Parallax View

Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και το μεγαλείο της κατάρρευσης

Στα 85 του πια χρόνια, ο σπουδαίος σκηνοθέτης δεν έχει να αποδείξει τίποτε και σε κανένα.

Πάνος Αχτσιόγλου
ο-φράνσις-φορντ-κόπολα-και-το-μεγαλείο-1218752
Πάνος Αχτσιόγλου

Δεν υπάρχει τίποτε πια που δεν έχει γραφτεί, δεν έχει ειπωθεί, κινηματογραφηθεί ή αναλυθεί για έναν από τους σπουδαιότερους εν ζωή σκηνοθέτες παγκοσμίως, τον 85χρονο αισίως Φράνσις Φόρντ Κόπολα.

Έναν δημιουργό πολυσύνθετο, ο οποίος κατόρθωσε να στήσει το δικό του ανάστημα, όχι απλά να υπάρξει, αλλά να διαπρέψει μέσα σε ένα σκληρά ανταγωνιστικό, καπιταλιστικό και πολλές φορές περιοριστικό κινηματογραφικό σύστημα, παίζοντας το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες, κάνοντας ελάχιστες υποχωρήσεις και υποκύπτοντας σε όσο το δυνατόν λιγότερους εκβιασμούς. Και πληρώνοντας πολλές φορές το τίμημα.

Έναν σκηνοθέτη με εκκωφαντικούς θριάμβους και τρανταχτές αποτυχίες, καταφέρνοντας να αφήσει ως παρακαταθήκη μια φιλμογραφία που εκτείνεται πάνω από 60 χρόνια. Με ταινίες εξωφρενικών προϋπολογισμών αλλά και ανεξάρτητες, low budget παραγωγές που εξυμνούν την άνοδο και την πτώση, τη μεγαλοπρέπεια αλλά και την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από δωρικές εικόνες, εντυπωσιακές μεταβάσεις και στοχαστικές απαθανατίσεις μικρών στιγμών.

Μια μοναδική καλλιτεχνική προσωπικότητα που, πάνω ίσως από όλα, απεχθάνεται την παρέμβαση παραγόντων (είτε αυτοί λέγονται παραγωγοί, είτε πολυδιαφημισμένα στούντιο) στην δημιουργικότητα και το σκηνοθετικό όραμα, αναζητώντας διαρκώς νέους τρόπους έκφρασης, παίρνοντας γενναίες αποφάσεις και σιωπαίνοντας όταν πια δεν έχει κάτι νέο να πει.

Ο Κόπολα συνιστά την επιτομή του ιδιοσυγκρασιακού Αμερικάνου σκηνοθέτη, όντας έτοιμος να διαχειριστεί με τον ίδιο στωικό τρόπο μοναδικά κατορθώματα (τα 5 βραβεία Όσκαρ που κέρδισε πριν ακόμη κλείσει τα 36 του χρόνια) και εμπορικές καταστροφές (την απώλεια του αγαπημένου του Zoetrope Studio), να πειραματιστεί με εντελώς διαφορετικά κινηματογραφικά ήδη, να ρισκάρει τη φήμη και τα χρήματά του για αμφίβολα πρότζεκτ, να επιμείνει σε αντιεμπορικά μοτίβα έκφρασης και να παραμείνει ένας ουσιαστικά ανεξάρτητος δημιουργός, προκαλώντας πολλές φορές με τη στάση του την αμερικανική βιομηχανία του θεάματος αλλά και ζητώντας από το κοινό να αναζητήσει με νηφαλιότητα τις αιτίες των δημιουργικών του επιλογών.

Γεννημένος στο Detroit το 1939, αλλά μεγαλωμένος στο Queens της Νέας Υόρκης, ο γιός του μουσικού και συνθέτη Carmine Coppola αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο UCLA, εντυπωσιάζοντας με την ικανότητά του κυρίως στη συγγραφή σεναρίων αλλά και την προσαρμοστικότητά του σε πρωτοποριακούς κινηματογραφικούς δρόμους, αναγκάζοντας τον σπουδαίο ανεξάρτητο παραγωγό και γκουρού των b-movies Roger Corman να τον χρίσει προσωπικό του βοηθό (στην πραγματικότητα έκανε λίγο από τα πάντα) από πολύ μικρή ηλικία.

Η πρώτη, εντελώς προσωπική του κινηματογραφική απόπειρα ήταν το slasher Dementia 13 (1963) το οποίο αντιμετωπίστηκε διστακτικά από τους κριτικούς της εποχής, η συνέχεια όμως δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικότερη για τον οραματιστή νεαρό. Το Όσκαρ σεναρίου για το βιογραφικό πολεμικό φιλμ του 1970 Patton (το μοιράστηκε με τον Edmund H. North) ανοίγει τις πόρτες των στούντιο του Χόλυγουντ οδηγώντας τον στη δόξα, με τις δύο πρώτες ταινίες αυτού που έμελλε να γίνει τριλογία πολλά χρόνια αργότερα.

Τα εμβληματικά Godfather (1972) και Godfather 2 (1974) αντιμετωπίζονται ευθύς αμέσως ως κλασικά αριστουργήματα, ο Marlon Brando κερδίζει το δεύτερο Όσκαρ της καριέρας του (το οποίο αρνείται να παραλάβει) και το όνομα του Κόπολα φιγουράρει ήδη στις λίστες με τους σπουδαιότερους Αμερικάνους σκηνοθέτες της ιστορίας.

Ο ίδιος βέβαια δεν ξεχνά τις ανεξάρτητες κινηματογραφικές του ρίζες και ανάμεσα στα δύο φιλμ γυρίζει το αριστουργηματικό Conversation (εμπνευσμένος από το Blowup του Antonioni) και κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1974, αντανακλώντας την πολιτική παράνοια και τη χαμένη εμπιστοσύνη πολίτη-κράτους της εποχής, καθώς το σκάνδαλο Watergate οδηγεί τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.

Η χρυσή δεκαετία του σκηνοθέτη ολοκληρώνεται με το αδιαμφισβήτητο magnum opus του, την ταινία που τον ώθησε σε απόπειρες αυτοκτονίας, που τον οδήγησε σε ψυχολογική και σωματική κατάρρευση, που ακόμη και σήμερα θεωρείται το φιλμ του οποίου η παραγωγή αγγίζει τα όρια του μύθου.

Η καταβύθιση του ανθρώπου στο απόλυτο σκοτάδι μέσω ενός λυρικού τελετουργικού τέλους του πολιτισμού, βρίσκει την αισθητική της αποτύπωση στις ζούγκλες του Βιετνάμ (στην πραγματικότητα τα γυρίσματα έγιναν στις Φιλιππίνες) στο απόλυτο αντιπολεμικό έπος Apocalypse now, βασισμένο ελεύθερα στο μυθιστόρημα του Joseph Conrad, Heart of Darkness.

Η δεκαετία του 1980 σίγουρα δεν κουβαλά τις δάφνες της προηγούμενης για τον Κόπολα, αφού οι περισσότερες ταινίες του αντιμετωπίζονται αδιάφορα ή και εχθρικά. Το 1983 ο ίδιος αναγκάζεται να πουλήσει το αγαπημένο του Zoetrope Studio μετά την εμπορική αποτυχία του ιδιοσυγκρασιακού φανταστικού μιούζικαλ/δράματος One From the Heart, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα πρωτοποριακές τεχνικές μοντάζ και κινηματογράφησης.

Οι δύο διασκευές μυθιστορημάτων της Susan Eloise Hinton, οδηγούν στις ομώνυμες ταινίες The Outsiders και Rumble Fish (1983), όπου ντεμπουτάρουν ηθοποιοί οι οποίοι στη συνέχεια θα γινούν σταρ όπως ο Matt Dillon και ο Rob Lowe, με το δεύτερο να αποτίει το δικό του φόρο τιμής στον γερμανικό εξπρεσιονισμό με την εξαίσια ασπρόμαυρη φωτογραφία του.

Οι εισπρακτικές αποτυχίες συνεχίστηκαν με το εντυπωσιακό Cotton Club (1984), παρά τις πολλές οσκαρικές υποψηφιότητες, ενώ η δραμεντί Peggy Sue got married (1986) εμφανίζεται ως η μόνη ταινία αυτής της δεκαετίας που κατάφερε να κερδίσει, μαζί με τους κριτικούς και το κοινό αυτή τη φορά.

Το 1990 ο σκηνοθέτης εκπληρώνει το όνειρό του, γυρίζοντας το τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας της οικογένειας Corleone, με το Godfather 3 να μην καταφέρνει να αγγίξει την αίγλη των δύο πρώτων φιλμ αλλά να δικαιώνει το όραμα του Κόπολα για μια σεξπηρική τραγωδία όπου το ολέθριο πεπρωμένο συγκρούεται με την ανθρώπινη βούληση.

Μια λυρική ιστορία φόνων και εκδίκησης, οπού τελικά όλα μοιάζουν να πνίγονται στο αίμα. Το 1992, ακούραστος και εργασιομανής, ο σκηνοθέτης θα αναμετρηθεί με ένα κλασικό μυθιστόρημα το οποίο έχει διασκευαστεί πάμπολλες φορές, με το Bram Stoker’s Dracula να παρουσιάζεται ως ένα συγκλονιστικό κινηματογραφικό αποτέλεσμα απαράμιλλης παλπ αισθητικής, στο οποίο διαπρέπει ο Gary Oldman στον ρόλο του απέθαντου κόμη που αναζητεί την υπέρτατη συμφιλίωση με τον εαυτό του και το Θεό μέσω της αγάπης που «διασχίζει τους ωκεανούς του χρόνου» για να συναντήσει τη λύτρωση.

Το Rainmaker του 1997 αποτελεί το τελευταίο φιλμ που σκηνοθετεί, πριν από τη σχεδόν δεκαετή του απουσία, στην οποία ωστόσο συνεχίζει να ασχολείται με την παραγωγή ταινιών αλλά και να επεξεργάζεται παλιότερες δημιουργίες (κάτι που κάνει σε όλη του την πορεία), όπως το Apocalypse Now Redux, στο οποίο προσθέτει σχεδόν μία ώρα έξτρα υλικού στην αριστουργηματική ταινία του 1979.

Η επιστροφή του στην καρέκλα του σκηνοθέτη γίνεται χωρίς τυμπανοκρουσίες (ο ίδιος δηλώνει ότι «από εδώ και μπρος θα κάνω πιο προσωπικά φιλμ») με το Youth Without Youth του 2007 και το Tetro του 2009, ενώ την προηγούμενη δεκαετία το «πειραματικό» χόρορ Twixt (2011) βρίσκει κυρίως Φεστιβαλική απήχηση.

Το τελευταίο, επικών διαστάσεων πρότζεκτ ακούει στο όνομα Megalopolis, το οποίο ο ίδιος ανακοινώνει το 2019 (βάζοντας από την τσέπη του σχεδόν 100 εκατομμύρια δολάρια, πουλώντας τους αμπελώνες και το οινοποιείο του) και ολοκληρώνει το 2024, με την ταινία να προβάλλεται στις Κάννες, να παίρνει ανάμεικτες κριτικές και να χαρακτηρίζεται ως το «έργο της απόλυτης κινηματογραφικής παράνοιας».

Το αν τελικά πρόκειται για την ματαιόδοξη αναλαμπή ενός εξαντλημένου δημιουργού που ο χρόνος τον έχει πια προσπεράσει ή αντιθέτως συνιστά τη πραγματοποίηση ενός ονείρου, όπου η πτώση του δυτικού πολιτισμού συναντά την οπτική εξτραβαγκάντσα του υπέροχου One from the Heart, κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.

Στα 85 του πια χρόνια, ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα δεν έχει να αποδείξει τίποτε και σε κανένα. Όντας μέλος μιας κλειστής ομάδας δημιουργών που τη δεκαετία του 1970 άλλαξαν οριστικά τον τρόπο με τον οποίο το Χόλυγουντ αντιλαμβανόταν τον κινηματογράφο (οι γνωστοί και ως  “Movie Brats”), δίνοντας πνοή στην αδιαμφισβήτητα πιο προοδευτική και καλλιτεχνικά δημιουργική 15ετία του αμερικανικού σινεμά, ο ίδιος μοιάζει να παραμένει ίσως ο πιο συνεπής σε αυτό που το η περίοδος του New Hollywood όρισε ως βασικό πολιτισμικό της θεμέλιο: την ειλικρίνεια, τη δημιουργική ελευθερία και την αφήγηση μιας προσωπικής αλήθειας.

Ενός μπαρόκ ρομαντισμού όπου το καλό και το κακό συνυπάρχουν μέσα στην ανθρώπινη κατάσταση. Όπου το όνειρο ενός νέου κόσμου φτάνει τελικά στο «τέλος του ποταμού», επαναδιαπραγματεύοντας έννοιες όπως αυτές της βίας, της ελεύθερης βούλησης, του πεπρωμένου, της ηθικής, της αγάπης, της αγωνίας του θανάτου.

Ο Κόπολα μοιάζει να επιβεβαιώνει διαρκώς την ορμητική σύγκρουση και την κατάρρευση που αυτή φέρνει, μέσα από ταινίες που δοκιμάζουν, πειραματίζονται και προβληματίζουν, ανοίγουν διάλογο με το παρελθόν και τον κόσμο της νεοτερικότητας. Χωρίς να έχει να αποδείξει τίποτε, συνεχίζει να «σκέφτεται σαν εξάχρονο παιδί», κάνοντας το όνειρό του πραγματικότητα.

Η επικείμενη βράβευσή του από το Σωματείο των Αμερικανών Σκηνοθετών στα 25α DGA Honors τον Οκτώβρη «τιμώντας τα επιτεύγματα οραματιστών δημιουργών που έχουν επηρεάσει σημαντικά τον αμερικανικό πολιτισμό» όπως δήλωσε η πρόεδρός του, Λέσλι Λίνκα Γκλάτερ, απλά έρχεται να επισφραγίσει για ακόμη μια φορά την σπουδαιότητα και την επιδραστικότητα ενός δημιουργού ο οποίος πια έχει περάσει στη σφαίρα του θρύλου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα