Μικρός αποχαιρετισμός για έναν Μεγάλο από τη Γεωργία
Οτάρ Ιοσελιάνι: χορεύοντας με χάρη στην ερημιά του κόσμου - Γράφει ο Θωμάς Λιναράς
Λέξεις; Θωμάς Λιναράς
Οτάρ Ιοσελιάνι: χορεύοντας με χάρη στην ερημιά του κόσμου
«Είμαστε καλύτερα όταν είμαστε αλλού»
Η ανεξήγητη μαγεία των ταινιών του Οτάρ Ιοσελιάνι βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο διαπραγματεύονται θέματα σοβαρά, με υπαρξιακό και ηθικό βάρος: ανάλαφρα, χαρούμενα, χορευτικά και ειρωνικά οι εικόνες του γλιστρούν με χάρη, ένα βήμα πάνω από την πίστα της πραγματικότητας• και ακριβώς σ’ αυτήν την αδιαφανή επιφάνεια, είναι που ο δημιουργός από την Γεωργία ανακαλύπτει την ουσία και το βάθος της ζωής, η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην φράση «όλα τριγύρω αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν».
Ο Ιοσελιάνι παρατηρεί την ζωή σαν ένα ατελείωτο χαλί, ο κάθε κόμπος του οποίου θα μπορούσε να είναι ένα τέλος, αλλά και ένα σταυροδρόμι της ανθρώπινης ύπαρξης. Στις ταινίες του, πάντα ορθάνοιχτες στην περιπέτεια της ζωής, δεν υπάρχει χώρος για το μήνυμα, την καταγγελία, τον συμβολισμό η τον διδακτισμό.
Το έργο του αταξινόμητο, ελεύθερο από αισθητικά δεσμά και νόρμες, άφησε πίσω του εξαρχής τα ιδεολογικά χαρακώματα και τις σειρήνες της Ουτοπίας, όπως και ο δημιουργός του: ο Οτάρ ποτέ δεν υιοθέτησε-αν και θα μπορούσε- για τον εαυτό του τον ρόλο του αντικαθεστωτικού και εξόριστου καλλιτέχνη.
Όπως έχει πει και ο ίδιος για τις πρώτες του ταινίες, που σχεδόν όλες μπλοκαρίστηκαν από την λογοκρισία: « οι ταινίες μου δεν ήταν αντι-σοβιετικές, αλλά α-σοβιετικές. Αδιαφορούσαν για το καθεστώς, σαν να μην υπήρχε και αυτό ήταν κάτι ανεπίτρεπτο».
Το έργο του πηγάζει από την εποχή του βωβού, από την κυριαρχία της εικόνας, πριν ακόμα εγκατασταθεί η τυραννία του λόγου και η βασανιστική αναζήτηση του νοήματος. Στη εποχή του ομιλούντος ο Ιοσελιάνι είχε την τόλμη να κάνει «βουβές» ταινίες και δεν είναι τυχαίος ο μεγάλος του θαυμασμός για τον Jacques Tati.
Οι ταινίες του έχουν την «παλιά δύναμη» και μοιάζουν με ασύμμετρα σχήματα μιας άγνωστης Γεωμετρίας, με παραλλαγές μιας ανολοκλήρωτης μουσικής φούγκας, με σουρεαλιστικό παζλ, η τελική εικόνα του οποίου δεν φανερώνεται ποτέ.
Η δουλειά του πάνω στην αντίστιξη ήχου-εικόνας, ο τρόπος του να κινηματογραφεί μέσα από την εγγύτητα της απόστασης και να εξαφανίζει -κυριολεκτικά- τα σύνορα ανάμεσα στην μυθοπλασία και στο ντοκιμαντέρ, είναι μοναδικά στο σύγχρονο σινεμά […]
Τον Ιοσελιάνι ενδιαφέρει πρωτίστως η κρυστάλλινη διαύγεια και η αλήθεια του ρόλου και όχι η ψυχολογία του ήρωα. Στο έργο του απουσιάζει κάθε μορφή ψυχολογικής εμβάθυνσης στον χαρακτήρα, γιατί θεωρεί «ότι είναι αδύνατον να διεισδύσεις στον ψυχισμό του άλλου», γι’ αυτό και στις ταινίες του δεν υπάρχει ούτε ένα γκρο-πλαν.
Ο θεατής πρέπει να βλέπει (παρατηρεί) και όχι να συμμετέχει, να συμπάσχει ή να συμπονά: «αν επιτρέψουμε στον θεατή να ταυτιστεί με τον ήρωα, του δίνουμε την δυνατότητα να μπορεί να προβλέψει τις κινήσεις του και αυτό θα καθιστούσε την θέαση της ταινίας μια ανιαρή υπόθεση»[…]
Ο πυρήνας της ανθρώπινης ύπαρξης, της ίδιας της ζωής είναι απαραβίαστος, ένα τοπίο μυστικό. Αυτή η επίγνωση του Vanitas Vanitatum, αυτό το ανέφικτο όνειρο μιας ζωής που είναι αλλού και χωρίς το οποίο δεν αξίζει να ζεις, είναι το βασικό κίνητρο για να χαρεί κανείς την ζωή, μοιάζει να μας λέει ο στωικός φιλόσοφος από την Γεωργία […]
Ο Οτάρ Ιοσελιάνι δημιούργησε ένα έργο χειροποίητο, απόλυτα προσωπικό (χωρίς την παραμικρή παραχώρηση στις επιταγές των εμπόρων), που ξεπερνώντας τα σύνορα των εθνικών κινηματογραφιών, διασχίζει την Ιστορία κυνηγώντας το όραμα ενός καθαρού κινηματογράφου.
Μεγάλος ταξιδιώτης της εσωτερικής περιπέτειας, είναι ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες κινηματογραφικούς-μύστες που να μπορεί να καταγράψει στις εικόνες του τους δυσοίωνους ήχους της νέας χιλιετίας.
*Τα αποσπάσματα είναι από το κείμενο του καταλόγου του 44ου (2003) Φ.Κ.Θ. όπου διοργανώθηκε -παρουσία του ιδίου και ως Προέδρου της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ- ένα πλήρες αναδρομικό αφιέρωμα στο έργο του. Μια διευρυμένη μορφή αυτού του κειμένου εμπεριέχεται στη μονογραφία (φωτό εξωφύλλου) που εξέδωσε το Φεστιβάλ προς τιμήν του, με την επιμέλεια του Μισέλ Δημόπουλου.
**Ο Θωμάς Λιναράς είναι κριτικός κινηματογράφου