Κινηματογράφος

Ο Αργύρης Μπακιρτζής για τον Σταύρο Τσιώλη

Ο Αργύρης Μπακιρτζής θυμάται τον αγαπημένο σκηνοθέτη γράφοντας γι' αυτόν

Parallaxi
ο-αργύρης-μπακιρτζής-για-τον-σταύρο-τσ-1089608
Parallaxi

Λέξεις: Αργύρης Μπακιρτζής

….μια μέρα, στις αρχές του 1973,στη Ρώμη, στο τρόλεϊ, διαβάζοντας  την  ελληνική εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα»   που εκδιδόταν στην Ιταλία ένιωσα να μου χτυπάει κάποιος την πλάτη. Ξαφνιάστηκα, καθώς είδα μπροστά μου έναν χουντικό αστυνομικό της ελληνικής πρεσβείας σε μια ταινία που είχα δει το προηγούμενο βράδυ στο σινεμά Farnese. Ήταν ο σκηνοθέτης Σταύρος Τορνές.  Δεν τον γνώριζα.

Αμέσως μετά κατευθυνθήκαμε σε έναν ημιυπόγειο χώρο που φιλοξενούσε μια δική του έκθεση μικρογλυπτικής.  Σε λίγο συγκεντρώθηκε η παρέα του και τότε γνώρισα την Αλέκα Παϊζη, με την οποία κάναμε στενή παρέα στη Ρώμη και συναντιόμασταν μετά τη μεταπολίτευση όταν ανέβαινε για το  Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και όταν βρισκόμουν εγώ στην Αθήνα.

Μου είναι αλησμόνητες οι μακρόσυρτες αγκαζέ βόλτες μας στις όχθες του Τίβερη, η Αλέκα πάντα με ωραίες καπελαδούρες και ευχαριστημένη που τη συνόδευε ένας  ευπαρουσίαστος  νεαρός. Στην παρέα τους είχαν τον Βασιλικό, που δεν έτυχε να τον συναντήσω στη Ρώμη και μερικούς άλλους που δεν τους θυμάμαι. Θυμάμαι όμως τη γυναίκα ενός απ’ αυτούς, μια συμπαθητική και όμορφη Ιταλίδα, την οποία, όταν γέννησε, τρίδυμα, επισκέφτηκα στην κλινική με δώρο την Αυτοβιογραφία του Τσάρλι Τσάπλιν στα ιταλικά.

Ο Τσιώλης, που ήταν καταπληκτικός ηθοποιός, ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Τορνέ και έχει παίξει στην ταινία του «Ένας ερωδιός για τη Γερμανία».  Τον θυμάμαι ως κατασκευαστή φερέτρων στην εξαιρετική ταινία του Τάκη Σπετσιώτη «Τα κοράκια», βασισμένη στο διήγημα του Ροῒδη «Το παράπονο του νεκροθάπτου». Κατασκευαστή φερέτρων υποδύθηκε και ο Μπομπ Ντύλαν στην ταινία του αγαπημένου Σαμ Πέκινπα Pat Garrett and Billy the Kid.

Με τον Τσιώλη γνωριστήκαμε ως εξής: με πέτυχε στο τηλέφωνο στη Θεσσαλονίκη, αδειούχο με δίμηνη εκπαιδευτική άδεια, που ονομάζεται «επιδημία», απ’ την Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας, όπου δούλευα και μου ζήτησε να παίξω ως πρωταγωνιστής στην ταινία του ‘Έρωτας στη Χουρμαδιά», της οποίας τα γυρίσματα θα άρχιζαν μόλις κατέληγε στην επιλογή του πρωταγωνιστή.

Του είχε βάλει να ακούσει τραγούδια μου ο κοινός φίλος συγγραφέας Σωτήρης Κακίσης και είχε πει «αυτόν θέλω…» για αυτόν το ρόλο, στον οποίο είχε δοκιμάσει τρεις-τέσσερις πρωταγωνιστές και τους είχε απορρίψει.  Στην πρότασή του απάντησα  «εγώ είμαι πολύ ακατάλληλος για τον κινηματογράφο, παρ’ ότι θαυμάζω  πάντα αυτούς που υποκρίνονται κάποιον άλλον, όπως  τους κατασκόπους και τους ηθοποιούς».

«Aκόμη κοκκινίζω», του λέω, «δεν μπορώ να παίξω, δεν μπορώ να παριστάνω κάποιον άλλο εκτός απ’ τον εαυτό μου», όμως  με αποστόμωσε:  «μα υπήρξαν και μεγάλοι ηθοποιοί που παρίσταναν τον εαυτό τους, που δεν παρίσταναν κάτι άλλο, όπως ο Μοντγκόμερι Κλιφτ».

Η επιμονή του με έκανε να αποφασίσω να κατεβώ στην Αθήνα για να κάνουμε ένα δοκιμαστικό, το οποίο κατέληξε σε αποτυχία. Του λέω «δεν βλέπετε ότι δεν κάνω;» και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Μετά από αρκετές μέρες, -απ’ ότι κατάλαβα είχε συνεχίσει το ψάξιμο, όμως είχε κολλήσει σε μένα-,  ο μέγας θεατρίνος Τσιώλης μου  τηλεφώνησε λέγοντάς μου:  «Είμαι απελπισμένος, έχω καταστραφεί, πρέπει να έρθετε να αρχίσουμε  γυρίσματα αύριο».  Θυμάμαι, ήταν Κυριακή, επέστρεφα στη δουλειά μου  τη Δευτέρα και είχαμε προβάραμε καινούργια μου τραγούδια με τον Ισίδωρο Παπαδάμου – τον κουμπάρο  και βασικό συνεργάτη μου στους «Χειμερινούς κολυμβητές». Tου λέω «αυτό και αυτό, τι να κάνω;» και μου λέει «πήγαινε». Έτσι κατέβηκα, παίρνοντας άδεια άνευ αποδοχών.

Όλα τα χρόνια που δουλέψαμε μαζί ήμασταν μια ομάδα, αισθανόμασταν ότι ανήκαμε σε μια ομάδα. Ο Σταύρος, ο Καψούρος, ο Βακαλόπουλος κι εγώ. Ήμασταν ομάδα, το νιώθαμε, οπότε στην επόμενη ταινία θα μπορούσα να παίξω κάτι μηδαμινό, να έχω έναν  ελάχιστο ρόλο και να κάνω άλλες  δουλειές στην παραγωγή. Δηλαδή ήμουν μέλος της ομάδας, όχι πρωταγωνιστής.

Το γράψιμο του Τσιώλη μου ταίριαζε πάρα πολύ, αισθανόμουν ότι ταυτιζόμουν με όλους τους ρόλους, ότι θα μπορούσα να κάνω όλους τους ρόλους των ταινιών του. Δεν ζορίστηκα παίζοντας στις ταινίες του, έπαιζα σα να ‘μουν με την παρέα μου. Δηλαδή στην παρέα μου στη Θεσσαλονίκη συμπεριφερόμαστε κάπως έτσι, δεν κάνουμε κάτι διαφορετικό, σα να ‘μαστε σε ταινία του Τσιώλη. Ο τρόπος που μιλάμε, που εκφραζόμαστε.

Όποτε κατέβαινα στη Αθήνα, τον συναντούσα σε ένα καφέ στην πλατεία Χαλανδρίου, σχετικά κοντά στο σπίτι του, ερχόταν με τα πόδια και σχεδιάζαμε εκεί τις επόμενες κινήσεις μας. Φυσικά μονοπωλούσε την κουβέντα. Οι συναντήσεις αυτές κρατούσαν  εννιά – δέκα ώρες. Ο Σταύρος διέθετε μια τρομερή ικανότητα… Υπήρχε περίπτωση να είχε πάει σε ένα νυχτερινό κέντρο και να έμεινε εκεί τρεις ώρες, και να βρεθούμε ύστερα από λίγες μέρες και να μου διηγηθεί το πώς πέρασε σε τρεις ώρες ή και παραπάνω.

Μνήμη φοβερή, διήγηση μοναδική. Στις συναντήσεις μάς περιέγραφε όχι μόνο το σενάριο που έγραφε εκείνη την περίοδο αλλά και άλλα σχέδια σεναρίων. Σχεδιάζαμε  να γυρίσουμε μια δραματική ταινία, την είχαμε αναλύσει, το σενάριο ήταν σχεδόν έτοιμο, «Το χιόνι», όμως δεν προλάβαμε. Τον κύριο γυναικείο ρόλο θα τον προτείναμε στην Όλια Λαζαρίδου. Να πω εδώ πως στη διάρκεια των γυρισμάτων συχνά  άλλαζε το σενάριο, το προσάρμοζε στις καταστάσεις και τις συνθήκες που προέκυπταν.

-Μερικές φορές, με έβαζε, ενώ είχα απέναντί μου γνωστούς επαγγελματίες ηθοποιούς, να τους δείξω πώς να παίξουν, μου έλεγε «δείξε τους πώς να παίξουν». Ήταν αστείο και φυσικά αδύνατο να ανταποκριθώ. Διάβαζα πάντα πάρα πολύ καλά τον ρόλο μου, όταν αρχίζαμε το γύρισμα ήμουν απόλυτα έτοιμος. Ήμουν ηθοποιός της πρώτης λήψης.  Δηλαδή το 80 τις εκατό των σκηνών του Τσιώλη το έβγαζα με την πρώτη λήψη. Αυτό  ήτανε πολύ οικονομικό  καθώς χρησιμοποιούσαμε φιλμ και η πρώτη λήψη είναι ιερή γιατί έχει μια φρεσκάδα η οποία σιγά – σιγά με τις πολλές λήψεις εξαφανίζεται. Έχω παρατηρήσει σε νεότερους, σε σύγχρονους σκηνοθέτες, ότι γυρίζουνε μια σκηνή κι ενώ λένε πήγε πολύ καλά, λένε ας τη γυρίσουμε ξανά, ξανά και ξανά, εξουθενώνοντας ηθοποιούς και τεχνικούς. Και όχι μόνο αυτό.  Έχουν αυτές τις ψηφιακές κάμερες και γυρίζουν δέκα, δεκαπέντε φορές την ίδια σκηνή,  και θυμάμαι να λέω σε νέους σκηνοθέτες  «γιατί το κάνετε αυτό, γυρίζετε τόσες φορές αλλά πώς θα κάνετε μοντάζ, πώς θα ξέρετε ποια είναι η καλή σκηνή;» Δηλαδή, το πιο πιθανό είναι να διαλέξουν μία λήψη άψογη τεχνικά αλλά χωρίς  ψυχή. Στον Τσιώλη  το μοντάζ ήταν έτοιμο σχεδόν ήδη απ’ το γύρισμα…

Όταν τελειώναμε τα γυρίσματα και μετά θα χανόμασταν, υπήρχε μια μικρή θλίψη, ζούσαμε έναν αποχωρισμό, κλασσικά όπως στις ταινίες του. Στον Τσιώλη βέβαια δεν λείπαμε, γιατί δεν μας έχανε καθώς άρχιζε το μοντάζ αμέσως μετά και έβλεπε όλες τις ατέλειές μας, κι έτσι όταν δίναμε ραντεβού για να βρεθούμε γεμάτοι χαρά μετά από ένα – ενάμιση μήνα, καθώς ήταν τσαντισμένος μαζί μας απ’ τα λάθη μας που είχε δει στο μοντάζ  άρχιζε τα μπινελίκια. Την πρώτη φορά έπαθα πλάκα, μετά το περίμενα. Καμιά φορά άφηνε και καμιά χοντράδα στο παίξιμό μας, ως κακιά πλάκα,  για να μας τιμωρήσει!

Σε μια σκηνή στον Έρωτα στη Χουρμαδιά, έπαιζε με τον βοηθό του, τον Αντώνη Κιούκα, έκαναν τους πωλητές σομπών. Είναι αλήθεια μας βασάνιζε κάπως στα γυρίσματα, συχνά ήταν σαν δαίμονας -εμένα προσωπικά δεν με επηρέαζε- και λέω μέσα μου «δεν θα την πατήσεις τώρα και συ;» Γύριζε γύρω – γύρω και δεν πετύχαινε τη σκηνή ενώ εγώ τον κοιτούσα συνέχεια, καρφί τα μάτια μου πάνω του. Τέλειωνε το φιλμ και λέω μέσα μου  «τώρα ας μην τον κοιτάξω για να βγάλει το πλάνο». Πράγματι το έβγαλε και τέλειωσε και το φιλμ! Το φιλμ είναι ακριβό οπότε το να είσαι ηθοποιός της πρώτης λήψης ήταν μεγάλη υπόθεση για μια ταινία εκείνη την εποχή. Μια άλλη μέρα,  είχαμε ξυπνήσει στις πέντε στη Ναύπακτο και κατευθυνόμασταν προς  το Αντίριο για να περάσουμε στην Πελοπόννησο.

Με τον Λάζαρο Ανδρέου, τον συμπρωταγωνιστή μου, είχαμε τη φαεινή ιδέα να κάνουμε ένα χορευτικό τραγουδώντας το τραγούδι του φινάλε της ταινίας του Bob Fosse «Η παράσταση αρχίζει». Πηγαίνουμε στον Τσιώλη, του το λέμε και μας λέει «ας το κάνουμε». Το γυρίζουμε και μετά που ανεβαίνουμε στο ferry boat σκέφτεται ότι δεν μπορεί να συνδέσει τη σκηνή με την υπόλοιπη ταινία. «Με καταστρέψατε!» λέει… Η αλήθεια είναι ότι πολλοί, ηθοποιοί και συνεργείο, συχνά πανικοβάλλονταν. Εγώ ήμουν πολύ ψύχραιμος, από μέσα μου γελούσα γιατί τον ήξερα, ήταν συγχρόνως και ένα θέατρο όλο αυτό. Μπορεί να ήταν σε έξαλλη κατάσταση και μετά άρχιζε το γύρισμα και γινόταν ο πιο γλυκός και ο πιο γαλήνιος άνθρωπος που ξέρεις, οπότε δεν με επηρέαζε ποτέ η ψυχική του κατάσταση, αυτό που έδειχνε.  Φτάνουμε λοιπόν στην Πάτρα και ήταν σε έξαλλη κατάσταση, έλεγες ότι θα πεθάνει  και στο πούλμαν ανακοινώνει δραματικά «διακόπτω το γύρισμα για δύο ημέρες» και διακόψαμε το γύρισμα γιατί εμείς οι δύο, εγώ και ο Ανδρέου, το είχαμε καταστρέψει! Φυσικά η σκηνή είχε τρομερή επιτυχία, και στο Φεστιβάλ και στις αίθουσες.

Άλλη μέρα πάλι, στην ίδια ταινία, αφού είχαμε γυρίσει το 80 τις εκατό της ταινίας,  του έφερα αντίρρηση σε κάτι  και μου λέει «απολύεσαι!». Έπαιζα σε όλες τις σκηνές της ταινίας. Πώς θα ολοκληρωνόταν η ταινία;  Εκείνη τη στιγμή το πίστευε και στην ανάγκη θεωρώ ότι θα έβρισκε τρόπο να λύσει το πρόβλημα.

Τον Λάζαρο  είναι αλήθεια  τον βασάνιζε αρκετά, αλλά κι ο ρόλος τον ήθελε βασανισμένο,  οπότε του τα ‘ριχνε συνέχεια,  «κι εκείνο που με τσαντίζει περισσότερο», του έλεγε,  «είναι που θα πάρεις βραβείο ηθοποιίας!», κι είναι αλήθεια ότι μοιραστήκαμε το πρώτο βραβείο ηθοποιίας στα κρατικά βραβεία που ήταν τότε πέντε χιλιάρικα. Για μας το ποσό ήταν πολύ σημαντικό και φυσικά και η δόξα, ιδίως για τον Λάζαρο αλλά και για μένα,  γιατί θα ήταν κάτι τελείως κουφό, αλλά επειδή ισοψηφήσαμε οι δυο μας  τα κανόνισαν και δεν το πήραμε, ξανάκαναν ψηφοφορία και έδωσαν το βραβείο στον γιο του Κούρκουλου, τον Άλκη. Ντροπή. Αναρωτιόμασταν, δεν μπορούσαν να τα μοιράσουν, να πάρουμε από 2500; Ο Ανδρέου για αυτόν του το ρόλο πήρε το βραβείο ηθοποιίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, χωρίς χρηματικό έπαθλο.

Δεν μιλούσα συνήθως στα γυρίσματα. Απλά ήξερα καλά τον ρόλο, ήμουν πολύ πειθαρχημένος και φρόντιζα να είμαι ξεκούραστος, οπότε, αν είσαι ξεκούραστος και ξέρεις καλά τον ρόλο απολαμβάνεις το γύρισμα…  Αυτό που έχω νιώσει στα γυρίσματα των ταινιών του Τσιώλη είναι καθαρή ηδονή. Είναι σα να ζεις μια πιο πραγματική απ’ την πραγματική ζωή. Κι αυτό είναι πάντα που νοσταλγεί κανείς, αυτή είναι η μαγεία του σινεμά, αυτό που γυρίζεις είναι πιο αληθινό απ’ το πραγματικό, ενώ είναι ψέμα… Αντικαθιστά τη χαμένη αλήθεια που αναζητάς με ένα δικό της ψέμα που είναι το πιο αληθινό που μπορείς να συλλάβεις ….

Αυτό που θαύμαζα στον Τσιώλη πάρα πολύ είναι ότι έψαχνε με αγωνία να βρει κάποια αλήθεια στο κάθε γύρισμα. Δηλαδή, οι σκηνές με τα ωραία ηλιοβασιλέματα ή τις πολύ καλές ερμηνείες, όλες πήγαιναν στα σκουπίδια. Όταν έκανα καλές ερμηνείες τις έκοβε και με κορόιδευε, μου έλεγε  «άντε ρε Ντε Νίρο…». Είχε δίκιο και το κατάλαβα πολύ γρήγορα.

*Ο Αργύρης Μπακιρτζής συγκέντρωσε και μας έστειλε λέξεις του για τον Τσιώλη. Η ρετροσπεκτίβα του Φεστιβάλ για τον σπουδαίο Έλληνα σκηνοθέτη ξεκινά στις 7 Δεκεμβρίου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα