Οι Άγριες Μέρες Μας: «Η καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών»
Ο Νικόδημος Τριαρίδης γράφει για τη νέα ταινία του Βασίλη Κεκάτου
Εξεπλάγην, αγαπητοί αναγνώστες, όταν έμαθα ότι οι εκπρόσωποι του αυτοαποκαλούμενου ελληνικού “σινεμά” είναι υπεράνω πάσης κριτικής απλώς και μόνο βάσει του διαβατηρίου τους. Ευτυχώς πληροφορήθηκα για τον άγραφο αυτό κανόνα προτού βρεθώ ενώπιον του πιο πρόσφατου υπερ-αριστουργήματος του σπουδαιότερου σκηνοθέτη της Ελλάδας (για να μην πούμε ολόκληρου του κόσμου) Βασίλη Κεκάτου.
Η Χλόη (η Δάφνη Πατακιά πασχίζει να αποδείξει ότι είναι καλή ηθοποιός ενάντια στο σενάριο), μια κοπέλα που αντιμετωπίζει προβλήματα στο πατρικό της σπίτι, αποφασίζει μια μέρα να φύγει στον Έβρο όταν συναντά και εντάσσεται σε μια συμμορία νεαρών φωτομοντέλων τα οποία ληστεύουν τοκογλύφους ενώ γυρίζουν την Ελλάδα με το τροχόσπιτό τους, σαν μοντέρνοι Ρομπέν των Δασών, και συνάμα, εξαιρώντας τον βετεράνο του “Milky Way” Νίκο Ζεγκίνογλου ως Άρη, παρουσιάζουν πρωτοφανή για κεκατικό καστ αριθμό διαστάσεων στους πολυσχιδείς χαρακτήρες τους (και το ένα αριθμός είναι εξάλλου). Μαζί, η Χλόη και τα φωτομοντέλα ξεκινούν ένα επικό ταξίδι στην Ελλάδα, αγνοώντας ότι στην πραγματικότητα είναι παγιδευμένοι σε μια Κόλαση πιο δυσμενή και από το κατεστημένο ενάντια στο οποίο “επαναστατούν” με τις κλισέ ανοησίες τους: το ότι είναι πρωταγωνιστές σε μια ταινία του Βασίλη Κεκάτου.
Σαν καινούργιος Ταραντίνο, ο μέγας Κεκάτος δείχνει για μια ακόμη φορά τη μαεστρία του στο στυλιζαρισμένο διάλογο (άσχετο το ότι η ταινία δήθεν επιδιώκει νατουραλισμό) και καινοτομεί με το να γυρίζει ταινίες για νέους δίχως να έχει ακούσει ποτέ πώς μιλάνε οι νέοι στον πραγματικό κόσμο. Κάποιος κακεντρεχής κριτικός θα έλεγε ότι οι ειριστικές αλληλεπιδράσεις της Χλόης και των φωτομοντέλων, παρά τη φυσική χημεία των μελών του καστ, αποτελούν φονική μορφή αφελούς ωραιοποιημένης αερολογίας, ενώ αρκετά από τα “μαργαριτάρια σοφίας” που με τόση χάρη κεντάει ο Κεκάτος σε τούτο το εξαιρετικό σενάριο θα κάνουν τον άτυχο θεατή να νοσταλγήσει το μπαράζ ασυναρτησίας του “Milky Way”, αλλά έχουμε να κάνουμε με Έλληνα σκηνοθέτη που κέρδισε βραβείο στις Κάννες, και ως εκ τούτου μονάχα εσείς, αγαπητοί αναγνώστες, φανερώνετε ότι γνωρίζετε λιγότερα για ποιοτικό σινεμά από όσα γνωρίζει ο auteur Κεκάτος για το νόημα της ιστορίας του Πίτερ Παν.
Εξίσου ανίδεοι θα φανείτε αν ευελπιστείτε ότι ο ειδυλλιακός τρόπος ζωής των ανεύθυνων αυτών εγκληματιών θα αμφισβητηθεί έστω και στο ελάχιστο πλην μιας εξαναγκασμένης σκηνής προς το τέλος που δικαιώνει τον χαρακτηρισμό του προβοκάτορα Κεκάτου ως επικριτή της “ωμότητας” (με την έννοια του αμαγείρευτου κοτόπουλου που προκαλεί χειρότερη τροφική δηλητηρίαση και από τους διαλόγους της ταινίας) της ελληνικής κοινωνίας, ή ότι θα υπάρξει ποτέ η παραμικρή υποψία ουσιωδούς σύγκρουσης μεταξύ της Χλόης και των φωτομοντέλων, της Χλόης και της οικογένειάς της που ουσιαστικά εξαφανίζεται μετά την εναρκτήρια σκηνή, ή των φωτομοντέλων και των αρχών που τους καταδιώκουν. Οι ταινίες του κεκατικού σύμπαντος είναι εξάλλου “ονειρικά ταξίδια” παρά ουσιώδεις αφηγήσεις, εννοώντας ότι θα τις έχετε ήδη ξεχάσει όταν ξυπνήσετε το επόμενο πρωί.
Αλλά ένας καλλιτέχνης του βεληνεκούς του Βασίλη Κεκάτου ασφαλώς δεν θα αρκούταν μονάχα στην τολμηρή ανατροπή των απαρχαιωμένων σεναριακών κανόνων περί “πλοκής”, “δομής”, “νοήματος” και “εξέλιξης χαρακτήρων”. Όχι, ο ασύγκριτος Κεκάτος στρέφει τα βέλη του και ενάντια στις προκαθορισμένες αντιλήψεις περί “καλής σκηνοθεσίας”, και πρωτοτυπεί με το πόσο μη-πρωτότυπη είναι η τολμηρή σκηνοθετική του προσέγγιση, όπως εξάλλου συμβαίνει και με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία των μεταμοντέρνων κολάζ του που κλέβει ασύστολα (συγγνώμη, “επαναδιαπραγματεύεται δημιουργικά”) από καλύτερες ταινίες.
Αψηφώντας σθεναρά κανόνες σύνθεσης, εικονοποιίας και καλαισθησίας που γνωρίζουμε μόλις τα τελευταία 2500 χρόνια (δυστυχώς, ο φωτογράφος Γιώργος Βαλσάμης δεν έχει την τόλμη του σκηνοθέτη και συνεπώς παραδίδει κατά λάθος αξιοπρεπείς φωτισμούς και κάδρα μια στις τόσες), η “αιθέρια” κάμερα του ποιητή Κεκάτου αιωρείται “πουπουλένια” σε “νοσταλγικά” κοντινά με “ερασιτεχνικά” καδραρίσματα και κινήσεις κάμερας που “προκαλούν εμετό”, δημιουργώντας έναν οπτικό λυρισμό που ξεχειλίζει από “ευαισθησία”, “ειλικρίνεια”, και “αναπόληση”, όχι για το ιδεατό όνειρο που κυνηγά η Χλόη και τα φωτομοντέλα, αλλά για την ξεχασμένη εκείνη εποχή όταν οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούσαν τρίποδες και οι Κάννες δεν επιβράβευαν ανίκανους αντιγραφείς που ενδύονται τον μανδύα του τρυφερού οραματιστή.
Κι όμως, παρόλο που δεν φτάνει τα μυθικά ύψη του “Milky Way”, το οποίο εγώ θεωρώ magnum opus του Τιτάνα Κεκάτου, δεν έχω κανέναν ενδοιασμό να βαφτίσω το “Οι Άγριες Μέρες Μας” την καλύτερη ελληνική ταινία όλων των εποχών, αν μη τι άλλο επειδή το “The Godfather” έχει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Πρόκειται για τον μακρουλό και στιβαρό πυλώνα του α… πάνω στον οποίο στέκεται όλο το ελληνικό σινεμά.