δραστήρια και ριψοκίνδυνη είναι και η μαντάμ Φλώρα στις «Γοργόνες και Μάγκες». Πλούσια και πολυπράγμων, ιδιοκτήτρια ενός νυχτερινού κέντρου και τριών κλαμπ στις πιο τουριστικές πριοχές της χώρας (Ύδρα, Σπέτσες και Μύκονος), η Φλώρα θέλει να επεκταθεί και στις κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις, αγοράζοντας γη σε ένα ελληνικό νησί με σκοπό να την αξιοποιήσει τουριστικά. Τολμηρή, αποφασιστική και ευέλικτη στις επαγγελματικές της κινήσεις, υιοθετεί ανδρικούς τρόπους συμπεριφοράς και μεταμορφώνεται σε γυναίκα της νύχτας, μια «κυρία σκληρό καρύδι», που θέλει να γίνει κυρίαρχος του παιχνιδιού στις επιχειρήσεις.

Το τίμημα  

Βέβαια, ο ελληνικός κινηματογράφος γίνεται σκληρός με τις  δυναμικές και χειραφετημένες ηρωίδες του. Η κυρία Απέργη πληρώνει το τίμημα της απόκλισής της από τον κανόνα με την αποτυχία της να εκπληρώσει τις πραγματικές της επιθυμίες στην προσωπική της ζωή. Το διεκδικητικό, σχεδόν προκλητικό γυναικείο πρότυπο που ενσαρκώνει, δεν είναι αρκετό ώστε να της εξασφαλίσει την προσωπική ευτυχία. Είναι αναγκαίο να υπαναχωρήσει σε πιο παραδοσιακές, γυναικείες συμπεριφορές και να επανέλθει στα αποδεκτά όρια του φύλου της.  «Δεν μπορεί να τα έχει όλα κανείς στη ζωή… Χρήμα, έρωτα!», συμπεραίνει πικραμένη η ηρωίδα στο «Μια κυρία στα μπουζούκια», όπου το happy end της ταινίας δεν την αφορά.

Στις «Γοργόνες και μάγκες», η Φλώρα αναγκάζεται να υποκύψει στη μοίρα της γυναικείας της ταυτότητας. Η άνιση αναμέτρηση με τα εφοπλιστικά κεφάλαια, αλλά και ο έρωτας για έναν άνδρα της ίδιας οικονομικής επιφάνειας, την υποχρεώνουν να αναδιπλωθεί και να υποχωρήσει από τις αρχικές της διεκδικήσεις. Η Φλώρα χάνει τη μάχη στον επαγγελματικό στίβο «λόγω υπερτέρων δυνάμεων του εχθρού», ωστόσο κερδίζει στην αγάπη –υποκύπτοντας στις παραδοσιακές θέσεις των σεναρίων για τη γυναίκα.

Η Χρονοπούλου κατάφερε να διατηρήσει τη στόφα της απαστράπτουσας κινηματογραφικής σταρ, ακόμη και τσαλακώνοντας την εικόνα της. Διέθετε το ταλέντο και το αισθητήριο να «μπαινοβγαίνει» με ιδιαίτερη ευκολία σε δύσκολους ρόλους και να δοκιμάζεται επιτυχημένα σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη. Γι’ αυτό και πέτυχε να παραμείνει εξίσου δημοφιλής τόσο στα κινηματογραφικά μιούζικαλ όσο και στα μελοδράματα, όπου έπαιξε κυρίως το ρόλο της μοιραίας γυναίκας («Τα κόκκινα φανάρια», «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», «Οι Αδίστακτοι», «Κοινωνία ώρα μηδέν», «Το παρελθόν μιας γυναίκας», «Ορατότης μηδέν» κ.ά.).  Σε ηλικία μόλις 33 ετών, η Μαίρη Χρονοπούλου εμφανίστηκε με παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, στην ταινία «Δάκρυα για την Ηλέκτρα» (1966) του Γιάννη Δαλιανίδη, υποδυόμενη τη μάνα της της Ζωής Λάσκαρη. Στο «Φόβο» (1966) του Κώστα Μανουσάκη έπαιξε επίσης τη μάνα του –συνομήλικού της – Ανέστη Βλάχου και της Έλλης Φωτίου. Παρ’ όλο που ο ρόλος ήταν και πάλι έξω από τα συνηθισμένα –η Χρονοπούλου υποδυόταν τη δεύτερη, καταπιεσμένη σύζυγο ενός τσιφλικά, η ίδια ήταν κατηγορηματικά πιστή στις κινηματογραφικές της επιλογές. «Αν μου άρεσε εμένα ο ρόλος και το σενάριο, δεν κώλωνα σε ηλικίες. Αυτά τα κόμπλεξ και τις παραξενιές της άφηνα για άλλες πρωταγωνίστριες».

Εξαιρετικές και αντισυμβατικές παρέμειναν οι επιλογές της Μαίρης Χρονοπούλου και στο πέρασμά της στο νέο ελληνικό κινηματογράφο, με μεγάλες ερμηνείες στους «Κυνηγούς» (1977)  και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, καθώς και μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία στην ταινία «Τα παιδιά της χελιδόνας» του Κώστα Βρεττάκου, που της έφερε την αναγνώριση των κριτικών και το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Γ. Σολδάτος. Ελληνικός κινηματογράφος: Ένας αιώνας (Α’ και Β’ Τόμος». Αθήνα:  Κοχλίας –Αιγόκερως, 2001.
  • Α. Μυλωνάκη. «Δουλειές με φούντες!»: Η ιστορία της επιχειρηματικότητας μέσα από τον ελληνικό δημοφιλή κινηματογράφο. Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2008.
  • Α. Μυλωνάκη. Από τις αυλές στα σαλόνια. Εικόνες του αστικού χώρου στον ελληνικό δημοφιλή κινηματογράφο (1950-1970). Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2012.
  • Μ. Δελαπόρτας. Τα backstage του ελληνικού σινεμά. Αθήνα: Άγκυρα, 2022.

*Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Finos Films.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα