Ο μύθος Ντανιέλ Ντέι Λιούις αποχαιρετά για πάντα το σινεμά
Τρία βραβεία Όσκαρ, απίστευτη αναγνώριση του κοινού και ένας αποχαιρετισμός στην καλύτερη του στιγμή. Ο Ντανιέλ που λατρεύουμε εγκαταλείπει τον κινηματογράφο.
Ο άνθρωπος που θα λάτρευε ο Στανισλάφσκι
Πέρασε µήνες σε αναπηρικό καροτσάκι προκειµένου να υποδυθεί τον Κρίστι Μπράουν στο Αριστερό µου πόδι, κλείστηκε σε κελί µε αφορµή το ρόλο του στο Εις το όνοµα του πατρός, ενώ κατά τα γυρίσµατα της ταινίας Ο τελευταίος των Μοϊκανών µετακινούνταν µε άλογο, ζούσε ασκητικά και τρεφόταν μόνο με ότι μπορούσε να κυνηγήσει για να εναρµονιστεί µε το περιβάλλον και την ατµόσφαιρα της εποχής. Έμαθε τσεχικα για τον ρόλο του στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, άκουγε σχεδόν εμμονικά καθε πρωί το τραγουδι του Εμινεμ Τhe way I am για να νοιώσει οργισμένος στα γυρισματα της ταινίας Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης. Οι φίλοι και συνεργάτες λένε ότι γύρω από το όνοµα του υπάρχει πάντα µια δόση υπερβολής, όµως όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Μπαίνει στο πετσί των χαρακτήρων του και τους ζει τόσο έντονα, ώστε αποµακρύνεται τόσο από την πραγµατικότητα, όσο και από αυτόν τον ίδιο. Ίσως αυτό να είναι µια έκφανση της ιδιόρρυθµης ιδιοσυγκρασίας του, µια εσωτερική ανάγκη να καµουφλάρεται και να αλλάζει διαρκώς πρόσωπα και ταυτότητα. “Για µένα η ηθοποιία ήταν ανέκαθενένας τρόπος να αποφεύγω να κοιτάξω τον εαυτό µου στον καθρέφτη και να αντιµετωπίσω τους δαίµονες που κρύβονται µέσα µου”. Μετά την ταινία Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ο Φίλιπ Κάουφµαν είχε συλλάβει τον εαυτό του να αναρωτιέται αν ο Ντάνιελ ήταν ο Τόµας ή ο Τόµας είναι ο Ντάνιελ. “Άυτός ο άνθρωπος έχει την παράξενη ιδιότητα να µεταµορφώνεται”, είχε διαπιστώσει έκπληκτος ο Τσέχος σκηνοθέτης.
Στο θέατρο ειναι το ταξίδι
Στα εφηβικά του χρόνια, όντας ροµαντικός και ανήσυχος ήθελε να γίνει µαραγκός, γοητευµένος από µια όµορφη απλότητα και ηρεµία που διέκρινε στη ζωή αυτών των ανθρώπων. Τελικά όµως, το “πεπρωµένον φυγείν αδύνατον”. Η καλλιτεχνική ευαισθησία που κυλούσε στις φλέβες του, υπερίσχυσε. Με µπαµπά το διάσηµο Βρετανό-Ιρλανδό ποιητή Σεσίλ Ντέι Λιούις, µαµά την ηθοποιό Τζίλ Μπάλκον και παππού τον θρυλικό Μάικλ Μπάλκον των Ealing Studio, στάθηκε αδύνατον να αποφύγει την τέχνη. Έτσι σε ηλικία 13 ετών, ο µικρός Ντάνιελ εµφανίζεται για πρώτη φορά στη µεγάλη οθόνη, δίπλα στη Γκλέντα Τζάκσον και τον Πήτερ Φιντς, στην ταινία του των Σλέσινγκερ Sunday Bloody Sunday. Η ουσιαστική όµως µύηση του Λιούις µε την υποκριτική γίνεται στο θέατρο. Το Χόλιγουντ, µου είναι χρήσιµο σαν εµπειρία αλλά και για εµπορικούς λόγους” είχε δηλώσει πριν εικοσι πέντε χρόνια. Έτσι το πηγαίο ταλέντο του πλάθεται και ανθίζει στους κόλπους του θιάσου Old Vic του Μπρίστολ. Τον πρώτο του πρωταγωνιστιικό ρόλο υποδύεται στην τηλεταινία του BBC Πόσα µίλια µακριά από τη Bαβυλώνα, χωρίς όµως ιδιαίτερη επιτυχία. Μετά από μια µικρή απoυσία επανέρχεται στο θέατρο West End του Λονδίνου, µε το έργο του Τζούλιαν Μίτσελ Another Country και έπειτα από οκτώ µήνες, τον ξαναβρίσκουµε στην Ταϊτή να ενσαρκώνει το χαρακτήρα του αξιωµατικού για την ταινία του Ρότζερ Ντόναλτσον Η ανταρσία του Mπάoυντι. Μετά το τέλος των γύρισµατων επιστρέφει στο Λονδίνο για να αναλάβει τους πρώτους ρόλους στο Ρωµαίος και Ιουλιέτα και Όνειρο θερινής νυκτός µε το Βασιλικό Σαιξπηρικό Θέατρο.
Όλη αυτή η έντονη και πολυεπίπεδη δραστηριότητα χαρίζουν στο όνοµα Ντάνιελ Ντέι Λιούις ιδιαίτερη φήµη και λάµψη. Έτσι στο διάστηµα ‘85 – ’86 παρακολουθούµε τον Ντει Λιούις να εναλλάσσει τους ρόλους από οµοφυλόφιλο Πακιστανό εραστή στο Ωραίο µου πλυντήριο του Στήβεν Φρίαρς σε συντηρητικό και ελαφρώς σπαστικό νέο κόµη, στο Δωµάτιο µε θέα του Τζέιµς Άιθορι. Ρόλοι που χάραξαν µια ανοδική πορεία στην καριέρα του και του χάρισαν δύο βραβεία ‘Β Ανδρικού ρόλου της Ένωσης Κινηµατογραφικών Κριτικών της Νέας Υόρκης “Μου αρέσει να χάνοµαι” δηλωνει.
“Περνώ περισσότερο χρόνο µέσα στους ήρωες µου, παρά µέσα στον ίδιο µου τον εαυτό. Δεν έχω µόνιµη κατοικία, είµαι ένας τσιγγάνος της ψυχής“.
Συνεχίζει σε διάφορες συνεργασίες. Τον βλέπουµε στο αποτυχηµένο Stars and Bars, στο διασκευασµένο έργο του Κάφκα για το BBC Ο Ασφαλιστής, όπου αποσπά διθυραµβικές κριτικές καθώς καί στην Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, όπου εκτός από την παγκόσµια αναγνώριση, κατακτά και µια θέση στις καρδιές των γυναικών ανά την υφήλιο.
To 1989 χρονιά σταθμός για τον ίδιο, συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον σκηνοθέτη Τζιμ Σερινταν στην ταινία Το Αριστερό μου πόδι, κερδίζοντας μια ισχυρή φιλία, μια ανεπανάληπτη ερμηνεία και το πρώτο του Οσκαρ.
“Δεν ξεχωρίζω κάποιον από τους ρόλους που εχω υποδυθεί. Κάθε εμπειρία ειναι απαράιτητη. Η ταινία αυτή όμως επέδρασε πάνω μου διαφορετικά. Επηρέασε τη ζωή μου” είχε πει τότε.
Περιπλανόμενος στη Μελαγχολία
Στη συνέχεια ανεβάζει Αμλετ στο Λονδίνο όπου καταρρέει πάνω επί σκηνής συνομιλώντας με το φάντασμα του πατέρα του. Η απουσία του κράτησε δυο χρόνια περίπου με παράλληλη θεραπεία σε νευρολογική κλινική και απομόνωση στην Ιρλανδία, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Αναζητώ την ηρεμία και τη γαλήνη. Ειμαι ένας περιπλανώμενος στη μελαγχολία.
Η επάνοδος στη μεγαλη οθόνη γίνεται το 1991 υπό τις οδηγίες του Μάικλ Μαν για την ταινία “Ο τελευταίος των Μοϊκανών”. Το 1993 συνεργάζεται και πάλι με τον συμπατριώτη του και φίλο Τζιμ Σέρινταν στην εξαιρετική ταινία “Εις το όνομα του Πατρός” κερδίζοντας μια ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ και συνεργάζεται για τρίτη φορά μαζί του στον “Μποξέρ” που διαπραγματεύεται και πάλι το Ιρλανδικό ζήτημα. Μεσολαβούν τα χρόνια της αθωώτητας του Σκορτσέζε καθώς και μια τριετής αδράνεια αυτή τη φορά για τα μάτια της Ιζαμπέλ Ατζανί.
Επιστρέφει το 1997 ήρεμος ανανεωμένος παντρεμένος με την κόρη τού μεγάλου αμερικανού συγγροφέα Άρθουρ Μίλλερ, Ρεββέκα. Μαζί της συνεργάστηκε στην ταινία “Οι Μάγισσες του Σάλεμ” βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του πεθερού του. Με αφορμή την πρεμιέρα αυτής της ταινίας επισκεφτηκε τη Ελλάδα. Τότε είχε δηλώσει στους δημοσιοφράφους ότι αυτό που τον τρομάζει δεν είναι η αποτυχία αλλά η μετριότητα, γιατί δύσκολα ξεφεύγει κανείς από αυτήν. Aντιθεrα ο φόβος οξύνει το πνεύμα, γίνεται σύμμαχος του ηθonoιoύ. Εξάλλου, οι μεγαλύτεροι ενθουσια– σμοί είναι αποτέλεσμα ψόβου. Για αυτό μας ελκύουν άλλωστε και οι επικίνδυνες καταστάσεις.
Πάντως το σίγουρο είναι ότι ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις δεν έχει να φοβηθεί τίποτα πια, ούτε την απoτuχία, ούτε τη μετριότητα. Αν και με μόλις 4 ταινίες που πρωταγωνίστησε την τελευταία δεκαετία κατάφερε να κερδισει άλλα δυο Οσκαρ Α’ αντρικού ρολου με το ρόλο του άπληστου, αχόρταγου και αδίστακτου μεγιστάνα που εκμεταλεύεται τους φτωχούς αγρότες στο Θα χυθεί αίμα (2007) του Τόμας ‘Αντερσον και ως Λίνκολν (2012) του Σπιλμπεργκ και έγινε ο μοναδικός ηθοποιός που κατεκτησε 3 Οscar A ανδρικού ρόλου στην ιστορία.
Στο βραδύκαυστο αλλά αριστουργηματικό και στιλάτο δράμα του Πωλ Τόμας Αντερσον Αόρατη Kλωστή υποδύεται τον σχεδόν απόμακρο και εμμονοληπτικό με τη δουλειά του κορυφαίο σχεδιαστή μόδας της δεκαετίας του ’50, που ντύνει την υψηλή κοινωνία, αλλά ο ίδιος ζει μια μοναχική ζωή αυστηρής ρουτίνας ανάμεσα στα σχέδιά του και τα ακριβά υφάσματα και κερδίζει την 6η υποψηφιότητα του στα Οscar ενώ δηλώνει ότι τώρα αποσυρθεί από την ηθοποιία γιατί μετά από κάθε ρόλο είναι εξαιρετικά δύσκολο να γυρίσει πίσω στην πραγματική ζωή.
Aς ελπίσουμε ότι η Αόρατη Κλωστή δεν θα είναι το κύκνειο άσμα του αλλά θα είναι η αρχή ενός άλλου μεγάλου διαλείμματος που μας εχει συνήθισει όλα αυτά τα χρόνια.
Διαβάστε τα παντα για τις υποψηφιότητες και τα ΟSCAR εδώ