Ντάρεν Αρονόφσκι: Απατεώνας ή άγιος;
Την απάντηση τη δίνει ένας Ιρλανδός.
του Ορέστη Ανδρεαδάκη
Με ειρωνικά σχόλια, χλιαρό χειροκρότημα και γέλια υποδέχτηκε το κοινό τη «Μητέρα» του Αρονόφσκι. Υπήρχαν ωστόσο και κάποιοι που ενθουσιάστηκαν με την ταινία πιστεύοντας ότι ανοίγει νέους δρόμους για πολύ ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Ο 48χρονος Αμερικανός δημιουργός λες και ήθελε να προκαλέσει ακόμη και το πιο ανθεκτικό κοινό κι έτσι γέμισε την ταινία του με αποκρουστικές σκηνές και υπερβολική βία.
Πρωταγωνιστές είναι η 27χρονη αγαπημένη του Τζένιφερ Λόρενς και ο Χαβιέ Μπαρδέμ. Ο δεύτερος ερμηνεύει έναν γνωστό ποιητή, ο οποίος όμως έχει χάσει την έμπνευσή του, και η πρώτη τη σύζυγό του, η οποία ασχολείται με το σπίτι, το ανακαινίζει και υπομένει τις παραξενιές του.
Ένα βράδυ κάποιος απρόσκλητος επισκέπτης (Εντ Χάρις) φτάνει στο σπίτι τους και ουσιαστικά μετακομίζει εκεί ανατρέποντας τις ήδη εύθραυστες ισορροπίες. Σε λίγο έρχεται και η γυναίκα του (Μισέλ Φάιφερ) η οποία χώνει τη μύτη της παντού και εκνευρίζει ακόμη περισσότερο τη Τζένιφερ Λόρενς.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα δυο μεγάλα παιδιά του παράξενου αυτού ζευγαριού καταφθάνουν, τσακώνονται άγρια μπροστά σε όλους και σκοτώνει ο ένας τον άλλον.
Η ταινία μέχρι κάποιο σημείο έχει εξόφθαλμες ομοιότητες με «Το μωρό της Ρόζμαρι» του Πολάνσκι καθώς ο Αρονόφσκι σκιαγραφεί τα δύο αυτά ζευγάρια με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που το έκανε ο Πολωνός συνάδελφός του πριν από περίπου μισό αιώνα. Και σε λίγο αρχίζουν οι εξωφρενικές ανατροπές: H Τζένιφερ Λόρενς ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος και τότε χάνεται ο οποιοσδήποτε έλεγχος και η ταινία μεταμορφώνεται σε ένα (καλοφτιαγμένο είναι η αλήθεια) παραλήρημα συμβολισμών που ο ένας αναιρεί τον άλλον.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η «Μητέρα» είναι μια θρησκευτική αλληγορία με αναφορές παρμένες και από την Παλαιά και από την Καινή Διαθήκη.
Ο τρόπος ωστόσο που κινηματογραφεί το θέμα του ο Αρονόφσκι, η εκνευριστική του αυταρέσκεια και οι χωρίς λόγο προκλήσεις στις οποίες υποβάλλει τους θεατές κάνουν την ταινία να μοιάζει με το σύμπτωμα μιας κινηματογραφικής ασθένειας. Είναι ακριβώς αυτή η ασθένεια που αδιαφορεί για το σινεμά ως Τέχνη και το υποβιβάζει σε ένα πανάκριβο εμπορικό προϊόν που πρέπει να πουληθεί εξίσου πανάκριβα. Έτσι, το τελικό ασαφές και φασαριόζικο υλικό σε υποχρεώνει να ασχοληθείς μαζί του (όπως κάνω κι εγώ τώρα) και ερεθίζει τους θεατές να το παρακολουθήσουν ακόμη κι αν έχουν ακούσει ότι είναι αποκρουστικό.
Η απάντηση του Ιρλανδού
Αν όμως ο Αρονόφσκι επέλεξε το δρόμο της φασαρίας ξοδεύοντας ένα πακτωλό εκατομμυρίων στην ταινία του, ο Μάρτιν ΜακΝτόνα έφτιαξε ένα κομψοτέχνημα αποδεικνύοντας ότι η πρώτη αρετή της μεγάλης Τέχνης είναι η ταπεινότητα. Το «Three Billboards Outside Ebbing, Missouri» (Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι) είναι πρώτα από όλα ένας εξαιρετικός ανθρωπιστικός ύμνος σαν κάποιος να σου ψιθυρίζει στο αυτί υπέροχα, ξεχασμένα μυστικά και να σε ταξιδεύει στην αναπάντεχη απλότητα της καθημερινής ζωής.
Με το που αρχίζει η ταινία βλέπουμε την καταπληκτική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ να πληρώνει ένα μεγάλο ποσό για να νοικιάσει τρεις κολοσσιαίες διαφημιστικές πινακίδες που βρίσκονται στην άκρη ενός επαρχιακού δρόμου. Εκεί ακριβώς είχε βρεθεί το απανθρακωμένο πτώμα της κόρης της, η οποία πριν πεθάνει είχε βιαστεί από κάποιον άγνωστο. Εφτά μήνες μετά, η εξοργισμένη μητέρα κατηγορεί δημόσια στις γιγαντοαφίσες τον σερίφη της πόλης ότι δεν έχει κάνει τίποτα για να συλλάβει τον δολοφόνο.
Στη συνέχεια ο ΜακΝτόνα φτιάχνει αριστουργηματικούς χαρακτήρες, κανένας από τους οποίους δεν είναι αυτό που φαίνεται, και χρησιμοποιεί τον λόγο σαν ένα εκρηκτικό εργαλείο, όπως είχε κάνει στο παρελθόν και στις ταινίες (Αποστολή στην Μπριζ) και στα θεατρικά του έργα (Ο Πουπουλένιος).
Ο μεγαλωμένος στο Λονδίνο αλλά Ιρλανδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας θα έπρεπε να δώσει ένα μάθημα στον αλαζόνα Αρονόφσκι όπως και το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και η Φράνσις ΜακΝτόρμαντ στην Τζένιφερ Λόρενς.