Μια ζωή μέσα στο σινεμά: Ο 95χρονος Δημήτρης Βαμβακάς είναι ο δικός μας Αλφρέντο του Cine Paradiso

Ο πρώτος κινηματογράφος έγινε από τον παππού του το 1928 και σήμερα συνεχίζει ως το θρυλικό Cine Rex της Σάμου

Χάρης Δημαράς
μια-ζωή-μέσα-στο-σινεμά-ο-95χρονος-δημήτ-1360423
Χάρης Δημαράς

Κληροδοτείται η αγάπη για το σινεμά;

Στην περίπτωση της οικογένειας Βαμβακά, αυτό επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.

Ο 95χρονος σήμερα Δημήτρης Βαμβακάς, που «παρέλαβε» το πρώτο σινεμά που έγινε στο νησί της Σάμου το 1928 από τον παππού του, έζησε μια ζωή μέσα στη μεγάλη οθόνη ως μηχανικός προβολής του κινηματογράφου  και σήμερα μπορεί να είναι υπερήφανος, διότι τα εγγόνια του, Μανώλης και Δημήτρης, θα συνεχίσουν παραλαμβάνοντας με τη σειρά τους από το θείο τους, Ορέστη, μια μεγάλη κινηματογραφική παράδοση στο νησί.

Αυτό κι αν είναι σενάριο ταινίας, που θα το ζήλευε και ο Τζουζέπε Τορνατόρε, σκηνοθέτης του θρυλικού Cine Paradiso. 

Ναι, αυτό σκέφτηκα όταν είδα τον κύριο Δημήτρη. Τον Αλφρέντο της σπουδαίας ιταλικής ταινίας. Κι όταν ο εγγονός του, Δημήτρης τον παρομοίασε με το ρόλο που ενσάρκωσε ο Φιλίπ Νουαρέ, ο τίτλος του κειμένου είχε «βγει» οριστικά.

Αλφρέντο Σινέ Παράδεισος

Η αγάπη για το σινεμά μεταλαμπαδεύτηκε από γενιά σε γενιά, ώστε το ξακουστό Cine Rex, το οποίο βρίσκεται στους Μυτηληνιούς της Σάμου, να κρατά γερά.

Ο κύριος Δημήτρης που πηγαίνει κάθε μέρα στο σινεμά για να ποτίζει τους βασιλικούς που έχει τοποθετήσει ανάμεσα στα καθίσματα, πάνω σε τραπεζάκια, αλλά και να φροντίζει τα ζαρζαβατικά στον κήπο δίπλα στο σινεμά, αφηγείται στην Parallaxi την ιστορία του.

Μαζί του ο γιος του Ορέστης, και τα εγγόνια του.

Ξετυλίγουν το φιλμ της ζωής του.

Σάμος

Κύριε Δημήτρη, θέλετε να μου εξιστορήσετε την ιστορία του σινεμά;

«Ο παππούς μου είχε ένα μεγάλο καφενείο στην κεντρική πλατεία του χωριού, των Μυτηλινιών.  Από το 1928 περίπου άρχισε εκεί τον κινηματογράφο παράλληλα, βέβαια ήταν υποτυπώδη τα πράγματα, δεν υπήρχαν άδειες χειριστή. Επί βωβού κινηματογράφου, τότε, το φιλμ ήταν εύφλεκτο. Κόβοντας την ταινία και περνώντας την από τη μηχανή, περνούν 24 εκράν στο δευτερόλεπτο. Έχει πολλά γαντζάκια, κι αν κόβονταν, έπιανε φωτιά αμέσως. Ήταν σαν… μπαρούτι. Αργότερα, πήρε άνθρωπο που το χειριζόταν. Επί Μεταξά βγήκε ο νόμος ότι έπρεπε να υπάρχει ειδικός χειριστής και πήγε ένας θείος, αδερφός του πατέρα μου, στο Υπουργείο, πήρε το χαρτί. Με τον πόλεμο ήρθαν οι Ιταλοί, εκεί σταμάτησε ο κινηματογράφος, έκαναν επίταξη στο κτίριο και το έκαναν αποθήκη.

Είχαμε κάνει πόρτα στον τοίχο και επικοινωνούσαν τα τρία μαγαζιά, ήταν συνδεδεμένα, δύο καφενεία και ο κινηματογράφος.

Μετά την κατοχή αρχίσαμε να το διοργανώνουμε πάλι στο καφενείο προβολές.

Ο κινηματογράφος τότε είχε πηγάδι για να παίρνουμε νερό. Ο χειμερινός κινηματογράφος χτίστηκε το 1930 και λεγόταν ‘Άρης’.  Εγώ ακολούθησα το επάγγελμα του παππού μου στο καφενείο και εντωμεταξύ υπήρχε ένας νόμος που έλεγε ότι όταν οι κάτοικοι του χωριού ήταν κάτω από 4.000 και δεν υπήρχε επαγγελματίας χειριστής, μπορούσες να βγάλεις δίπλωμα και να παίζεις για την ψυχαγωγία του κόσμου του χωριού, κάθε Τετάρτη, Σάββατο, Κυριακή και.. εορταί».

Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τον θερινό

«Τα καλοκαίρια άρχισε να τσιμπάει ο τουρισμός. Απασχολήθηκα κι εγώ με τον κινηματογράφο, το 1969 αγόρασα αυτό το οικόπεδο όπου σήμερα είναι ο θερινός και το ξεκινήσαμε με καρέκλες και τίποτε άλλο. Τότε έπαιρνε 430 καθίσματα.

Το ξεκίνησα ως χειριστής στην σχολή Σταυράκου, πήγα στην Αθήνα,  έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Διάβασα ένα βιβλίο για τον κινηματογράφο, τα ήξερα απ’ έξω και ανακατωτά και μάλιστα αγόρασα με 100.000 δραχμές μία μηχανή Fedi.

Σάμος

Πέρασα πολλά χρόνια με αυτή τη μηχανή, αυτή δούλευε με κάρβουνο.  Την είχαμε σε μια καμπίνα 2Χ2, πάνω απέναντι από την οθόνη. Δεν υπήρχαν οι προτζέκτορες τότε. Δεν φεύγαμε ποτέ από την καμπίνα, από εκεί γινόταν όλη η δουλειά. Για να παίξει η ταινία ενωνόταν σε μια κανονική απόσταση το αρνητικό με το θετικό, αλλά δεν μπορούσες να φύγεις, έπρεπε να ελέγχεις και να ρίχνεις το κάρβουνο, γιατί αυτό έδινε την τροφοδοσία και αν έσβηνε, τότε σταματούσε η ταινία, δεν έδινε το φως και δεν έπαιζε τίποτα στην οθόνη, οπότε ο κόσμος γιούχαρε! Μετά που βάλαμε τη λυχνία δε χρειαζόταν το κάρβουνο και μπορούσαμε και κι εμείς να κατέβουμε κάτω».

Μετά βέβαια άλλαξα μηχανή, τώρα ο γιος μου ο Ορέστης που ανέλαβε τον κινηματογράφο λειτουργεί με την τελευταία τεχνολογία». 

Ο «έλεγχος» της χούντας

Στη σπουδαία ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε «Σινέ ο Παράδεισος», την οποία αναφέραμε και πριν,  ο Αλφρέντο, ως χειριστής του σινεμά στο μικρό χωριό της Σικελίας, αναγκαζόταν να κόβει τα σημεία της ταινίας όπου είχε φιλιά του πρωταγωνιστή με την πρωταγωνίστρια, αφού δεν περνούσε από την παπική λογοκρισία.

Συνέβαινε κάτι αντίστοιχο άραγε και στην περίπτωση του κυρίου Δημήτρη, στο σινεμά Rex στη Σάμο;

«Ερχόταν η Αστυνομία ναι, ειδικά επί χούντας μας παρακολουθούσαν αρκετά για να δουν τι παίζουμε. Προσωπικά δεν έχει τύχει να κόψω κάποια κομμάτια από την ταινία, αλλά γνωρίζω ότι γινόταν. Η Αστυνομία ερχόταν και ήλεγχε την ταινία, για να δει αν ήταν καλή για το κοινό και βάζανε και ταμπέλες αν είναι κατάλληλο για άτομα πάνω των 13 ετών ή πάνω των 18. Αυτοί ήταν οι διαχωρισμοί.

Εμείς παίζαμε συνήθως ταινίες για την οικογένεια, είχαμε πάντα ελληνικές ταινίες. Ο κόσμος ήθελε να βλέπει για να ψυχαγωγείται, ήταν η διασκέδασή του, μετά από πολλές ώρες στα χωράφια, οι περισσότεροι ήταν γεωργοί και ήθελε να χαλαρώσει», μου λέει ο κ. Δημήτρης.

Το πρόβλημα με τα γράμματα και ο τιτλαδόρος

Πριν βρεθεί ο τρόπος οι υπότιτλοι να τυπώνονται πάνω στο φιλμ, υπήρχε το επάγγελμα του «τιτλαδόρου». Ήταν ο άνθρωπος που καθόταν δίπλα στην καμπίνα του χειριστή και έριχνε τους τίτλους έναν έναν.

«Το ξέρετε το ανέκδοτο: Όταν ξεχνιόταν, το κοινό από κάτω φώναζε «Χασάπη, γράμματα!» Πήγαν δύο χασάπηδες σε σινεμά στην Αθήνα, έγινε αυτό και κοιτιόντουσαν μεταξύ τους!.

Το φιλμ η εικόνα ήταν μόνο. Πώς θα διάβαζαν στις ξένες ταινίες; Έρχονταν ξεχωριστά το φιλμάκι που είχε γραμμένα τα γράμματα και φωτιζόταν ξεχωριστά, την ώρα που έπαιζε η ταινία. Έπρεπε να είσαι… αϊτός για να το κάνεις, καθόταν έξω από την καμπίνα και τράβαγε με το χέρι ώστε να πέφτουν τα γράμματα πάνω στην κατάλληλη σκηνή. Αυτό άλλαξε όμως μετά τον πόλεμο, τη δεκαετία του ΄50, όταν και τα γράμματα τυπώνονταν πάνω στο φιλμ της ταινίας. Αργότερα με τις πιο εξελιγμένες μηχανές, θυμάμαι καμιά φορά θόλωναν τα γράμματα  και έτρεχα γρήγορα πάνω για να το διορθώσω». 

Σάμος

«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το σινεμά»

Ο κινηματογράφος πέρασε από διάφορες φάσεις, είχε τα πάνω του και τα κάτω του, αλλά για τον κύριο Δημήτρη είναι όλη του η ζωή. «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το σινεμά. Είμαι 95 ετών και έρχομαι κάθε μέρα, ποτίζω τον κήπο που έχω κάνει δίπλα ακριβώς, με τα ζαρζαβατικά, αποφασίσαμε με το γιο μου τον Ορέστη και βάλαμε δέντρα, τραπεζάκια και βασιλικό σε κάθε τραπεζάκι ανά 4-5 άτομα, μειώσαμε τον αριθμό των θέσεων στις 230, αλλά δεν μας πειράζει, θέλουμε ο κόσμος που έρχεται να το ευχαριστιέται. Όλα αυτά τα χρόνια έχουν έρθει πολλοί άνθρωποι εδώ, ο Σωτήρης ο Δανέζης που είναι από τη Σάμο, έρχονται ξένοι και μας στέλνουν μηνύματα όπως μου λένε τα εγγόνια μου από την Ολλανδία και τη Γερμανία και ρωτάνε για το σινεμά.

Σάμος

Πριν από 7 χρόνια ήρθε ένας Κούρδος, κάτοικος Λονδίνου, o Ali Manaz και του άρεσε πολύ ο κινηματογράφος. Τράβηξε ένα φιλμάκι 25 λεπτά «For the love of cinema» για την οικογένειά μας και το σινεμά Rex.

Δείτε το 

«Παλιότερα από το σινεμά είχαν περάσει γνωστοί ηθοποιοί όπως ο Καλογήρου, ο Βουτσάς που θυμάμαι μου έλεγε κάτσε να πιούμε ένα ούζο στις 10.30 το πρωί, ωραίος τύπος.

Η ταινία που θυμάμαι ότι είχε κόψει τα περισσότερα εισιτήρια ήταν η Ξεριζωμένη γενιά με το Νίκο Ξανθόπουλο. Είχε κόψει 1.750 εισιτήρια! Μάλλον ήθελε να κλάψει ο κόσμος!

Μετά έβαλα τη Βίβλο και έκοψε μόνο 800 και έλεγα κοίτα να δεις…

Χαμός είχε γίνει και με το Μάμμα Μία, που το βάζαμε δύο φορές στο ίδιο βράδυ.

Η δική μου αγαπημένη ταινία είναι το ‘Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι. Μου θύμιζε τα  παιδικά μου χρόνια, όταν ήταν εδώ οι Ιταλοί. Ήταν πιο πονόψυχοι από τους Γερμανούς, οι οποίοι ήταν πολύ σκληροί, στον τελευταίο χρόνο της Κατοχής».

«Έπαιξα για δύο άτομα»

Ο κύριος Δημήτρης πιστεύει ότι ο κινηματογράφος είναι πολιτισμός. «Για μένα είναι κάτι σημαντικό. Δεν με νοιάζουν τα χρήματα. Υπήρξαν περίοδοι και μέρες που δεν έβγαιναν λεφτά. Παίξαμε μια φορά για 2 άτομα. Είχε φέρει τα παιδιά τους ένας πατέρας από το Καρλόβασι. Δεν γίνεται να μην παίξεις και να τους διώξεις, γιατί ξέρεις ότι ήρθαν από μακριά γι΄αυτό. 

Το χειμώνα παίζουμε για μαθητές και μαθήτριες, έρχονται από τα σχολεία. Τα παιδιά πρέπει να μάθουν και ο κινηματογράφος είναι ένα εργαλείο». 

Φέτος όμως πώς πάνε τα πράγματα;

«Φέτος η χρονιά δεν είναι καλή. Δεν έχει πολλούς τουρίστες το νησί, έχει πολλούς Τούρκους, οι οποίοι μπορεί να μην επιλέγουν το σινεμά, γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν λόγω γλώσσας. Εμείς βέβαια συνεχίζουμε. Δεν γίνεται όλες οι ταινίες να δουλεύουν. Τους λέω: Βάλτε ταινίες για γυναίκες! Οι άνδρες θα δουν ποδόσφαιρο, περισσότερες γυναίκες θα έρθουν! (γέλια)».

Το μουσείο, τα σουβλάκια και οι λουκουμάδες

Ο κ. Βαμβακάς εκτός του Ορέστη έχει και την γυναίκα του, Κατίνα, που επί δεκαετίες είναι μαζί του, φτιάχνοντας επί πολλά χρόνια τους ωραιότερους λουκουμάδες που έδιναν στους θεατές μετά την προβολή της ταινίας. Επίσης κανείς μπορεί να βρει σουβλάκια, κεμπάπ, πίτσες, αλλά και γλυκάκι του κουταλιού μετά. Ο πολιτισμός ανοίγει και την… όρεξη!

Σάμος

Σε ένα σημείο του σινεμά πάντως έχει δημιουργηθεί και ένα μικρό μουσείο, όπου βρίσκονται δύο παλιές μηχανές – αντίκες (μία από τις παλιές βρίσκεται στο χειμερινό).

Οπότε οι θεατές αν θέλουν παίρνουν και μία γεύση από την ιστορία του κινηματογράφου, στην εποχή του ΑΙ και «του δεν καταλαβαίνω τι είναι αληθινό και τι ψευδές».

Και φυσικά… η νέα γενιά το μέλλον είναι εδώ!

Το σινεμά δεν πρόκειται να εξαφανιστεί, οι άξιοι διάδοχοι, Μανώλης και Δημήτρης Κωνσταντινίδης, οι δύο εγγονοί (από την κόρη του κυρίου Δημήτρη) είναι έτοιμοι να αναλάβουν τα ηνία όταν ο θείος τους, Ορέστης, συνταξιοδοτηθεί.

«Μεγάλωσα στην καμπίνα με τον πατέρα μου»

Ο Ορέστης Βαμβακάς είναι σήμερα 65 ετών. «Σπούδασα προγραμματιστής το ’86, πήγα μετά στη Γερμανία, γύρισα εδώ. Μεγάλωσα μέσα στην καμπίνα μαζί με τον πατέρα μου, μέσα στο σινεμά και βοηθούσα. Το έχω δουλέψει κι εγώ με το κάρβουνο, δεν είχε βγει ο ψηφιακός προτζέκτορας τότε, ούτε το dolby sigital.  Έπρεπε να κοιτάζεις έξω στην αίθουσα για να μη σβήσει το κάρβουνο, γιατί σκοτείνιαζε η οθόνη. Μιλάμε βέβαια για ένα ειδικό γαλλικό κάρβουνο, όχι το κλασικό ξυλοκάρβουνο. Αν απομακρυνόταν το ένα από το άλλο, έσβηνε», θυμάται.

Συνεχίζει:

«Ο κινηματογράφος μας είναι ο μοναδικός που λειτουργεί στο χωριό και έρχονται από όλο το νησί για να δουν ταινίες. Υπάρχει ένας ακόμη στην πρωτεύουσα. Έχουμε καλά μηχανήματα. Υπάρχει βέβαια και ο χειμερινός, με καλά μηχανήματα και 120 καθίσματα, με εξώστη.

Ο πατέρας μου δεν έχει λείψει ούτε μία μέρα από το σινεμά. Έχει και τον κήπο του, δίπλα ποτίζει τα ζαρζαβατικά του. Είναι ένας θρύλος ανεξάντλητος, του δίνει ζωή το σινεμά, είναι 65 χρόνια μέσα. Εγώ είμαι από το 2000».

Ποια ταινία έχει μείνει χαραγμένη στον Ορέστη;

«Εγώ θυμάμαι τον ‘Άνθρωπο του Θεού’, για τη ζωή του Άγιου Νεκτάριου. 26 μέρες το παίζαμε και ήμασταν κάθε βράδυ γεμάτοι. Και φυσικά το Μάμμα Μία στο οποίο είχαμε κάθε μέρα δυο προβολές.  Αρχίζαμε στις 9 το βράδυ και τελειώναμε στις 2 μετά τα μεσάνυχτα. Η μητέρα μου έφτιαχνε τους λουκουμάδες και ένα γλυκό του κουταλιού, κεράσι ή κυδώνι».

Σάμος

«Τσακωνόμασταν ποιος θα γυρίσει τη ροδέλα»

Τα εγγόνια του κυρ Δημήτρη, ο Μανώλης και ο Δημήτρης θα αναλάβουν σε λίγα χρόνια, όταν συνταξιοδοτηθεί ο θείος, τα σινεμά, γιατί η αγάπη αυτή είναι… μεταδοτική.

Ο 28χρονος εγγονός, Μανώλης Κωνσταντινίδης θυμάται: «Τα καλοκαίρια τα περνούσαμε ολόκληρα με τον παππού και τη γιαγιά στον κινηματογράφο και μας άρεσε πολύ. Βλέπαμε 2 και 3 φορές την κάθε ταινία. Όταν παίζαμε το Μάμμα Μία και γινόταν χαμός, ο κόσμος ερχόταν και δεν χωρούσε να μπει. Περίμεναν τη δεύτερη προβολή.  Ακόμη μας στέλνουν μηνύματα από το εξωτερικό αν υπάρχουν οι λουκουμάδες! 

Μετά τις προβολές πηγαίναμε και μαζεύαμε τα μαξιλάρια και τα σκουπίδια. Και καμιά φορά τσακωνόμασταν με τον αδερφό μου ποιος θα γυρίσει τη ροδέλα για να είναι έτοιμη η ταινία για την επόμενη μέρα. 

Μαθαίνω κι εγώ τη δουλειά και ο Δημήτρης. Θα το συνεχίσουμε, γιατί αγαπάμε το σινεμά. Και τα δέντρα τους βασιλικούς…». 

«Ο παππούς μας είναι ο δικός μας Αλφρέντο»

Ο μικρότερος εγγονός, Δημήτρης Κωνσταντινίδης θυμάται:

«Οι αναμνήσεις μου από τον κινηματογράφο ξεκινούν από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.

Για εμάς, σινεμά δεν ήταν η προβολή, ήταν όλα όσα συνέβαιναν στο αποκαλούμενο backstage. Μαζευόμασταν από νωρίς και, υπό τις οδηγίες του παππού μας, ποτίζαμε τους βασιλικούς, ίσιωνε ο καθένας μας τις καρέκλες και ελέγχαμε οποιαδήποτε μικρή ατέλεια θα μπορούσε να υπάρχει μέχρι να έρθει ο κόσμος.

Μετά, ακολουθούσαμε τον παππού μας μέσα στο «εργαστήρι» του, ώστε να φτιάξει την ταινία. Έπιανε το φιλμ με προσοχή, ένωνε τις μπομπίνες και έφτιαχνε την ταινία κομμάτι-κομμάτι, με υπομονή και ακρίβεια.

Όταν ολοκληρώναμε όλες τις προεργασίες, καθόμασταν έξω, στο τραπεζάκι που βρισκόταν λίγο πίσω από την είσοδο του κινηματογράφου.

Παίρναμε από ένα αναψυκτικό, ο παππούς έβαζε τη σούμα του και ξεκινούσαν οι συζητήσεις. Κι όταν άρχιζε να έρχεται ο κόσμος, ο καθένας αναλάμβανε από ένα κομμάτι, ώστε να εξυπηρετηθούν όλοι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πάντα με γνώμονα το χαμόγελο.

Σάμος

Μόλις έσβηναν τα φώτα και μέχρι η γιαγιά να ξεκινήσει να φτιάχνει τους λουκουμάδες (που δίναμε σε κάθε πελάτη δωρεάν) ήταν η ώρα για το δεύτερο αναψυκτικό μας και τη δεύτερη σούμα του παππού.

Αυτό συνέβαινε λοιπόν κάθε μέρα, και πάντα το κάναμε με την ίδια αγάπη και την ίδια διάθεση.

Αξίζει, θεωρώ, να σημειωθεί ότι πριν λίγα χρόνια (και αφού το αναψυκτικό αντικαταστάθηκε με σούμα και για εμάς), χρειάστηκε να αποσύρουμε τους παλιούς προβολείς και να βάλουμε νέους ψηφιακούς.

Όταν είχε έρθει ο τεχνικός να τους εγκαταστήσει, είδα στα μάτια του παππού μου μια στεναχώρια. Ξέρετε πώς είναι όταν βλέπεις τα μάτια ενός μικρού παιδιού τη στιγμή που του παίρνουν το αγαπημένο του παιχνίδι; Αυτό ακριβώς είδα.

Όμως αυτό που για εμένα έγινε μάθημα ζωής, ήταν η επιμονή του να προσπαθήσει να μάθει ακόμη και τότε. Χωρίς να ξέρει αγγλικά, χωρίς να έχει λειτουργήσει ποτέ στη ζωή του υπολογιστή. Ήταν εκεί, άκουγε, ρωτούσε τον τεχνικό πράγματα, προσπαθούσε. Μέχρι σήμερα πιστεύω ότι η παρουσία του εκεί είναι για να μας δώσει ένα μάθημα: πως ποτέ δεν πρέπει να τα παρατάμε».

Και ολοκληρώνει:

«Για εμάς, κινηματογράφος λοιπόν δεν ήταν ποτέ οι κινούμενες εικόνες στην οθόνη, για εμάς ήταν μια καθημερινή γιορτή που έφερνε πιο κοντά όλα τα μέλη της οικογένειάς μας. Και αν μου επιτρέπεται και ένα σχόλιο για όσους έχουν δει την ταινία CINEMA PARADISO, ο παππούς μας ήταν ο δικός μας Αλφρέντο. Η γιαγιά μας, η αρχόντισσα του φουαγιέ. Και το σινεμά μας, το δικό μας Paradiso».

Σάμος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα