Ο Albert Camus στο «The Straight Story» του David Lynch
Το ταξίδι του Alvin δεν είναι μονάχα ένα απαραίτητο μάθημα αυτογνωσίας κι ετερογνωσίας. Είναι και μια από τις πιο μελετημένες αναγνώσεις του Camus στο σύγχρονο σινεμά. Ένα αληθινό διαμάντι από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Λέξεις: Γιώργος Κοκτσίδης
Σ’ ένα από τα ομορφότερα road movies όλων των εποχών, ο David Lynch, αυτός ο ιδιοφυής φιλόσοφος των κινουμένων εικόνων, βάζει έναν αξιαγάπητο και ταλαιπωρημένο γεράκο, να διασχίσει κάμποσα χιλιόμετρα και μια ολόκληρη πολιτεία πάνω σε μια ταπεινή μηχανή του γκαζόν.
Μοναδικός του στόχος είναι να επανασυμφιλιωθεί με τον από χρόνια αποξενωμένο αδερφό του, ο οποίος πρόσφατα υπέστη ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Δυσκίνητος από την εκφυλιστική αρθρίτιδα, υποφέροντας από βαριά πνευμονοπάθεια κι οριακά αυτοεξυπηρετούμενος, ο Alvin του ασύλληπτου Richard Farnsworth (κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έπασχε από καρκίνο των οστών τελικού σταδίου) αφήνει πίσω την αγαθόψυχη κόρη του και ρίχνεται στωικά στη σισύφεια δοκιμασία του νόστου, χωρίς καμία βεβαιότητα πως θα προλάβει τον αδερφό του ζωντανό ή πως θα τελεσφορήσει η προσπάθεια επανασύνδεσης.
Οικογένειες κι απόκληρα παιδιά, εγκυμονούσες και παραπαίοντες βετεράνοι, πρόσωπα οικεία στη συμπεριφορά μα άγνωστα στην όψη, προσπαθούν φιλοπερίεργα να κατανοήσουν τα αίτια της παράλογης αυτής αποστολής του Alvin, χωρίς όμως ποτέ να βρίσκουν απαντήσεις. Και σ’ αυτά ακριβώς τα μετέωρα ερωτηματικά, σ’ αυτήν την ερμητική κι απρόσιτη γωνιά του φιλμ, είναι που κρύβεται και το αγνότερο λιντσεϊκό ιδανικό.
Γιατί αν ο David Lynch μας παρέδιδε μονάχα ένα εύπεπτο κι ηθικοπλαστικό μελόδραμα περί οικογενειακής αγάπης, δεν θα ήταν μια τρομακτική διάνοια του σινεμά, αλλά ένας σκηνοθετάκος της δεκάρας και του τηλεοπτικού οχετού. Το “The Straight Story” εξακτινώνεται από τα αυστηρά στεγανά της θεματικής του για να αρθρώσει σε κινηματογραφική γλώσσα έναν πολύ υψηλό φιλοσοφικό λόγο.
Γιατί ο Alvin ενσαρκώνει τον Άνθρωπο μες στην απόλυτη του γύμνια. Είναι μια ύπαρξη πριν να συναντηθεί με την ουσία της. Ένας άγραφος πίνακας. Βρίσκεται στη θεμελιώδη “ανθρώπινη κατάσταση” του Heidegger, εκεί όπου το άτομο ρίχνεται μέσα στην τυχαιότητα του σύμπαντος χωρίς προηγουμένως να έχει διασταυρωθεί με το χώρο των συμβόλων και των αντικειμένων.
Καμιά προειλημμένη απόφαση, κανένα προκατασκευασμένο χαρακτηριστικό δεν μας περιμένει στη γέννηση και στο μεγάλο ταξίδι της ζωής. Θεός νοήμων που να μελετά και να προσχεδιάζει δεν υπάρχει. Όπως κι ο Alvin, καθένας από εμάς φέρει ακέραια την ευθύνη της μοίρας του. Πάνω στην ασκεπή μηχανή του γκαζόν μια ξαφνική νεροποντή μπορεί να μας λασπώσει, κάποια αναπάντεχη δυσλειτουργία των φρένων μπορεί να μας στερήσει τη ζωή. Τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί όταν τα πάντα συμβαίνουν πέρα από την περιοχή του επιστητού και της ουσίας.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει το αριστούργημα του Lynch μέσα στο αχανές της υπαρξιστικής φιλοσοφίας και το φέρνει πιο κοντά στη σκέψη του Camus είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζει όχι την ίδια τη δραματουργία αλλά την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή απέναντι της. Ο ηλικιωμένος Alvin, παρ’ ότι φυλλορροεί σωματικά και βασανίζεται, δεν έχει ακόμα περιπέσει στη στέρηση της αξιοπρέπειας και την πνευματική καταβύθιση που επιφέρει αναπότρεπα το γήρας. Διατηρεί στην εντέλεια τις νοητικές του δυνάμεις κι έχει απόλυτη συνείδηση της γελοίας κατάστασης του.
Διακωμωδεί διαρκώς τον εαυτό του και γελά με τις ιδιοτροπίες του. Κι η ιστορία του θα προκαλούσε σαφέστατα το γέλιο και σε εμάς αν δεν ήταν ταυτόχρονα και μια ξεκάθαρη ματιά στην οικουμενική μας τραγωδία. Εκεί είναι που μεγαλουργεί ο Lynch. Καμιά υποψία στην κίνηση της κάμερας, κανένα κόψιμο του μοντάζ, κανένα ψήγμα μουσικής παύσης δεν καταμαρτυρά φαιδρότητα στο ταξίδι με μηχανή του γκαζόν και στην αποκλειστική θρέψη με λουκάνικα.
Το σύμπαν, όταν εμείς βρισκόμαστε εντός του, δεν μπορεί να είναι ούτε αστείο μα ούτε και σοβαρό. Γιατί απλώς δεν φέρει κανένα χαρακτήρα· κανένα περιεχόμενο. Η μηχανή του γκαζόν στερείται κάθε νοήματος όταν ο άνθρωπος βρεθεί απέναντι της κι αυτή τη μεγαλειώδη ιδέα είναι που αντιλαμβάνεται πρώτος ο Alvin. Διαζευγμένος από εξηγήσεις κι απρόσιτος από την καθυσηχαστική ασφάλεια του Λόγου, ο κόσμος μας όπως πρώτος τον διάβασε ο Camus κι όπως τον συλλαμβάνει με θεϊκή ενάργεια ο Lynch, δεν υποτάσσεται στην ορμέμφυτη ανάγκη μας για νόημα. Όσο κι αν θέλουμε να τον βάλουμε στην προκρούστεια κλίνη του ανθρωπίνως αντιληπτού για να τον φέρουμε στα νοητικά μας μέτρα, εκείνος πάντοτε διαφεύγει. Στέκει βουβός στις επικλήσεις μας κι αόρατος στις βλέψεις μας. Όλα τα ανθρώπινα τελούνται εντός του με παγωμένο και μηχανικό αυτοματισμό, χωρίς καμία προσμονή ανταμοιβής. Αυτή είναι κι η πιο απόλυτη, η μοναδική σιωπή. Εκείνη που γίνεται αντιληπτή όχι στον άνθρωπο ή στη φύση, αλλά μονάχα στη σχέση μεταξύ τους. Στην τάση μας για αθανασία απέναντι στο ανέκκλητο του θανάτου.
Κι όμως, ακόμα κι αν μοναδική διέξοδος σ’ αυτήν την υπαρξιακή εκμηδένιση και στο λογικό κενό φαντάζει η αυτοκτονία, ο άνθρωπος συνεχίζει να επιμένει στη ζωή σχεδόν από χρόνιο εθισμό. Γιατί απέναντι στο μαρτύριο που ο Pascal αποκαλούσε “δυστυχία του να είναι κανείς θνητός και να συνεχίζει να ζει” βρίσκεται κάτι πολύ υψηλότερο. Μπροστά στο Παράλογο της φύσης υπάρχει κάτι μεγαλύτερο και πιο ισχυρό από τη φιλοσοφία. Εκείνο που γνωρίσαμε πρώτο μόλις ήρθαμε στον κόσμο γυμνοί από γλώσσα: η ζωή. Ο Alvin, παρόλο που γνωρίζει από πρώτο χέρι το ανούσιο του ταξιδίου και του οχήματός του, δεν θα σταματήσει ποτέ να επιμένει πως με αυτό ξεκίνησε και με αυτό θέλει να τελειώσει.
Όσο κι αν του προτείνεται διευκόλυνση, εκείνος δίνει διαρκώς την ίδια απάντηση στο “πιο σημαντικό ερώτημα της φιλοσοφίας”. Είναι ο Σίσυφος που αντί για βράχο σέρνει μια μηχανή του γκαζόν, κι είναι στην πιο ευτυχισμένη του στιγμή.
Το ταξίδι του Alvin δεν είναι μονάχα ένα απαραίτητο μάθημα αυτογνωσίας κι ετερογνωσίας. Είναι και μια από τις πιο μελετημένες αναγνώσεις του Camus στο σύγχρονο σινεμά. Ένα αληθινό διαμάντι από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
*O Γιώργος Κοκτσίδης είναι γιατρός και πολιτικός επιστήμονας.