Λογοκρισία: Μικρή ιστορία για ένα μεγάλο ψαλίδι

Η ιστορία της λογοκρισίας στο σινεμά

Parallaxi
λογοκρισία-μικρή-ιστορία-για-ένα-μεγά-30462
Parallaxi
the-blacklist.jpg

“Καμιά ταινία δεν πρέπει να υποβιβάζει τις αρχές και τις αξίες του κοινού. Έτσι η συμπάθεια των θεατών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ωθείται υπέρ του εγκλήματος, της αμαρτίας και των κακώς κείμενων”.

“Προφυλάσσεται η ιερότης του γάμου και της οικογένειας”.

“Απαγορεύονται οι εξωσυζυγικές, διαφυλετικές, ομοφυλοφιλικές και οποιασδήποτε μορφής σεξουαλικές σχέσεις”.

“Απαγορεύεται να αναφέρονται οι λέξεις: Θεός, Χριστός, Ιησούς επί ματαίω, παρθένα, ερωμένη, πόρνη, έγκυος, κότσια και πάσης φύσεως βρισιά”.

“Απαγορεύονται τα εις μάκρος φιλιά, τα περιπαθή αγκαλιάσματα, οι χειρονομίες και οποιαδήποτε αναφορά στην υγιεινή και την προφύλαξη στο σεξ”.

Έτσι άρχισαν όλα…

“Όχι, δεν θα πας σινεμά για να δεις αυτήν την πρόστυχη” ούρλιαξε ο εκνευρισμένος πατέρας και πέταξε αηδιασµένος την εφηµερίδα του. Πρωτοσέλιδο, ο γάµος της Μαίρης Πίκφορντ µε τον εραστή της Ντάγκλας Φαίρµπανκς πριν καλά καλά γίνει γνωστό το διαζύγιο της.

Αυτή ήταν µόνο η αρχή σ’ έναν µεγάλο αριθµό σκανδάλων. “Sex, drugs and murder” κατέστρεφαν καριέρες σε µια νύχτα. Και τώρα που τα πρότυπα της ευτυχισμένης αµερικάνικης οικογένειας καταρρέουν, πως θα στηρίξουµε τα ήθη και τις αξίες αναρωτιούνται έντροµοι οι ηθικολόγοι της εποχής. Από την άλλη οι παραγωγοί πανικόβλητοι τρέµουν µπροστά στην οικονοµική κατάρρευση που τους απειλεί από το µποϋκοτάζ και την αυθαίρετη λογοκρισία που επιβάλλει η κάθε πολιτεία ανάλογα µε την νοµοθεσία της.

Στα 1920 ο κινηµατογράφος ως µορφή τέχνης ευρείας λαϊκής κατανάλωσης ταλαντεύεται ανάµεσα στην διδακτική του ταυτότητα ως φορέας προτύπων ηθικής της µεσαίας τάξης και στην καλλιτεχνική του, ως έκφραση του οράµατος συγκεκριµένων δηµιουργών. “Κάτι πρέπει να κάνουµε. Έστω για να ρίξουµε στάχτη στα µάτια των συντηρητικών” αναφωνεί ο κύριος Γουώρνερ και ρίχνει τον φάκελο στο τραπέζι της έκτακτης συνεδρίασης των “Δέκα”, τον Δεκέµβριο του 1921. Γουίλιαµ Χέηζ: πρώην δικαστικός, πρόεδρος του Εθνικού Ρεπουµπλικανικού γραφείου επί προεδρίας Χάρντινγκ και πολύ κρύος για να µπλεχτεί σε σκάνδαλα. Ιδανικός.

“Παιδιά βρήκαμε τον άνθρωπο µας. Διορίστε τον πρόεδρο της MPPDA (Ένωση παραγωγών και διανομέων ταινιών) και αναθέστε του την σύνταξη του καταραμένου κώδικα”.

Ο Γουίλ πήρε πολύ πατριωτικά την δουλειά του, ίσως να πίστευε πως εκτελούσε θείο έργο. Ο Κινηµατογραφικός Κώδικας Παραγωγής ή Κώδικας Χέηζ ολοκληρώνεται το ’29 και αρχίζει να υφίσταται κάπως ελαστικά από το 1930. Παρά ταύτα “το κορίτσι που ικανοποίησε περισσότερους πελάτες από τα τσιγάρα Chesterfield” όπως αποκαλούσαν την πληθωρική Μέη Γουέστ, εξακολουθεί να προκαλεί και ταινίες όπως ο “Μικρός Καίσαρ” (1931, Μέρδιν Λερόυ), ”Ο Σηµαδεµένος” (1932, Χάουαρντ Χωκς) ή και τα “Κορίτσια της πόλης” (1932, Κιούκορ) ρίχνουν λάδι στην φωτιά. Ειδικά στον “Σηµαδεµένο” που είχε αρχικό τίτλο ‘Ή ντροπή του έθνους” προστέθηκε µία σκηνή από άλλο σκηνοθέτη για να απαλύνει την αντίδραση της λογοκρισίας.

“Η βρωμιά είναι επικερδής, είτε αυτή προέρχεται από το εμπόριο του οπίου, της κοκαΐνης, τις πόρνες ή τον κινηματογράφο” κραυγάζει ο ιησουίτης ιερωμένος Λορντ και ξεσηκώνει τους συντηρητικούς.

Μαζί µε τον µεγιστάνα του τύπου και παραγωγό ταινιών Γουίλιαµ Ράντολφ Χηρστ και τον καθολικό εφηµεριδάρχη Μάρτιν Κουίγκλι ζητούν την αυστηρή επιβολή της αυτολογοκρισίας στο Χόλυγουντ. Είναι η περίοδος της Οικονοµικής κρίσης και της Τζαζ, ενώ η ποτοαπαγόρευση ισχύει ακόµα (1919 – 1933). Είναι τότε που εµφανίζεται και η λεγόµενη “Λεγεώνα τιµής” (“Legion of decency”) ιδρυµένη από καθολικούς ιερείς και πολίτες, που αποκτά δύναµη πάνω στην παραγωγή ταινιών. Τον lούλιο του 1934, το Χόλυγουντ έκλεισε οριστικά τις πόρτες του σε οτιδήποτε ειλικρινές και πηγαίο που ουσιαστικά απεικόνιζε την καθηµερινή πραγµατικότητα. Ο κώδικας Χέηζ ή Μπρην (από τον Τζόζεφ Μπρην, διευθυντή του γραφείου Χέηζ) θεωρείται τώρα το απόλυτο στάνταρντ καλού γούστου.

Το δικτατορικό καθεστώς του κώδικα

“Καμιά ταινία δεν πρέπει να υποβιβάζει τις αρχές και τις αξίες του κοινού. Έτσι η συμπάθεια των θεατών δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ωθείται υπέρ του εγκλήματος, της αμαρτίας και των κακώς κείμενων”.

“Προφυλάσσεται η ιερότης του γάμου και της οικογένειας”.

“Απαγορεύονται οι εξωσυζυγικές, διαφυλετικές, ομοφυλοφιλικές και οποιασδήποτε μορφής σεξουαλικές σχέσεις”.

“Απαγορεύεται να αναφέρονται οι λέξεις: Θεός, Χριστός, Ιησούς επί ματαίω, παρθένα, ερωμένη, πόρνη, έγκυος, κότσια και πάσης φύσεως βρισιά”.

“Απαγορεύονται τα εις μάκρος φιλιά, τα περιπαθή αγκαλιάσματα, οι χειρονομίες και οποιαδήποτε αναφορά στην υγιεινή και την προφύλαξη στο σεξ”.

Αντίο ευτυχισµένοι γκάγκστερ, αντίο διπλά κρεβάτια, καληµέρα χωριστές κρεβατοκάµαρες.

Κάποιοι έπαιξαν “κλέφτες κι αστυνόµους” µε τον κώδικα. Προσπάθησαν να ξεγελάσουν τους ψαλιδοχέρηδες µε χιούµορ και εξυπνάδα. Ανάµεσα τους και ο μαιτρ Άλφρεντ Χίτσκοκ. Στα 1946, το “Notorious” βγαίνει στις αίθουσες. Στη σκιά της λογοκρισίας διαφηµίζεται ως το φιλµ µε “το µεγαλύτερο σε διάρκεια φιλί στην ιστορία της µεγάλης οθόνης”. Δυόµισι λεπτά πάθους ανάµεσα στον Κάρυ Γκραντ και την Ίνγκριντ Μπέργκµαν, “τεµαχίστηκαν” και κολλήθηκαν µε ατάκες, απαραίτητες να ικανοποιήσουν τον κώδικα που επέβαλε ανώτατο όριο σωµατικής επαφής τα 30 δευτερόλεπτα”.

Μερικοί ιστορικοί λένε ότι ο κώδικας χρησιµοποιήθηκε ως µέσο εξάλειψης πολιτικών διαφωνιών και πάταξης οποιασδήποτε προοδευτικότητας στα µεγάλα κοινωνικά θέµατα. Οι µεγάλες τράπεζες που χρηματοδοτούσαν την κινηµατογραφική βιοµηχανία απέκτησαν ένα µέσο για την διατήρηση του πολιτικού και πολιτισµικού κατεστηµένου. Τα µεγάλα στούντιο έλεγχαν πλέον πλήρως τους δηµιουργούς, από το σενάριο µέχρι την προσωπική τους ζωή. Οποιοσδήποτε παραγωγός προωθούσε ταινία χωρίς την σφραγίδα επικύρωσης του κώδικα θα πλήρωνε πρόστιµο 25.000 δολαρίων, ενώ τα συµβόλαια των καλλιτεχνών περιλάµβαναν όρους που αφορούσαν την ιδιωτική τους ζωή.

Οι δηµιουργοί και οι υποστηρικτές του κώδικα από την άλλη ισχυρίζονται ότι βοήθησαν έτσι τον κινηµατογράφο να αναπτυχθεί και ν’ ανθίσει, χωρίς να καταστραφεί το “υγιές” αµερικάνικο κοινό, ή να θιγεί η εµπορικότητα της βιοµηχανίας του σινεµά. Όλοι βέβαια ήξεραν ότι οι ηθικές παρεκτροπές και το έγκληµα αποτελούσε πάντα το βασικό υλικό πάνω στο οποίο πλέκονται οι πιο ενδιαφέροντες µύθοι. Σε τελική ανάλυση ο κώδικας αποτελεί παράδειγµα φαινοµένου που επιχείρησε να διαµορφώσει επακριβώς τα ήθη µιας ολόκληρης κουλτούρας. Η αλήθεια είναι ότι πολύ µικρή διαφορά υπάρχει ανάµεσα αξίες της αµερικάνικης πλειοψηφίας του 1934, από αυτό που αποκαλείται “Ηθική Πλειοψηφία”, πενήντα χρόνια µετά.

Η Ευρώπη εκδικείται

Στα 1915, το Ανώτατο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο κινηµατογράφος δεν υπόκειται στις συνταγµατικές ελευθερίες περί ελευθερίας του τύπου και του λόγου. “Το σινεµά είναι ένας νεωτερισµός που αφορά την ψυχαγωγία και δηµιουργήθηκε για καθαρά κερδοσκοπικούς σκοπούς”. Ο κανόνας αυτός ίσχυσε µέχρι το 1950. Χρειάστηκε ένα ξένο φιλµ “τέχνης” για ν’ αλλάξει η άποψη της αµερικάνικής κοινής γνώµης όσον αφορά τον κινηµατογράφο. Ήταν την χρονιά που προβλήθηκε στις αίθουσες της Νέας Υόρκης ένα τρίπτυχο µε τον τίτλο “Οι τρόποι του έρωτα”. Περιλάµβανε το “Μια µέρα στην εξοχή” (Ζαν Ρενουάρ, 1936) και “Το θαύµα” (Ροµπέρτο Ροσελίνι, 1948). Το φιλµ χαρακτηρίστηκε ιερόσυλο και πολλά τοπικά δικαστήρια το απαγόρευσαν. Ο πεισµατάρης διανοµέας του όµως, Τζόζεφ Μπέρστην έφτασε ως το ανώτατο δικαστήριο όπου και δικαιώθηκε. Από τότε πολλά έντεχνα φιλµ τέχνης προβλήθηκαν σε περιορισµένες αίθουσες χωρίς την σφραγίδα του κώδικα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις βέβαια η απαγόρευση ίσχυε. Το “Μαχαίρι στο νερό” (Ροµάν Πολάνσκι, 1962) και ”Η σιωπή” (Ίνγκµαρ Μπέργκµαν, 1963) χαρακτηρίστηκαν χυδαία, προσβλητικά και επικίνδυνα κοντά στην πορνογραφία και έµειναν έξω από τις αίθουσες.

Ο πόλεμος κατά της λογοκρισίας

Η διανοµή ξένων ταινιών έδωσε στο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει ένα σινεµά ευαίσθητο σε πολιτικά και υπαρξιακά ερωτήµατα. Η σεξουαλική συµπεριφορά αντιµετωπίζεται ως σηµαντικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης σε σενάρια που στην Αµερική δεν κατάφερναν καν να περάσουν την πόρτα του γραφείου Χέηζ. Επίσηµα όµως ο πόλεµος κατά της λογοκρισίας κηρύχτηκε µε την προβολή του “Γαλάζιο Φεγγάρι” (Ότο Πρέµινγκερ, 1953) χωρίς την έγκριση του κώδικα. Ουσιαστικά επρόκειτο για απλή κωµωδία καταστάσεων που απλώς περιείχε µερικές αθώες σκηνές κρεβατοκάμαρας και στην οποία ακούστηκαν δυο άτακτες λεξούλες, “ερωµένη” και “παρθένα”.

Ήταν όµως κάποια αρχή. Η επιτυχία της κατέρριψε τον µύθο της εµπορικότητας που ακολουθούσε τις “σφραγισµένες” ταινίες. Από το 1953 ο κώδικας γίνεται πιο ελαστικός, ως την ολοκληρωτική του κατάργηση το 1968. Οι ταινίες εκείνο το διάστηµα δεν είναι βέβαια ακριβώς απελευθερωµένες αλλά καταφέρνουν να προβάλλουν αιχµές χωρίς να προσβάλουν τα ήθη παίζοντας απλώς µε τις φόρµουλες της δεκαετίας του ’30. Μην ξεχνάτε και τα σκοτεινά χρόνια του Μακαρθισµού που σηµάδεψε την δεκαετία του ’50. Η ειρωνεία είναι ότι οι ίδιοι οικονοµικοί λόγοι που κατέστησαν αναγκαία την επιβολή του κώδικα, είναι η αιτία που 34 χρόνια µετά αποσύρεται οριστικά. Ότι µείωνε τα εισιτήρια στα ’30ς, “πουλούσε” στα ’60ς. Το µόνο είδος κινηµατογράφου που δεν άγγιξε ουσιαστικά ο κώδικας, αλλά κατά κάποιο τρόπο διαµόρφωσε την αισθητική του ήταν το φιλµ νουάρ. Με κύριο χαρακτηριστικό την απόκρυψη σε όλα τα επίπεδα, οδηγήθηκε στην δηµιουργία της femme fatale και στην υιοθέτηση µιας µοίρας τιµωρού που σφράγισε την πορεία του.

Έχει βαθµό “R”, έλα με τον κηδεμόνα σου

Στα ’30ς η Λεγεώνα τιµής καθιέρωσε ένα σύστηµα χαρακτηρισµών των ταινιών µε βάση την ευπρέπεια τους: Α-1 (πλήρως αποδεκτό) έως C (καταδικαστέο). Το 1966 ο Τζακ Βαλέντι ανέλαβε πρόεδρος της ΜΡΑΑ (όπως είχε µετονοµαστεί η MΡΡDA από το 1945 που ο Χέηζ παρέδωσε την προεδρία στον Έρικ Τζόνστον). Δυο χρόνια αργότερα εµφανίζεται το σύστηµα CARA (Certification and Rating Administration) που ισχύει ως σήµερα. “Αξιολογούµε ταινίες για τους γονείς της Αµερικής και οι περισσότεροι από αυτούς είναι θρησκευόµενοι άνθρωποι” λένε τα µέλη της επιτροπής Βαλέντι πού σηµειωτέον είναι παντελώς άσχετοι µε τα κινηµατογραφικά. Η κλίµακα περιλαµβάνει “G” για τις κατάλληλες, “Μ” για ενήλικες που µετονοµάζεται σε “GΡ” και αργότερα σε “ΡG” για κατάλληλες µε συγκατάθεση των γονέων. “R”: αν είσαι κάτω από 16, έλα µε τον κηδεµόνα σου και “Χ” που αντικαθίσταται αργότερα από το “ΝC – 17”: αν είσαι κάτω από 17, ξέχνα το.

Οι εκτός Αμερικής ψαλιδοχέρηδες

Οι Βρετανοί δύσκολα σοκάρονται και παραµένουν αυστηροί µόνο στις κυκλοφορίες του βίντεο. Οι Σκανδιναβοί στέκονται αµείλικτοι στα θέµατα που θίγουν την παιδική ηλικία. Οι Γάλλοι δεν µασάνε σχεδόν µε τίποτα αλλά ούτε και οι γείτονες lταλοί. Στην Ρωσία, η καθεστωτική αυστηρότητα έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στην lσπανία όλα επιτρέπονται µετά την πτώση του Φράνκο. Στην lαπωνία έχουν κάτι κολλήµατα µε τις εµφανίσεις του ανδρικού οργάνου αλλά φέτος απαγόρευσαν και την προβολή του “Scream” φοβούµενοι την προτροπή των δολοφονιών. Στην lνδία τα σεξουαλικά ταµπού επεκτείνονται ως το απλό φιλί.

Στην Ελλάδα η λογοκρισία καταργήθηκε επί Μελίνας Μερκούρη. Τώρα πλέον υπάρχουν κάτι οµάδες θρησκευόµενων πουριτανών που ότι θυµούνται χαίρονται. (“Trainspotting”). Μετά την υστερία του “Τελευταίου Πειρασµού” (1988), η λογοκρισία λειτουργεί µάλλον αναδροµικά και το µόνο που καταφέρνει είναι να προκαλέσει ντόρο και ενίοτε να χρησιµοποιηθεί ως δωρεάν διαφήµιση (“Κίds”, “Showgirls”, “Βασικό ένστικτο”, “Λολίτα”).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα