Οι κορυφαίες στιγμές της τρίτης ημέρας του 2ου Evia Film Project
Masterclasses αγαπημένων δημιουργών, προβολές ταινιών, ένα συναρπαστικό Fam Trip σε υπέροχες τοποθεσίες της Β. Εύβοιας και ένα πράσινο παιδικό εργαστήρι.
To 2ο Evia Film Project συνεχίστηκε με ένα συναρπαστικό FAM Trip για location managers και παραγωγούς από την Ελλάδα και το εξωτερικό, προβολές ταινιών, ενδιαφέροντα masterclasses, καθώς και ένα πράσινο παιδικό εργαστήρι. Στο πλαίσιο των πράσινων δράσεων του Evia Film Project, γίνεται σε όλους τους χώρους του Φεστιβάλ διαχείριση απορριμμάτων.
Fam Trip στη Βόρεια Εύβοια
Στο πλαίσιο του Fam Trip (familiarization trip) το Evia Film Project έδωσε τη δυνατότητα σε location managers και παραγωγούς να ανακαλύψουν σημεία της βόρειας Εύβοιας που θα μπορούσαν να «πρωταγωνιστήσουν» σε μελλοντικές ταινίες.
Μεταξύ άλλων, οι location managers και οι παραγωγοί είχαν την ευκαιρία να δουν τις πανέμορφες λίμνες των ανενεργών πλέον ορυχείων-λατομείων λευκόλιθου στη Βόρεια Εύβοια, το κτήμα Κανδύλι, την παραλία Πήλι, το Κυμάσι Μαντουδίου, καθώς και τον αρχαιολογικό χώρο και την παραλία στην Κρύα Βρύση Κηρίνθου Ευβοίας. Στη συνέχεια, δοκίμασαν την τοπική κουζίνα και περιηγήθηκαν στα σοκάκια της γραφικής Λίμνης. Το FAM Trip συνεχίστηκε την Παρασκευή σε άλλες τοποθεσίες της Βόρειας Εύβοιας.
Παιδικό εργαστήρι «Ένα πάντα στην Αιδηψό»
Το απόγευμα της Πέμπτης, παιδιά 5-12 ετών είχαν την ευκαιρία να παίξουν με ένα πάντα, να περπατήσουν στην Αιδηψό, να λύσουν γρίφους και να ανακαλύψουν το κρυφό νήμα που συνδέει ζώα, δάσος, νερό και κλίμα και να σκηνοθετήσουν τη δική τους φωτο-ιστορία! Τη δράση που ξεκίνησε από την Παιδική Νεανική Δημοτική Βιβλιοθήκη Ιστιαίας Αιδηψού διοργάνωσε και επιμελήθηκε η Ελένη Σβορώνου (WWF Ελλάς).
Διαχείριση απορριμμάτων
Σε συνεργασία με τους τοπικούς δήμους Ιστιαίας-Αιδηψού και Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας, αλλά και με εταιρείες κυκλικής οικονομίας και πρωτοβουλίες περιβαλλοντικής δράσης όπως την ΑΜΚΕ Cigaret Cycle, το πρόγραμμα Fabric Republic και την εταιρεία Siakandaris Group (Zero Waste Management), το Evia Film Project κάνει καθημερινή συλλογή, διαλογή και κυκλική διαχείριση των απορριμμάτων που παράγονται από όλα τα σημεία εκδηλώσεων στην Αιδηψό, την Αγία Άννα και τη Λίμνη.
Πιο συγκεκριμένα, στους χώρους όπου πραγματοποιούνται οι εκδηλώσεις υπάρχουν ξεχωριστοί κάδοι ανακύκλωσης χαρτιού, πλαστικού, αλουμινίου, γυαλιού, αποτσίγαρων, καθώς και κουτί συλλογής πλεονάζοντος ρουχισμού.
Τα υλικά που θα συγκεντρωθούν, θα μεταφέρονται σε ειδικούς αποθηκευτικούς κάδους, όπου θα ζυγίζονται και θα καταγράφονται. Τα συλλεγόμενα υλικά θα μεταφερθούν στις μονάδες διαχείρισης απορριμμάτων για τη σωστή διαχείρισή τους προκειμένου να αποκτήσουν μια δεύτερη ζωή ή να ανακυκλωθούν υπεύθυνα. Έτσι, το πλαστικό, το αλουμίνιο, το χαρτί και το γυαλί θα προωθηθούν για επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση, τα φίλτρα από τα αποτσίγαρα θα μετατραπούν σε ανακυκλωμένα νέα υλικά και προϊόντα, ενώ τα υπολείμματα χαρτιού, καπνού και η τέφρα κομποστοποιούνται και παράγεται λίπασμα για χρήση στην ανθοκομία.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού, τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας και τον Οργανισμό Λιμένων Ν. Ευβοίας ΑΕ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.
Masterclass του Χούμπερτ Ζάουπερ
Ο πολυβραβευμένος αυστριακός σκηνοθέτης Χούμπερτ Ζάουπερ παράδωσε masterclass την Πέμπτη 22 Ιουνίου, στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» της Αιδηψού, στο πλαίσιο της κορυφαίας διεθνούς κινηματογραφικής συνάντησης CIRCLE Women Doc Accelerator που φιλοξενείται στο 2ο Evia Film Project. Ο υποψήφιος για Όσκαρ σκηνοθέτης μοιράστηκε τα μυστικά της τέχνης του με το κοινό, αναλύοντας την ταινία του, Ερχόμαστε εν ειρήνη, η οποία προβλήθηκε την Τετάρτη 21 Ιουνίου στο σινέ «Απόλλων», στην Αιδηψό.
Τον λόγο πήρε αρχικά η συντονίστρια της συζήτησης, Μπιλγιάνα Τουτόροφ, η οποία καλωσόρισε το κοινό, κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό των δράσεων του CIRCLE Women Doc Accelerator. «Είμαστε στην ευχάριστη θέση να υποδεχτούμε έναν αληθινό φίλο και καταξιωμένο δημιουργό. Πρόκειται για το τελευταίο από τα πέντε masterclasses που φιλοξενήσαμε, εγκαινιάζοντας τη συνεργασία ανάμεσα στο CIRCLE και το Evia Film Project, η οποία ελπίζουμε πως θα μακροημερεύσει. Τα masterclasses μέχρι τώρα έχουν υπάρξει εποικοδομητικά και σήμερα κλείνουμε έναν όμορφο πρώτο κύκλο», δήλωσε προτού δώσει τον λόγο στον Χούμπερτ Ζάουπερ.
«Αρχικά να αναφέρω πως είμαι πολύ χαρούμενος που βρίσκομαι εδώ. Θα σας μιλήσω για τη δική μου προσέγγιση και μεθοδολογία, η οποία μπορεί ίσως να αποτυπωθεί με τον όρο “μινιμαλιστικό σινεμά”. Για να το θέσω πιο απλά, προσπαθώ να περιορίσω στο ελάχιστο τον εξοπλισμό, έχοντας πάντα μαζί μου μια μικρή κάμερα, η οποία με βοηθά να καταγράψω τα πάντα ανά πάσα στιγμή. Οι ταινίες μου πρεσβεύουν και εκπροσωπούν το λεγόμενο “σινεμά της επαφής”, όπου η απόσταση ανάμεσα στον κινηματογραφιστή και τα όσα καταγράφει εκμηδενίζεται. Μάλιστα, για πρώτη φορά άκουσα τον συγκεκριμένο όρο από τον θρυλικό Ζαν Ρους, τον πρωτεργάτη του “ντοκιμαντέρ της παρατήρησης”, o οποίος είχε έρθει στην προβολή της πρώτης μου ταινίας και είχε πάρει τον λόγο στο Q&A, κάνοντας έναν εντυπωσιακό μονόλογο, όπου χαρακτήρισε την ταινία μου ως ατόφιο δείγμα του “cinéma du lien”. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα ιδέα ποιος ήταν ο ηλικιωμένος κύριος που έλεγε τόσο όμορφα πράγματα, αλλά είχα εντυπωσιαστεί», δήλωσε αρχικά ο Χούμπερτ Ζάουπερ.
Αμέσως μετά ο αυστριακός δημιουργός μίλησε τόσο για τη θεματολογία των ντοκιμαντέρ του όσο και για την εντατική προετοιμασία του πριν ξεκινήσει γύρισμα. «Για κάθε θέμα με το οποίο ασχολούμαι φροντίζω πρώτα να κάνω μακροχρόνια έρευνα. Πρέπει να είσαι πάντα ανοιχτός απέναντι στην πολυπλοκότητα της ζωής. Στα ντοκιμαντέρ που γυρίζω δεν υπάρχει καμία προαποφασισμένη αλήθεια. Πριν κάποια χρόνια μού είχε ανατεθεί ένα πρότζεκτ για την ενδοοικογενειακή βία και κακοποίηση. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος από τις τρομακτικές εμπειρίες που μου διηγήθηκαν κοντινοί μου άνθρωποι, για τις οποίες δεν είχα την παραμικρή ιδέα. Είναι στ’ αλήθεια εντυπωσιακό το πόσο πολλά επίπεδα της πραγματικότητας συνυπάρχουν, καθιστώντας μέχρι και την ίδια την έννοια σχετική», εξήγησε.
Στη συνέχεια, ο Χούμπερτ Ζάουπερ αναφέρθηκε στο ιδεολογικό πλαίσιο του έργου του, το οποίο απορρίπτει τον κλασικό ορισμό του ντοκιμαντέρ. «Βρίσκω τον παραδοσιακό ορισμό του ντοκιμαντέρ όχι μόνο ασφυκτικό, αλλά και εξαιρετικά αναποτελεσματικό όσον αφορά τη βαθύτερη απεικόνιση της ανθρώπινης συνθήκης και του συνολικού πλαισίου αναφοράς. Για να είμαι ειλικρινής, διαφωνώ ακόμη και με τη χρήση της λέξης “ντοκιμαντέρ”, η οποία σχετίζεται πολύ έντονα με την έννοια του τεκμηρίου (document), που φέρνει στο νου μια τυποποιημένη διαδικασία. Αντιθέτως, προτιμώ τον όρο “non-fiction cinema”. Όταν μειώνεις την απόσταση με τον άνθρωπο με τον οποίο συνομιλείς και έρχεσαι στο ύψος του -κυριολεκτικά και μεταφορικά- δημιουργείς μια συνθήκη ισότητας και εμπιστοσύνης. Είναι συγχρόνως κι ένας τρόπος για να φέρω στα δικά μου μέτρα τα κολοσσιαία ζητήματα με τα οποία καταπιάνομαι. Η αποικιοκρατία, η εκμετάλλευση, οι σφαγές, οι καταστροφές παγκόσμιας κλίμακας είναι θέματα που υπερβαίνουν το βεληνεκές της δικής μας καθημερινότητας. Επιπλέον, αν ρίξετε μια ματιά στα παλαιότερα ντοκιμαντέρ του BBC για την Αφρική, θα παρατηρήσετε ότι αντανακλούν μια σχέση εξουσίας τόσο αισθητικά όσο και στο τεχνικό σκέλος. Ούτως ή άλλως, πρέπει να αντιληφθείτε ότι η τεχνολογία και η κατοχή-χρήση της είναι σχεδόν καταγωγικό και ταυτοτικό στοιχείο σε εκείνα τα μέρη. Αν έχεις στη διάθεσή σου μια κάμερα ή ένα κινητό τηλέφωνο διαχωρίζεται αυτόματα η θέση σου, γίνεται αμέσως κατανοητό πως ανήκεις κάπου αλλού. Φυσικά, δεν μπορείς ποτέ να εξαλείψεις ολοκληρωτικά την προνομιακή σου θέση, αλλά και τη συνθήκη της διαμεσολάβησης. Μπορείς, ωστόσο, να ελαχιστοποιήσεις αυτούς τους παράγοντες επιλέγοντας μια πιο ευθεία και ισότιμη επαφή».
Ο Χούμπερτ Ζάουπερ έκανε λόγο για τη διαχρονική δύναμη της κινούμενης εικόνας. «Το σινεμά είναι μια δύναμη σχεδόν μαγική, κατά κυριολεξία κοσμογονική. Η διαδικασία του μοντάζ μού θυμίζει τους παλιούς αλχημιστές, είναι σαν να συνδυάζεις χημικά στοιχεία για να φτιάξεις μια αλυσιδωτή αντίδραση. Το ντοκιμαντέρ δεν είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας, είναι η δημιουργία ενός νέου σύμπαντος, κατασκευασμένου από διάφορα κομμάτια και θραύσματα της πραγματικότητας που έχεις συλλέξει. Γι’ αυτό και η φόρμα του ντοκιμαντέρ δεν διαφέρει κατά βάση από τον μυθοπλαστικό κινηματογράφο. Για να σας μεταφέρω και μια προσωπική εμπειρία, το ντοκιμαντέρ μου Ο εφιάλτης του Δαρβίνου, που απέσπασε υποψηφιότητα για Όσκαρ, είχε ενοχλήσει πολύ κόσμο και βρέθηκα να δέχομαι απειλές και μηνύσεις για δικηγόρους, οι οποίοι με κατηγορούσαν πως η ταινία περιέχει επινοημένες καταστάσεις και δεν είναι “κανονικό” ντοκιμαντέρ. Τα πάντα είναι ζήτημα πλαισίου αναφοράς, το μυαλό μας εξάλλου λειτουργεί με αδιανόητα πολύπλοκους τρόπους. Αναλογιστείτε πως στο ντοκιμαντέρ Ερχόμαστε εν ειρήνη το κοινό σοκάρεται πολύ περισσότερο από ένα στιγμιότυπο που δεν περιλαμβάνει καθόλου σωματική βία (η σκηνή με τις κάλτσες του τένις) παρά από τις εικόνες αρχείου που απεικονίζουν φρικιαστικά εγκλήματα πολέμου», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Κλείνοντας, ο αυστριακός δημιουργός πραγματοποίησε μια μικρή ιστορική αναδρομή στον τρόπο με τον οποίο η κινηματογραφική εικόνα εγκαθίδρυσε μια νέα πραγματικότητα. «Πολλές φορές λειτουργούμε με βάση τον άγραφο κανόνα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όπου μια εικόνα επινοημένη ή φαντασιακή μεταμορφώνεται σε αντικειμενική αλήθεια ή σε βιωμένη εμπειρία. Η πρώτη φορά που συνέβη αυτό εντοπίζεται στην κήρυξη του ισπανοαμερικανικού πολέμου το 1898, μόλις τρία χρόνια αφότου είχαν πραγματοποιηθεί οι πρώτες κινηματογραφικές προβολές. Στον ανεπίσημο πόλεμο της προπαγάνδας που είχε προηγηθεί προκειμένου να πειστεί η αμερικανική κοινή γνώμη για την αναγκαιότητα του πολέμου, είχαν γυριστεί κάποια σύντομα φιλμάκια που αναπαριστούσαν την ανατίναξη ενός αμερικανικού πλοίου και τον μαρτυρικό θάνατο του πληρώματος, χρησιμοποιώντας ξύλινα καραβάκια σε μια γεμάτη μπανιέρα. Κατά κάποιον τρόπο, πρόκειται για τα πρώτα ειδικά εφέ στην ιστορία του σινεμά, αλλά και για τις απαρχές του χολιγουντιανού θεάματος. Οι κινούμενες εικόνες διαμορφώνουν όχι μόνο την αντίληψή μας, αλλά και την ίδια την καταγραφή της ιστορίας», ολοκλήρωσε ο Χούμπερτ Ζάουπερ.
Το CIRCLE Women Doc Accelerator είναι ένα εξειδικευμένο workshop ανάπτυξης ντοκιμαντέρ, το οποίο απευθύνεται σε γυναίκες και θηλυκότητες που ασχολούνται με την κινηματογραφική σκηνοθεσία και την παραγωγή.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού, τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας και τον Οργανισμό Λιμένων Ν. Ευβοίας ΑΕ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.
Masterclass του Ζαχαρία Μαυροειδή
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 2ου Evia Film Project, ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και σεναριογράφος Ζαχαρίας Μαυροειδής, δημιουργός των πολυβραβευμένων ταινιών Ο ξεναγός και Ο απόστρατος, παρέδωσε masterclass την Πέμπτη 22 Ιουνίου, στην Αγία Άννα, με τίτλο «Αφηγηματολογία Μon Αmour», ξεκλειδώνοντας τα μυστικά της αφηγηματολογίας, της έννοιας του κινηματογραφικού «κειμένου» και των τριών ειδών του: αφήγηση, αγόρευση και περιγραφή.
Το masterclass προλόγισε η Καθηγήτρια Θεωρίας Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Ελευθερία Θανούλη. «Χαίρομαι που είστε εδώ και χαίρομαι που αυτό το masterclass το κάνει ο Ζαχαρίας Μαυροειδής, με τον οποίο γνωριζόμαστε από φοιτητές. Από τότε ήταν ένα δημιουργικό και ανήσυχο πνεύμα» σημείωσε η κ. Θανούλη, δίνοντας τον λόγο στον κ. Μαυροειδή. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος απευθύνθηκε στους φοιτητές του Τμήματος Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με έδρα τα Ψαχνά, στο πλαίσιο του εντατικού εργαστηρίου που πραγματοποιεί το Evia Film Project.
Ξεκινώντας, ο κ. Μαυροειδής σημείωσε ότι παραδίδει αυτό το masterclass περισσότερο με την ιδιότητα του καθηγητή σεναρίου. «Όταν ξεκίνησα να διδάσκω σενάριο πριν περίπου δέκα χρόνια είχα μπροστά μου το εξής παράδοξο: οι σπουδαστές, παιδιά στην ηλικία σας, είχαν να κάνουν ασκήσεις όπως μια μικρού μήκους ταινία, ένα διαφημιστικό, ένα βιντεοκλίπ», ανέφερε αρχικά. Αναζητώντας τι να τους διδάξει, αναρωτήθηκε ποια γνώση θα ήταν χρήσιμη για αυτά τα παιδιά. «Η πιο εύλογη πηγή ήταν η θεωρία του σεναρίου, ένα πεδίο γνώσης σχετικά πρόσφατο, που ξεκινά από τη δεκαετία του 1970 και μετά», προσέθεσε σχετικά. Η θεωρία του σεναρίου γεννήθηκε μέσα από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, θέλοντας να δώσει τα κατάλληλα εργαλεία στους σεναριογράφους για να δομήσουν τα σενάριά τους, καθώς και τα αντίστοιχα εργαλεία στους παραγωγούς για να αξιολογήσουν αυτά τα σενάρια. Ανέφερε, επίσης, πως τα πιο πολλά βιβλία αναφέρουν πώς να γράψεις ένα σενάριο με κεντρικό ήρωα και γραμμική αφήγηση, αλλά δεν ασχολούνται με τη σημασία που έχει για την ιστορία το οπτικό λεξιλόγιο: το μοντάζ, η φωτογραφία, το κάδρο. Επίσης, δεν ασχολούνται με τις μικρού μήκους ταινίες, το ντοκιμαντέρ ή τη διαφήμιση.
«Ψάχνοντας εναλλακτικές πηγές γνώσης, κατρακύλησα στα θολά νερά της αφηγηματολογίας που είναι ένα διαφορετικό πεδίο γνώσης, μια επιστήμη που μελετά τη δομή και τη φύση της αφήγησης και τον τρόπο πρόσληψής της από τον δέκτη», ανέφερε. Ο κ. Μαυροειδής υπογράμμισε το παράδοξο πως η θεωρία του σεναρίου αδιαφορεί πλήρως για την οπτικοακουστική γλώσσα, ενώ η αφηγηματολογία αδιαφορεί πλήρως για το σενάριο. Ανέφερε, ωστόσο, ότι και οι δύο αποτίνουν φόρο τιμής στην Ποιητική του Αριστοτέλη. «Η γνώση που υπάρχει στην αφηγηματολογία είναι ένα εργαλείο για να κάνουμε καλύτερες ταινίες, καλύτερα βιντεοκλίπ, για να κατανοήσουμε αυτό που κάνουμε», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια ο κ. Μαυροειδής αναφέρθηκε στο τι είναι το κείμενο για την αφηγηματολογία, χρησιμοποιώντας τον ορισμό του κειμένου, όπως τον δίνει ο συγγραφέας Σέιμουρ Τσάτμαν: Κείμενο είναι κάθε μέσο επικοινωνίας που ελέγχει χρονικά τη διαδικασία αντίληψής του από το κοινό. Έχει δηλαδή μια δεδομένη αρχή και διάρκεια, όπως και ένα δεδομένο τέλος. Συμπλήρωσε επίσης ότι κάθε αφηγηματική τέχνη φτιάχνει τα κείμενά της με τη δική της γλώσσα. Αναφερόμενος στον κινηματογράφο, είπε ότι έχει στη διάθεσή του μοντάζ, ήχους, μουσική, ερμηνείες ηθοποιών. Όλα αυτά αποτελούν την οπτικοακουστική γλώσσα. Σύμφωνα με τον Τσάτμαν, είπε, υπάρχουν τρεις κατηγορίες κειμένων: η αφήγηση, η αγόρευση και η περιγραφή. Η πρώτη είναι κάθε κείμενο που αφηγείται μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Η δεύτερη είναι κάθε κείμενο που εκθέτει μία άποψη και περιγραφή, κάθε κείμενο που περιγράφει μια εικόνα, ένα τοπίο, μια προσωπικότητα. Η βασική διαφορά της αφήγησης από τις άλλες κατηγορίες είναι ότι εμπεριέχει τη ροή του χρόνου. Τα κείμενα μπορεί να ανήκουν σε μία από τις τρεις κατηγορίες, αλλά συχνά αυτές οι κατηγορίες συνυπάρχουν. Τόνισε ότι το πώς ιεραρχούμε τα κείμενα αποτελεί μια ερμηνεία των προθέσεων του δημιουργού. Αυτό κάποιες φορές είναι σαφές, ενώ κάποιες όχι και τόσο, προσθέτοντας ότι τα βιώματά μας ή η ιστορική περίοδος που διαβάζουμε ένα βιβλίο ή βλέπουμε μια ταινία καθορίζει ποιο από τα τρία κείμενα θεωρούμε ότι κυριαρχεί.
Αναφερόμενος στον κινηματογράφο είπε ότι κάθε πλάνο έχει μια διάρκεια, επομένως ακόμα και εάν δεν συμβαίνει κάτι, δεν παύει να είναι μια μικρή αφήγηση. Βλέποντας μια ταινία αναζητάμε ένα συνεκτικό μήνυμα και αυτό αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια αγόρευση για ένα θέμα, δήλωσε, σημειώνοντας ότι οι ταινίες αντανακλούν μηνύματα άθελά τους. Όσο για την περιγραφή, τη θεωρεί ως το πιο «ύπουλο» είδος κειμένου στον κινηματογράφο. Κι αυτό γιατί, όπως σημείωσε, στο σινεμά μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις, ένα πλάνο ίσον ένα εκατομμύριο λέξεις. Ο κινηματογράφος από τη φύση του είναι ακατάσχετα περιγραφικός και υπάρχει η δράση ταυτόχρονα με την περιγραφή. Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος εξήγησε ότι συχνά τα τρία κείμενα αλληλοεπικαλύπτονται διαρκώς και το ποιο δεσπόζει εξαρτάται από την ερμηνεία των προθέσεων του δημιουργού.
Στη συνέχεια ανέφερε ότι η αφήγηση έχει ένα φάσμα όπου από τη μία άκρη είναι κάπως ταχυδακτυλουργική, με πολλούς δημιουργούς να θέλουν να δείξουν ένα gag ή μία μπλόφα. Στο άλλο άκρο του φάσματος, η αφήγηση θέλει να μας μιλήσει για την αλλαγή, αναζητά την αιτιότητά της. Σημείωσε ότι αυτός είναι και ο ευγενής στόχος της αφήγησης, να εξηγήσει τον κόσμο μας με αιτιότητα, να μας δείξει για παράδειγμα πώς ο ηθικός γίνεται ανήθικος, ο πλούσιος γίνεται φτωχός κλπ.
Έπειτα αναφέρθηκε στην αγόρευση, λέγοντας ότι οι ταινίες όπου κυριαρχεί είναι κυρίως οι ταινίες προπαγάνδας, ταινίες που θέλουν να υποστηρίξουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική θέση. Πρόσθεσε ότι μια παράμετρος είναι εάν είναι πολυφωνικές, διαλογικές ή πολυφωνικές. Μια άλλη παράμετρος είναι εάν καταλήγουν σε συμπέρασμα ή εάν αφήνουν τον θεατή να βγάλει το δικό του συμπέρασμα. Έκανε μάλιστα ειδική αναφορά σε γνωστούς δημιουργούς, όπως ο Μπουνιουέλ ή ο Παζολίνι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από δεσπόζουσα αγόρευση. Διευκρίνισε ότι θεωρεί και τα τρία είδη κειμένου εξίσου καλά, λέγοντας ότι μπορούν να οδηγήσουν σε εξίσου καλές ή κακές ταινίες.
Προχωρώντας στην περιγραφή, σημείωσε ότι είναι η πεμπτουσία της οπτικοακουστικής αφήγησης. Μιλώντας για τις απαρχές του σινεμά, τόνισε ότι το ζητούμενο των θεατών ήταν να απολαύσουν τον ανυπέρβλητο ρεαλισμό του κινηματογράφου. Κάθε φορά που η οπτικοακουστική γλώσσα χρησιμοποιούσε ένα νέο εργαλείο, η παραγωγή έσπευδε να το οικειοποιηθεί. Πρόσθεσε ότι υπάρχουν είδη όπου η δεσπόζουσα πρόθεση είναι η περιγραφή (για παράδειγμα ταινίες καταστροφής, πορνογραφία κλπ). Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις τρεις διαστάσεις του περιγραφικού κειμένου: την κυριολεξία, το εικαστικό φορτίο και ένα επίπεδο αφηρημένο. Ο κινηματογράφος, είπε, μπορεί να περιγράψει αφηρημένες έννοιες και τόνισε ότι αυτό το κάνει κατά κόρον η διαφήμιση. Πρόσθεσε ότι η περιγραφή αναζητά τις εγγενείς αντιφάσεις, κάνει το αντίθετο από αυτό που κάνει η αφήγηση, η οποία ψάχνει να βρει αιτιάσεις. Συχνά τα ντοκιμαντέρ παρατήρησης δίνουν σημασία στην αφηρημένη διάσταση της περιγραφής.
Κλείνοντας το masterclass ανέφερε ότι κάθε άνθρωπος έχει μια τάση να ιεραρχεί τα κείμενα. «Ο λόγος που θεωρώ ότι έχει αξία για κάθε δημιουργό να προβληματιστεί γύρω από την ιεραρχία είναι γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν μία σειρά από επιλογές που σχετίζονται με τη δεσπόζουσα πρόθεση», δήλωσε σχετικά. Απαντώντας για το ποια είναι η δεσπόζουσα πρόθεση στην ταινία του Ο Απόστρατος, σημείωσε ότι κατά τη γνώμη του κυριαρχεί λίγο περισσότερο η αφήγηση. Παράλληλα, τόνισε ότι η ταινία θίγει το θέμα του ανδρισμού και του ηρωισμού που ενώ «μυρίζει» αγόρευση, το χειρίζεται με περιγραφικό τρόπο. «Το να δώσουμε μια απάντηση για το πώς ιεραρχούνται τα κείμενα δεν σημαίνει ότι αυτό δεν θα αλλάξει την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε. Σε ερώτηση για το εάν οι κανόνες αυτοί ισχύουν και για τις μικρού μήκους ταινίες, είπε ότι σε ένα βαθμό ισχύουν, αλλά ακριβώς λόγω της διάρκειάς της, η μικρού μήκους ταινία επιτρέπει μεγάλη ελευθερία. Καταλήγοντας, σημείωσε ότι το πρώτο βήμα για έναν σκηνοθέτη, εάν ενστερνίζεται ένα από αυτά τα μοντέλα, είναι να αρχίσει να το εφαρμόζει.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού και τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.
Masterclass της Σάλομε Τζάσι
Η γεωργιανή πολυβραβευμένη δημιουργός Σάλομε Τζάσι παρέδωσε την Πέμπτη 22 Ιουνίου masterclass στο πολιτιστικό κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» στην Αιδηψό, στο πλαίσιο της κορυφαίας διεθνούς κινηματογραφικής συνάντησης CIRCLE Women Doc Accelerator που φιλοξενείται στο 2ο Evia Film Project.
Η δημιουργός ανέλυσε ως case study την πολυβραβευμένη ταινία της, Δαμάζοντας τον κήπο, η οποία προβλήθηκε την Τετάρτη 21 Ιουνίου στο σινέ «Απόλλων» της Αιδηψού.
Τον λόγο πήρε αρχικά η συντονίστρια της συζήτησης, Μπιλγιάνα Τουτόροφ, η οποία καλωσόρισε το κοινό και αναφέρθηκε στους στόχους και στην προοπτική του CIRCLE Women Doc Accelerator. «Πρόκειται για ένα νέο εγχείρημα, ακόμη και εμείς βρισκόμαστε σε φάση προσαρμογής. Δίνουμε την ευκαιρία σε δέκα συμμετέχουσες από όλο τον κόσμο να προβάλουν το έργο τους, να αναζητήσουν συμβουλές και καθοδήγηση, αλλά και να μιλήσουν για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Οι βασικές έννοιες που διατρέχουν την προσπάθειά μας είναι η αλληλεγγύη και η ανταλλαγή απόψεων και εφοδίων, με τελικό στόχο την καλύτερη δυνατή εξέλιξη για όλα τα πρότζεκτ», ανέφερε σχετικά προτού δώσει τη σκυτάλη στην Σάλομε Τζάσι, η οποία αναφέρθηκε αρχικά στις γενικότερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δημιουργοί στη Γεωργία.
«Η αλήθεια είναι πως οι συνθήκες στη Γεωργία δεν είναι ακριβώς ιδανικές. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχει μόνο μία πηγή χρηματοδότησης, το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου της Γεωργίας, το οποίο όμως δεν είναι τόσο ανεξάρτητο όσο θα έπρεπε. Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση έχει χειροτερέψει, όπως μπορώ να πιστοποιήσω και μέσα από τις προσωπικές μου εμπειρίες με το Δαμάζοντας τον κήπο. Πολλοί κατηγόρησαν την ταινία ότι εκθέτει τη χώρα, υποστηρίζοντας πως ταινίες σαν κι αυτή δεν θα έπρεπε να λαμβάνουν χρηματοδότηση. Όπως αντιλαμβάνεστε, οι δημιουργοί ωθούνται σε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση, όπου είναι αναγκασμένοι να υπερασπίζονται τον εαυτό τους για τα αυτονόητα», δήλωσε σχετικά προτού μοιραστεί με το κοινό το πώς γεννήθηκε η αρχική ιδέα πίσω από το Δαμάζοντας τον κήπο.
«Η πρώτη σπίθα ήρθε μέσα από μια αδιανόητη ιστορία την οποία παρακολουθούσα και εγώ, όπως και η υπόλοιπη χώρα, από την οθόνη της τηλεόρασης. Ένας βαθύπλουτος άνδρας αγνώστων στοιχείων, ο οποίος κατόρθωσε λίγα χρόνια αργότερα να εκλεγεί πρωθυπουργός της χώρας, αγόραζε αιωνόβια δέντρα από φτωχές παράκτιες κοινότητες της Γεωργίας, με σκοπό να τα μεταφυτέψει στον πολυτελή του κήπο. Η εικόνα ενός επιβλητικού δέντρου να ταξιδεύει στη θάλασσα με μαγνήτισε από την πρώτη στιγμή, με έναν διττό τρόπο. Από τη μια, ήταν ένα στιγμιότυπο αληθινά μαγικό και ποιητικό. Από την άλλη, εξέπεμπε μια νοσηρή αίσθηση, καθώς και μια υπόγεια αίσθηση φόβου. Η εικόνα αυτή γέννησε πολλές σκέψεις μέσα μου κι αυτά τα δέντρα που ταξίδευαν στη θάλασσα, αποκομμένα από το φυσικό τους περιβάλλον, μετατράπηκαν σε αλληγορικό συμβολισμό για την επίδειξη ισχύος, για τον μεταφορικό ξεριζωμό των πυλώνων ενός πολιτισμού, για την αναγκαστική μετανάστευση των αδύναμων, αλλά και για την υπαρξιακή μοναξιά των ανθρώπων που τα έχουν όλα. Συνειδητοποίησα, μάλιστα, τις πολλαπλές αξίες που εκφράζουν τα δέντρα για όλους μας. Τα δέντρα παρέχουν εγγύηση και σταθερότητα, μια αίσθηση ριζώματος και καταγωγής», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αμέσως μετά, η Σάλομε Τζάσι μίλησε για το πώς έχει εξελιχθεί η ίδια ως δημιουργός στο πέρασμα του χρόνου. «Παλαιότερα βασιζόμουν πάρα πολύ στην πρώτη εντύπωση και στο αρχικό συναίσθημα. Ωστόσο, στο Δαμάζοντας τον κήπο έμαθα να είμαι πιο διαλλακτική και αντιλήφθηκα πως υπάρχουν συχνά πολλαπλές ερμηνείες σε κάθε πολύπλοκο ζήτημα. Όταν ξεκίνησα τα γυρίσματα είχα πολύ επικριτική διάθεση όχι μόνο απέναντι στον αγοραστή των δέντρων, αλλά και απέναντι σε εκείνους που τα πουλούσαν. Μιλώντας όμως μαζί τους και βλέποντας από κοντά τις συνθήκες ζωής τους, συνειδητοποίησα πως δεν είμαι σε θέση να κρίνω αυτούς τους ανθρώπους από τη δική μου προνομιακή κατάσταση. Το ζητούμενο της ταινίας δεν ήταν να φανεί καταγγελτική και επικριτική, αλλά να απεικονίσει μια σαθρή κοινωνική συνθήκη, η οποία διαιωνίζεται και δεν αποφέρει κανένα πραγματικό όφελος στους λιγότερο προνομιούχους», σχολίασε σχετικά.
«Όταν φτάσαμε σε μία από τις κοινότητες που πωλούν τα δέντρα τους οι ντόπιοι σχημάτισαν αρχικά την εντύπωση πως είμαστε οι υποψήφιοι αγοραστές. Ακόμη συγκινούμαι όταν θυμάμαι την απογοήτευση στα πρόσωπά τους όταν αντιλήφθηκαν πως είμαστε εκεί για να γυρίσουμε μια ταινία. Συνειδητοποίησα τότε για πρώτη φορά τις διάφορες ηθικές περιπλοκές που υπάρχουν στη διαδικασία δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ. Σπανίως έχω στο μυαλό μου κάτι προσχεδιασμένο, αλλά όσα βλέπουμε στην οθόνη δεν είναι ποτέ τελείως αυθόρμητα. Στήνουμε ένα σκηνικό, παρεμβαίνουμε στην πραγματικότητα, φτιάχνουμε ένα περιβάλλον όπου προκύπτουν καταστάσεις, συγκρούσεις, έντονες στιγμές. Πολλές φορές καλείσαι να πάρεις βαρυσήμαντες αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου, οι οποίες ενδέχεται να σε οδηγήσουν σε έναν τελείως διαφορετικό δρόμο. Στα γυρίσματα στηρίζομαι πολύ στην ομάδα μου, ενώ όταν μπαίνω στο δωμάτιο του μοντάζ έχω ήδη οραματιστεί την ταινία στο μυαλό μου. Οι μοντέρ με τους οποίους συνεργάζομαι είναι πάντα από το εξωτερικό, στοιχείο που με βοηθά να αποκτήσω μια διαφορετική οπτική, έξω από το προσωπικό μου πλαίσιο αναφοράς», εξήγησε όσον αφορά την προετοιμασία των πρότζεκτ της.
Στη συνέχεια, η Σάλομε Τζάσι έδειξε στο κοινό ένα ολιγόλεπτο απόσπασμα από την παλαιότερη ταινία της, Το εκτυφλωτικό φως της δύσης, μιλώντας για την αισθητική και υφολογική της προσέγγιση. «Σύμφωνα με τη δική μου οπτική, κάθε κάδρο μετρά και σημαίνει κάτι. Αφότου ολοκληρώσω τα γυρίσματα, επιλέγω ορισμένες κομβικές σκηνές, οι οποίες λειτουργούν ως η ραχοκοκαλιά της ταινίας και χτίζω όλα τα υπόλοιπα γύρω από αυτόν τον πυρήνα. Δεν ξεκινώ ποτέ τα γυρίσματα με το που φτάσω στην επιλεγμένη τοποθεσία. Παίρνω πάντα λίγο χρόνο για να αφουγκραστώ τους ανθρώπους, τη δυναμική του τόπου. Το ζήτημα είναι πώς απεικονίζουμε κάτι και όχι το τι δείχνουμε. Προσπαθώ να συνθέσω πλάνα που πυροδοτούν μια συναισθηματική και νοητική διεργασία. Το ζητούμενο είναι να βυθίσεις τον θεατή σε έναν εσωτερικό ρυθμό. Μόλις η κάμερα αποκτήσει το δικό της βλέμμα, πρέπει να την αφήσουμε να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Oι μεγαλύτερες επιρροές μου υπήρξαν ο παλιός μου καθηγητής, Γκίντιον Κόπελ, ο οποίος μου δίδαξε πόσο σημαντικό είναι να υπονοείς και να υπαινίσσεσαι αυτό που θέλεις να φέρεις στο προσκήνιο, αλλά και να διαρθρώνεις την ταινία σου σε αφηγηματικά επίπεδα, καθώς ο σκηνοθέτης Σεργκέι Ντβόρτσεβοϊ από το Καζακστάν».
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού, η Σάλομε Τζάσι αναφέρθηκε στην προσωπική της εμπλοκή στην παραγωγή των ταινιών, αλλά και στα μελλοντικά της σχέδια. «Όποτε συμπληρώνω αιτήσεις για χρηματοδότηση ή επιδοτήσεις και είμαι αναγκασμένη να γράψω για το τι πραγματεύεται η ταινία μου, καταλαβαίνω πως η διαδικασία με βοηθά να χαρτογραφήσω το τι έχω στο μυαλό μου. Συμμετέχοντας στην παραγωγή και στην προκαταρκτική έρευνα κατοχυρώνω κατά κάποιον τρόπο τη θέση μου απέναντι στους βασικούς χρηματοδότες της ταινίας. Όσον αφορά τα προσεχή μου σχέδια, μετά τη μακροσκελή διεθνή διαδρομή του Δαμάζοντας τον κήπο, αλλά και τις πρόσφατες δραματικές εξελίξεις στην Ουκρανία, ένιωσα πως χρειάζομαι ένα μικρό διάλειμμα αποτοξίνωσης. Το επόμενό μου πρότζεκτ σχετίζεται με την έννοια του αρχείου και θα είναι λιγότερο απαιτητικό σε σύγκριση με τις προηγούμενες δουλειές μου», κατέληξε η Σάλομε Τζάσι, παρουσιάζοντας στο κοινό και ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη της ταινία, με τίτλο Bakhmaro.
Το CIRCLE Women Doc Accelerator είναι ένα εξειδικευμένο workshop ανάπτυξης ντοκιμαντέρ, το οποίο απευθύνεται σε γυναίκες και θηλυκότητες που ασχολούνται με την κινηματογραφική σκηνοθεσία και την παραγωγή.
Το Evia Film Project είναι ο τρίτος πόλος δράσεων του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μετά το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο και το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο. Στόχος του είναι η ανάδειξη της βόρειας Εύβοιας, μιας περιοχής που έχει πληγεί βαθιά από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2021, σε παγκόσμιο κέντρο για το green cinema. Το Evia Film Project πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας, και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τον Δήμο Ιστιαίας-Αιδηψού, τον Δήμο Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας και τον Οργανισμό Λιμένων Ν. Ευβοίας ΑΕ. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνεργάζεται με τους παραγωγικούς φορείς που εδρεύουν στην Εύβοια και το Τμήμα Ψηφιακών Τεχνών και Κινηματογράφου του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στα Ψαχνά.