Ο εξαιρετικός κ. Χρήστος Στέργιογλου
Μια κουβέντα με ένα από τα μεγαλύτερα υποκριτικά ταλέντα της Ελλάδας
Τον πρωτοείδα να παίζει στο ΚΘΒΕ στα χρόνια του ογδόντα (Γέρμα, Τρελλή του Σαγιώ, Μάνα Κουράγιο, Αγία Ιωάννα). Τότε που δεν χάναμε παράσταση. Τον λάτρεψα στα Καπέλα στο Άνετον με τον Κώστα Ζαχαράκη. Στο σινεμά οι ποιότητες τους λάμπρυναν την οθόνη. Πρόσφατα, στην Αντιγόνη του Ανούιγ επιβεβαίωσα πώς ανήκει σε κείνο το σπάνιο είδος των πολύ μεγάλων ερμηνευτών που είναι ένα σύμπαν από μόνοι τους.
Μια αφορμή για κουβέντα με ένα από τα μεγαλύτερα υποκριτικά ταλέντα της Ελλάδας.
Τι σημαίνει να μεγαλώνεις και να περνάς τα παιδικά σου χρόνια τη δεκαετία του ’50 στο Διδυμότειχο, σε μια τόσο μακρινή πόλη στα σύνορα της χώρας;
Όταν μεγαλώνεις δεν καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι. Σημασία έχουν οι άνθρωποι, ο τρόπος που μεγαλώνεις, η γειτονιά. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω τι σημαίνει, αλλά μπορώ να σου εξηγήσω τι αισθανόμασταν. Ήμασταν μαζί, οι άνθρωποι ήταν μαζί, οι πόρτες ήταν ανοιχτές, δεν υπήρχαν κλειδιά στις πόρτες. Ανοίγαμε τις πόρτες στις γειτονιές και είχαμε πάντα ένα πιάτο φαγητό να φάμε. Καταλαβαίναμε ποιος δεν είχε φαγητό στο σπίτι του και του πηγαίναμε, δηλαδή αυτό το πράγμα ήταν τόσο αλληλέγγυο. Ήταν τα ευτυχισμένα χρόνια, που δεν έχεις πονηριά, είσαι αθώος, δεν ξέρεις να υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, δεν καταλαβαίνεις την διαφορά.
Μεγάλωσα σε γειτονιά που ήταν Τουρκόγυφτοι, η γιαγιά μου και η μάνα μου ήταν πρόσφυγες. Δεν υπήρχε αυτή η διαφορά, που αργότερα την καταλαβαίνεις και μάχεσαι μια ζωή για να μην υπάρχει. Όταν είσαι παιδάκι, δεν καταλαβαίνεις που βρίσκεσαι, δεν το νιώθεις αυτό το πράγμα. Ήταν γεμάτα ευτυχία τα χρόνια αυτά και το βασικό είναι ότι δεν ξέραμε τη διαφορά μεταξύ πλούσιου και φτωχού. Αργότερα όταν μεγαλώσαμε λιγάκι και πηγαίναμε σε άλλα, μεγάλα σπίτια διαφορετικά από τα δικά μας, τα χαμόσπιτα, καταλαβαίναμε ότι αυτοί έχουν κάτι παραπάνω από εμάς. Και μετά αρχίζεις να αναρωτιέσαι το γιατί. Και τότε ψάχνεσαι, καταλαβαίνεις και μέχρι στιγμής που έφτασα σε αυτήν την ηλικία και με όλα τα πράγματα που πέρασα, θα ήθελα να μην υπάρχει αυτή η διαφορά. Αλλά δυστυχώς υπάρχει.
Έχεις δει αυτή τη διαφοροποίηση να οξύνεται; Τα πράγματα να αλλάζουν προς το χειρότερο ή να μαλακώνουν;
Δυστυχώς δε μαλακώνουν τα πράγματα, αλλάζουν προς το χειρότερο. Ο δυνατότερος παραμένει και αισθάνεται δυνατότερος, θέλει αδύνατους για να τους εκμεταλλεύεται. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά, αλλά εγώ ελπίζω προς το καλύτερο. Ελπίζω οι άνθρωποι να καταλάβουνε ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι καλός για την συνύπαρξη. Αλλά όλα ξεκινάνε από το «εγώ», το οποίο μεγαλώνει, ο καπιταλισμός είναι τεράστιο πρόβλημα, δηλαδή το κεφάλαιο δυναμώνει.
Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι η ισότητα, η αλληλεγγύη και η αγάπη έχουν νόημα για να συνεχίσουμε τη ζωή μας και δυστυχώς τα πράγματα συνεχίζονται με κακό τρόπο. Έχω μια ελπίδα για τα νέα τα παιδιά, γιατί συναναστρέφομαι με αυτά λόγω διδασκαλίας και καταλαβαίνουν ότι αρχίζουν να έχουν την ανάγκη της συνύπαρξης, του «μαζί». Ελπίζω τα πράγματα να πάνε καλύτερα όταν αισθανθούν οι άνθρωποι την ανάγκη του «μαζί» και βλέπω στα νέα παιδιά να συμβαίνει και αυτό μου δίνει ελπίδα.
Αυτό είναι κάτι που παρατηρείς να συμβαίνει στα νέα παιδιά μετά την κρίση;
Ναι, είναι μια παρατήρηση που έχω κάνει τον τελευταίο καιρό γιατί τα παιδιά έχουν την ανάγκη στην επιστροφή στις βασικές ανάγκες. Έχουν την ανάγκη να κοιταχτούν, να ακούσει ο ένας τον άλλον, να συνομιλήσουν, να πούνε τα προβλήματα τους, και ελπίζω αυτό κάπου να οδηγήσει. Γιατί οι άνθρωποι κλείνουμε τα αυτιά μας σε αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, δεν νοιαζόμαστε για τον διπλανό μας, κοιτάμε μόνο το τομάρι μας. Και μιλάω σε α’ πληθυντικό γιατί πιάνω και τον εαυτό μου καμιά φορά να τα κάνει αυτά. Αλλά η διαφορά πάντως, αν μιλήσω για το πώς πορεύομαι εγώ, είναι πως όταν το κάνω το καταλαβαίνω και το σταματάω.
Υπάρχουν άνθρωποι όμως που δεν το καταλαβαίνουν και δεν το σταματάνε και πάμε πολύ άσχημα έτσι. Πάντως ελπίζω και τώρα με αυτόν τον νόμο που έγινε περί πτυχίου, η μόνη ελπίδα που έμεινε για να γίνει κάτι είναι ο ξεσηκωμός των μαθητών των δραματικών σχολών που έχουν καταλάβει το βασιλικό και το εθνικό θέατρο, που ελπίζω η φωνή αυτή να ακουστεί. Είναι η μόνη ωραία πράξη που έγινε μέχρι στιγμής και η μόνη ελπίδα για να δούμε ένα αποτέλεσμα, κάτι καινούργιο να συμβεί και μάλιστα με νέα παιδιά. Έχουν καταλάβει την αδικία και όταν ο νέος καταλάβει την αδικία κάτι καλό θα συμβεί, κάτι άσχημο θα σταματήσει.
Γιατί ήρθες να σπουδάσεις Θεσσαλονίκη και όχι στην Αθήνα;
Σπούδασα Οικονομικό στη Θεσσαλονίκη. Έγινε τυχαία, η Θεσσαλονίκη ήταν πιο κοντά και είχα κάποιους συγγενείς που θα με βοηθούσαν στις πρώτες δυσκολίες. Η σχολή που έδωσα, ήταν η πιο εύκολη από όλες τις Πανεπιστημιακές, ήταν πιο εύκολο να περάσω. Χωρίς να το σκεφτώ, ήταν μία αφορμή να φύγω από εκεί που έμενα και να έρθω σε μία μεγαλούπολη, να ανοίξει λίγο ο ορίζοντας. Δεν ήταν κάτι συνειδητό, δεν υπήρχε κάποια εξήγηση.
Πώς φαινόταν στα δικά σου μάτια η Θεσσαλονίκη την εποχή που ήρθες;
Παράδεισος. Ήταν ακόμα Χούντα, στις αρχές του ’70. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα πολυκατοικίες, η πρώτη φορά που ανέβηκα σε ασανσέρ, η πρώτη φορά που έβλεπα στο σινεμά 6 ταινίες την ημέρα, γιατί παίζανε διπλές ταινίες τότε. Δε σου μιλάω για το Πανεπιστήμιο γιατί δεν πήγαινα και πολύ. Παρόλα αυτά, πήρα υποτροφία, επειδή μάλλον θα ήμουν έξυπνος, τα έπιανα γρήγορα. Αλλά μετά τα παράτησα. Και όταν μπήκα στο θέατρο, άρχισα να κάνω πραγματικότητα αυτό που σκεφτόμουν από μικρός. Αν δεν πήγαινα στη Θεσσαλονίκη δεν θα το έκανα αυτό. Πολύ έντονα θυμάμαι που έβλεπα σινεμά κάθε μέρα, τις βόλτες, την φοιτητική ζωή, τη συναναστροφή με τα παιδιά από το Διδυμότειχο, τη χαρά, τα πάρτι. Πολύ όμορφα πράγματα. Όταν μπήκα στη Σχολή, ήμουν μέλος του Θεατρικού εργαστηρίου και τότε κατάλαβα τι σημαίνει να κάνεις αντίσταση. Μέχρι τότε δεν ήξερα τι είναι αριστερά και τι είναι δεξιά, ήμουν πιο αθώος από το χωριό. Και μετά κατάλαβα και εντάχτηκα προς την αριστερή πλευρά. Άρχισαν οι αγώνες, οι συλλήψεις, τα βρισίματα. Όταν είχαμε καταλάβει την Νομική σχολή στο Πολυτεχνείο, εγώ ταυτόχρονα είχα και παράσταση στο θέατρο Αυλαία και δεν μπορούσα να φύγω από την κατάληψη. Τελικά το έσκασα από την κατάληψη και πήγα στη δουλειά για να παίξω.
Όλο αυτό το κλίμα, έτσι όπως το βλέπεις σήμερα με την απόσταση του χρόνου, πιστεύεις ότι δικαίωσε τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν; Έβγαλε σε κάτι καλύτερο ή υπάρχει και ένα ερωτηματικό μήπως τελικά τόσοι αγώνες δεν μας πήγαν σε έναν καλύτερο κόσμο;
Αυτός ο κόσμος για να γίνει καλύτερος δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει, ειλικρινά. Αλλά την ώρα που κάνεις αυτούς τους αγώνες, φυσικά αξίζει να κάνεις τον κόπο, να υψώσεις την φωνή σου, να είσαι κατά του εκμεταλλευτή, κατά του κεφαλαίου και υπέρ του μαζί. Κατά τη διάρκεια και όταν δικαιώνονται κάποιοι αγώνες και κατακτώνται μερικά πράγματα, υπάρχουν άνθρωποι που συμβιβάζονται και κατακτούν αυτούς τους αγώνες για να γίνουν τελικά όπως αυτοί που κατακτήσανε. Αλλά όταν υπάρχει η ιδεολογία και είσαι συνεπής σε αυτό το πράγμα που κάνεις, έχω την εντύπωση ότι οι πορείες σου μέσα σε αυτή τη ζωή και σε όλα αυτά τα γεγονότα, δεν έχει τύψεις και ότι έχεις κάνει κάτι λάθος. Συνεχίζεις να αγωνίζεσαι και να ελπίζεις. Το που καταλήγει όλο αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις ποτέ, πάντα η ελπίδα υπάρχει.
Αυτό που με πειράζει εμένα πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια είναι ότι δεν έχει δύναμη πια η αντίσταση, η αριστερά. Δεν υπάρχει πολύ μεγάλη αντιδιαστολή σε αυτό το πράγμα, έχει χάσει τη δύναμη το αριστερό κίνημα το οποίο αν κρατούσε γερά την ιδεολογία ίσως να είχαμε μεγαλύτερες ελπίδες. Όμως και αυτό λίγο λοξοδρόμησε και δεν ξέρω πως μπορεί να διορθωθεί. Δεν μπορείς να ξέρεις ποτέ ένας αγώνας. Αν δεν πάψουμε να αγωνιζόμαστε για πράγματα που αφορούν το σύνολο των ανθρώπων, τότε έχουμε ελπίδες για να πάει ο κόσμος καλύτερα. Ακόμα και εμείς που κάνουμε αυτήν τέχνη του θεάτρου και του κινηματόγραφου, καμιά φορά όταν καταγράφουμε τα κακώς κείμενα της κοινωνίας, μπορεί οι άνθρωποι να το δούνε, να το αναγνωρίσουνε και να έρθουνε και αυτοί στην κατάσταση που είμαστε εμείς έτσι ώστε να αγωνιστούμε για την αδικία. Αυτό είναι το θέμα, οι άνθρωποι κλείνουν τα μάτια και δεν βλέπουν την αδικία που γίνεται μπροστά τους και καμιά φορά πατάνε πτώματα για να πετύχουν στην καριέρα τους. Δυστυχώς αυτό θεωρούν ότι αυτό είναι το φυσιολογικό. Αν το φυσιολογικό είναι ότι βλέπω τον εαυτό μου όπως βλέπω εσένα απέναντί μου, χωρίς να έχω τη διαφορά αν είμαι κατώτερος ή ανώτερος, τότε τα πράγματα θα αλλάξουν. Εγώ ακόμα ελπίζω και αγωνίζομαι με τη συνέπειά μου.
https://www.youtube.com/watch?v=MFoElNxKuQM
Πόσο εύκολο είναι να λες όχι σε προτάσεις και να μην συμβιβάζεσαι επιλέγοντας τον εύκολο δρόμο;
Δεν είναι εύκολο ή δύσκολο, είναι τρόπος ζωής. Είναι σαν να λες είναι πόσο εύκολο είναι διαλέγεις ανάμεσα σε ένα ώριμο και ένα σάπιο φρούτο. Φυσικά θα πάρεις το ώριμο, δε θα πάρεις το σάπιο. Δεν είναι δύσκολο να επιλέξεις αν θα πάρεις το όμορφο ή το χρήσιμο. Αρκεί να ανοίξεις τα μάτια και τις αισθήσεις σου, να το διαπιστώσεις και το διαλέξεις. Δεν το κάνουν όλοι δυστυχώς. Αν εφαρμόζουν όλοι οι άνθρωποι τη ρήση του Ευαγγελίου «αγαπά τον πλησίον σου ως εαυτόν», ο κόσμος θα είναι τελείως διαφορετικός, δεν θα υπάρχει τίποτα το οποίο καταστρέφει όλη αυτή την ομορφιά. Και χωρίς να είναι αυτό που λέω θρησκόληπτο. Το φυσιολογικό είναι πλέον να «φάω» εσένα για να προβληθώ εγώ. Όμως δεν είναι αυτό. Αν σκεφτείς ότι πρέπει να αγαπήσω εσένα όπως αγαπάω τον εαυτό μου, δεν θα σκεφτώ να σε σκοτώσω εσένα για να επιβιώσω εγώ.
Μας έχει φάει η καριέρα και η επιτυχία, που μας τριβελίζουν από μικρά παιδιά να πετύχουμε. Πρέπει να δηλώνεις τα αισθήματα σου, να είσαι ελεύθερος ως προς αυτό, να κοιτάς τον απέναντί σου, να μην του κάνεις κακό γιατί αυτό γυρνάει και κάνεις κακό σε σένα. Όλα αυτά δεν ξέρω που διδάσκονται ή που μαθαίνονται. Αλλά είναι πολύ απλό. Επειδή διδάσκω τα τελευταία χρόνια και συναναστρέφομαι με νέα παιδιά, 18-24, μέχρι 30 το πολύ, βλέπω ότι δυσκολεύονται να χρησιμοποιήσουν τις πέντε αισθήσεις τους, δηλαδή να κοιτάξουνε να ακούσουνε, να αγγίξουνε, να γευτούνε, να μυρίσουνε. Όλα αυτά τα πράγματα οι άνθρωποι τα έχουν ξεχάσει. Οπότε εμείς που διδάσκουμε πρέπει να τους το μάθουμε αυτό το πράγμα. Και όταν το συνειδητοποιούνε τα παιδιά και βλέπουν τι σημαίνει να υπάρχεις επί σκηνής, βλέπεις το πόσο αλλάζει αυτή η ατμόσφαιρα και πόσο αναπάντεχα δώρα έρχονται, που πρέπει να είναι έτοιμος ο οργανισμός να τα δεχτεί. Πόσο ωραία πράγματα βγαίνουν ζωτικά και συνειδητοποιούν την ομορφιά των πάντων, ακόμα και την ομορφιά του πόνου. Είναι πράγματα τα οποία τα έχουμε ξεχάσει, δεν εκφραζόμαστε πλέον ελεύθερα. Υπάρχει μια παρωπίδα, δεν κοιτάμε τους άλλους, μόνο τον εαυτό μας και νομίζουμε ότι είμαστε το κέντρο της γης. Δεν είναι έτσι. Και βλέπω τα παιδιά όταν το διαπιστώνουν αυτό πως αμέσως αλλάζει όλο το πρόσωπο και το σώμα τους και γίνονται πανέμορφοι. Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε και στην σκηνή, να δώσουμε αυτήν την ομορφιά της συνύπαρξης.
Τα μέσα της δεκαετίας του 70 και του 80 είναι μια μαγική εποχή, μία κοσμογονία για την τέχνη στη Θεσσαλονίκη.
Και για τη ζωή σαν σύνολο, καθώς υπήρχε μια ελευθερία και στις ερωτικές συμπεριφορές των ανθρώπων. Στη Θεσσαλονίκη ειδικά, τη δεκαετία του ’80 ζούσαμε παραδεισένια. Ο άνθρωπος μπορούσε να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς παρεξήγηση. Ήταν εξαιρετικά χρόνια, ήμουν πολύ τυχερός που έζησα αυτήν την ακμή μέχρι και το ’84 που έφυγα. Τώρα όταν γυρνάω, δεν τα βλέπω αυτά αλλά θέλω πάντα να έρχομαι ή να παίζω σε παραστάσεις εκεί με το Κρατικό Θέατρο. Έχει αλλάξει η Θεσσαλονίκη, αλλά έχουν αλλάξει τα πάντα, δεν φταίει η Θεσσαλονίκη. Απλά τότε, εκείνη την εποχή ήταν στην ακμή της.
Τι την έκανε να είναι τόσο ανοιχτόκαρδη και ανοιχτόμυαλη;
Νομίζω ότι έγινε μία έκρηξη όταν έπεσε η Χούντα, με το φοιτητικό κίνημα. Υπήρχε μια ελευθερία όσον αφορά τη σεξουαλική ταυτότητα και αμέσως οι συμπεριφορές αλλάξανε και ανοίξανε οι ορίζοντες. Η έκφραση ήταν ακόμα πιο ελεύθερη. Ήρθε μία άλλη γνώση για απαγορευμένα πράγματα, που για 7 χρόνια δεν μας επιτρέπονταν να κάνουμε. Η κουλτούρα άλλαξε και άνοιξε ο ορίζοντας, μπορούσες να δεις ακόμα πιο μακριά. Νομίζω η χαρά της ελευθερίας έφερε όλη αυτή την ακμή. Τη Θεσσαλονίκη περισσότερο τη συγκρίνω με την Νέα Υόρκη, τη Μητρόπολη του κόσμου, παρά την Αθήνα. Υπήρχε μια συνδιαλλαγή κουλτούρας, ανθρώπων από διαφορετικά κράτη. Υπήρχε πάρα πολύ το «μαζί».
Γίνανε τολμηρά πράγματα στο Θέατρο εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη;
Φυσικά. Το θεατρικό εργαστήρι ανέβασε Μπρεχτ, ο Βολωνάκης ήρθε στο Κρατικό Θέατρο. Έγινε μια απίστευτη καλλιτεχνική συνδιαλλαγή. Έγινε η Πειραματική Σκηνή της τέχνης, το Αμαλία, συνεχίστηκε το Θεατρικό εργαστήρι, υπήρχε ανταγωνισμός της τέχνης αλλά με την καλή έννοια. Υπήρχε ένας ανοιχτός διάλογος και έγινε ένα ψάξιμο προς την προοδευτική μεριά της πολιτικής, οπότε και αυτό έφερε άνθιση στον καλλιτεχνικό χώρο. Έβλεπα παραστάσεις που μου άνοιξαν τα μάτια. Ακόμα και στο τραγούδι υπήρχαν πρόοδοι. Βγαίναμε έξω στα μπαρ και το ποτό δεν ήταν μόνο για να βρεις ερωτικό σύντροφο αλλά υπήρχε η ανάγκη ανταλλαγής ιδεών.
Ποια ήταν η αίσθηση σου από την Νέα Υόρκη όταν πήγες για πρώτη φορά εκεί για να μείνεις;
Ήταν ακριβώς η ίδια αίσθηση όπως όταν ήρθα από το χωριό από το Διδυμότειχο στη Θεσσαλονίκη. Αισθάνθηκα την ίδια διαφορά στα μεγέθη. Ακριβώς την ίδια διαφορά. Πώς κοίταζα τις πολυκατοικίες μαγεμένος στα 18 μου, έτσι κοίταζα μαγεμένος τους ουρανοξύστες. Ήταν τεράστια όλα. Και υπήρχε ο ίδιος αγώνας της επιβίωσης, όπως στα 18 μου. Επανέλαβα ακριβώς τα ίδια πράγματα που έζησα στη Θεσσαλονίκη, όταν ήμουν πάλι 30 τόσο. Όμως τότε, με διαφορετική μορφή. Ήμουν πλέον συνειδητός, καταλάβαινα παραπάνω πράγματα. Μέσα σε αυτήν την πολυκοσμία και την συναναστροφή και θέατρο σπούδασα και κατάλαβα ποια είναι τα όρια μου. Βρέθηκα αντιμέτωπος με τα όρια μου και επιβίωσα. Κατάλαβα τι σημαίνει πάτος και τι σημαίνει να φεύγεις από τον πνιγμό για να συνεχίσεις να ζεις. Αυτό ήταν πολύ μεγάλο μάθημα. Κατάλαβα τι σημαίνει να επιβιώνεις και τι σημαίνει να ζεις. Όμως η σύγκριση και ηλικιακά και από άποψη μεγέθους, ήταν ακριβώς η ίδια.
Σκέφτηκες να μείνεις εκεί;
Όχι, ποτέ. Αλλά μετά ο θεός μου έδωσε πολλά δώρα. Ταινίες ήθελα να κάνω και άρχισα να τις κάνω μετά τα πενήντα μου. Μετά ήρθε αυτό το δώρο με τον κυνόδοντα. Μετά άρχισα να κάνω πράγματα στο εξωτερικό, στο Λονδίνο, στη Βουλγαρία, ακόμα πηγαινοέρχομαι και υπάρχουν προτάσεις. Η ζωή μου έχει δώσει τόσα πολλά δώρα και είμαι τόσο ευγνώμων παρά τις δυσκολίες. Αυτό όμως που κρατάω είναι ότι όταν δεν σκέφτεσαι την καριέρα σου και σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή αυτό που κάνεις να το κάνεις ολοκληρωμένα με ευχαρίστηση και με ότι σημαίνει αυτό, αυτό το πράγμα θα σου φέρει και άλλα πράγμα. Άμα το κάνεις αυτό και έχεις στο μυαλό σου να κάνεις καριέρα, δεν έρχεται ποτέ. Ή έρχεται αλλιώς. Δεν πρέπει να σκέφτεσαι υστερόβουλα «Αν κάνω τώρα αυτό θα φτάσω εκεί, και αν κάνω μετά εκείνο θα φτάσω εκεί και μετά θα φτάσω στην κορυφή». Και δεν είναι μόνο ο χώρος μας έτσι, είναι όλοι οι χώροι έτσι. Απλώς εμείς εκτιθέμεθα λίγο παραπάνω γιατί φαινόμαστε. Αλλά όλο αυτό το μικρόβιο της καριέρας και της επιτυχίας υπάρχει παντού.
Σε τρόμαξε ποτέ ότι τα τελευταία χρόνια έπρεπε να δουλέψεις σε τόσο μεγάλες παραγωγές;
Όχι, το μόνο πράγμα που ήταν δύσκολο είναι αντί να μάθεις ένα κείμενο σε ένα α’ χρονικό διάστημα, πολλαπλασιάζεις επί 4, λόγω της γλώσσας. Απλώς χρειάζεται περισσότερη δουλειά. Οι συνεργασίες ήταν τόσο καλές, που ούτε καν μου το θυμίζανε αυτό οι άνθρωποι. Βέβαια, πρέπει να είσαι απόλυτα εκεί, στο γύρισμα για παράδειγμα δεν πρέπει να περιμένει κανείς. Απλά εγώ ας πούμε δούλευα παραπάνω από αυτούς που ήταν στη μητρική τους γλώσσα. Υπήρχε ένας coach/προπονητής που βοηθούσε με το θέμα της γλώσσας όταν είχα δυσκολίες και με βοηθούσε όποτε χρειαζόταν. Όταν δεν μιλάς τη γλώσσα και δεν έχεις τόση εμπειρία με αυτή, απλά δουλεύεις παραπάνω. Εμένα η δουλειά ποτέ δε με τρόμαξε.
Η συνεργασία με τον Λάνθιμο ήταν αναπάντεχη για όλους μας. Αυτό είναι ένα παράδειγμα όταν αυτό που σκέφτεται ένας δημιουργός, το κάνει με συνέπεια και ολοκληρωτικά. Και κανείς από εμάς δεν είχε σκεφτεί ότι αυτό θα μας άνοιγε πόρτες στο εξωτερικό. Είναι ένα καλλιτεχνικό γεγονός ανεπανάληπτο.
Η κάθε συνάντηση έχει την αξία της, δεν έχω κάποιον πιο ψηλά. Άλλες συναντήσεις είναι επιτυχημένες και άλλες αποτυχημένες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι επιτυχημένες είναι πιο ψηλά από τις αποτυχημένες, γιατί και από τις αποτυχημένες μαθαίνεις και ωφελείσαι. Συναναστράφηκα με ανθρώπους και καλλιτέχνες, με τους οποίους είχα την επί ίσοις όροις συνεννόηση. Όσες συναντήσεις δεν ήταν επί ίσοις όροις δεν πήγαν ποτέ καλά.
Από συγγραφείς μπορώ να σου ξεχωρίσω κάποιους που είχα ιδιαίτερη σχέση και μπόρεσα να συνδεθώ απόλυτα. Με τον Άλμπι, με τον Μπερχαρντ, με τον Μπέκετ, Εμπειρίκο, με τον Ανούιγ. Είχα απόλυτη συνάντηση, με την έννοια ότι αυτά που λένε θα μπορούσα να τα πω και εγώ. Όχι να βάλω τον εαυτό μου ότι είμαι καλός συγγραφέας. Δεν είμαι, ερμηνευτής είμαι. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς, κάνουν τον απλό τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει αυτά που λένε, άσχετα που τα λόγια είναι μπερδεμένα. Φυσικά και με όσους τραγικούς έχω παίξει, Ευρυπίδη, Σοφοκλή, Αισχύλο και Αριστοφάνη. Αλλά με τους σύγχρονους είχα μια ιδιαίτερη σχέση. Πολύ θα ήθελα να ξαναπαίξω αυτούς τους συγγραφείς. Όταν διάβασα ποιήματα του Εμπειρίκου σε συναυλία βιολοντσέλου πριν από είκοσι χρόνια στο Άργος, ήρθαν και οι πενήντα άνθρωποι που παρακολουθούσαν στο καμαρίνι για να μου πούνε ότι είδανε τόσο καθαρές τις εικόνες. Αυτήν την επικοινωνία ψάχνω. Οι συναντήσεις που κάνεις για να πεις όλα αυτά τα κείμενα πρέπει να σου δημιουργήσουν το έδαφος και τον χώρο και τον χρόνο, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί. Για να ειπωθεί όλο αυτό, πρέπει να έχεις την κατάλληλη προετοιμασία. Με αυτούς τους συγγραφείς, παρά το γεγονός ότι το κείμενο ήταν δύσκολο, μου ήταν πιο εύκολο να το ξεστομίσω.
Τα βραβεία σημαίνουν τίποτα;
Φυσικά, σημαίνουν πάρα πολύ χαρά. Αλλά μετά πρέπει να το ξεχνάς και να αρχίζεις πάλι από την αρχή. Με το πρώτο δεν ήταν τόσο εύκολο, με τα υπόλοιπα έγινε πιο εύκολο. Γιατί πρέπει να είσαι καθαρός όταν αρχίζεις μία δουλειά, να μην σκέφτεσαι ότι είσαι βραβευμένος. Γιατί έτσι το έχασες το παιχνίδι, δεν είσαι ταπεινός. Είναι μεγάλος πειρασμός. Θυμάμαι όταν πήρα το βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και με πήραν τηλέφωνο ότι πήρα βραβείο καλύτερου ρόλου για δύο ταινίες που είχα παίξει. Και πήρα δύο βαλίτσες μεγάλες και ανέβηκα 150 σκαλιά και ούτε καν λαχάνιασα από την χαρά που πήρα από αυτό το δώρο.
Όταν βλέπεις τον εαυτό σου στην οθόνη, λες ότι α αυτό θα μπορούσα να το είχα κάνει καλύτερα. Αλλά με τα χρόνια το ξεπέρασα και αυτό, γιατί έχω κάνει αρκετές ταινίες. Αλλά όταν μία ταινία είναι καλή, όπως όταν έγινε στις Κάννες με τον Κυνόδοντα και είδαμε για πρώτη φορά την ταινία, στα πρώτα δέκα λεπτά ξέχασα ότι παίζω. Είδα την ταινία, σαν να μην έπαιζα εγώ.
Έχω ένα απωθημένο. Θέλω να παίξω το ‘’Τέλος του Παιχνιδιού’’ που έπαιξα όταν ήμουν 50 χρονών. Τώρα που μεγάλωσα λίγο παραπάνω θα ήθελα να το ξαναπαίξω γιατί τότε δεν ήταν η κατάλληλη ηλικία πιστεύω. Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα το χιούμορ, το οποίο τότε το πήρα πολύ στα σοβαρά. Θα ήθελα να το ξανακάνω, θα προσπαθήσω.