Κινηματογράφος

Ο Ταραντίνο κλείνει με νόημα το μάτι σε μια αυθεντικά καλτ εποχή

Μια κριτική για την νέα ταινία του πιο καλτ ίσως σκηνοθέτη.

Πάνος Αχτσιόγλου
ο-ταραντίνο-κλείνει-με-νόημα-το-μάτι-σε-480324
Πάνος Αχτσιόγλου

Ο Πάνος Αχτσιόγλου σε μια κριτική της νέας ταινίας του πιο καλτ ίσως σκηνοθέτη σήμερα.

Once Upon a Time… in Hollywood

Σκηνοθεσία: Quentin Tarantino

Ηθοποιοί: Leonardo DiCaprio, Brad Pitt, Margot Robbie

Χρησιμοποιώντας ως χαλαρό αφηγηματικό υπόβαθρο ένα από τα γνωστότερα και πιο σοκαριστικά γεγονότα που σημάδεψαν τη βιομηχανία του Χόλιγουντ στη δεκαετία του εξήντα, ο γνωστός σινε-προβοκάτορας Κουέντιν Ταραντίνο ξεπατικώνει τον τίτλο ενός από τα αγαπημένα του Σπαγγέτι Γουέστερν για να κλείσει με νόημα το μάτι σε μια αυθεντικά καλτ εποχή αλλά και να βγάλει τη γλώσσα σε ένα κινηματογραφικό κατεστημένο που αγαπά να μισεί.

Φιγουράροντας ως η πιο άρτια, διασκεδαστική και τελικά πετυχημένη σκηνοθετική απόπειρα στη φιλμογραφία των τελευταίων χρόνων του πασίγνωστου και ίσως διασημότερου Αμερικάνου σκηνοθέτη αυτή τη στιγμή, το «Κάποτε στο Χόλιγουντ» συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που σε κάνουν να λατρέψεις και ταυτόχρονα να μισήσεις (ή να ζηλέψεις βαθιά) το παιδί του βιντεοκλάμπ που ολοκλήρωσε θριαμβευτικά το αμερικάνικο όνειρο (εναλλακτικό και mainstream ταυτόχρονα), τον συμβατικό όσο και ασυμβίβαστο Κουέντιν Ταραντίνο. Η καλλιτεχνική ελευθερία εξασφαλισμένη ακόμη και από τα απαιτητικότερα στούντιο, το σχεδόν απεριόριστο μπάτζετ, όπως επίσης και η σχεδόν καθολική αποδοχή από κοινό και κριτικούς είναι μάλλον δεδομένη, και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά ο σταρ Κουέντιν, ο οποίος, με τις συνήθεις μεγάλες δόσεις αυταρέσκειας, σκηνοθετεί μια από τις καλλιτεχνικά πιο ευτελείς περιόδους της βιομηχανίας του Χόλιγουντ βασισμένος σε ένα απολαυστικό all-star καστ, σκηνοθετικά τρικ που κατέχει πάρα πολύ καλά, μανιερισμούς στη φόρμα που αρέσουν σχεδόν σε όλους, αθεράπευτο coolness αλλά και εξωφρενικότητα που φτάνει σε στιγμές να σε πετάει κάτω από το κάθισμά σου. 

Γι’ αυτούς τους λίγους που ίσως ενοχλούνται από το επαναλαμβανόμενο στιλ, το επιτηδευμένο ύφος και τον σκηνοθετικό διδακτισμό του δημιουργού (σε σημείο που ολόκληρα φιλμ μπορούν να βασιστούν σε αυτό, βλέπε «Τζάνγκο» και «Οι Μισητοί 8») θα το βρουν μπροστά τους και εδώ (άλλωστε τι Ταραντίνο θα ήταν) αλλά σε μικρές και όσο το δυνατόν πιο σωστά αξιοποιήσιμες δόσεις, πλαισιωμένο από τους γνωστούς νεκρούς χρόνους γεμάτους φαινομενικά άσχετους ή εντελώς παράλογους διαλόγους, εξαντλητικά jump cuts και cut-aways, απόλυτα εύστοχες μουσικές επιλογές στο σάουντρακ και περίτεχνες αλλαγές στην ιστορικότητα των γεγονότων που θυμίζουν αρκετά την υπέρτατη φάρσα του φινάλε του «Άδωξοι Μπάσταρδη». Το βασικό πρωταγωνιστικό ζευγάρι αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματικό, με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο ρόλο του Ρικ Ντάλτον (έκπτωτου τηλεοπτικού σταρ) και τον Μπραντ Πιτ σε αυτόν του κασκαντέρ του, να ανταγωνίζονται ερμηνευτικά σχεδόν σε κάθε πλάνο (ο δεύτερος πια μοιάζει να έχει εξομοιωθεί με τον Ρόμπερντ Ρέτφορντ αποκτώντας μια τρομακτική ομοιότητα όσο μεγαλώνει) πλαισιωμένοι από εξίσου ενδιαφέροντες ηθοποιούς (με την Μάργκοτ Ρόμπι να ξεχωρίζει ερμηνεύοντας την αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ) αλλά και κάποιους από τους κλασικούς γνωστούς, συγγενείς και φίλους του Κουέντιν (Μάικλ Μάντσεν και Κερτ Ράσελ ανάμεσά τους). 

Συνολικά, το φιλμ αποδεικνύεται διασκεδαστικό, με εξαιρετική προσοχή στη λεπτομέρεια, γνώση του ιστορικού αλλά και κοινωνικο-δημιουργικού αντικειμένου, διακριτικά μελαγχολικό και πανέξυπνα αναφορικό, δίχως να κραυγάζει μέσα στα μούτρα σου τις γνώσεις του ή το βάθος στην έρευνά του. Όσο για τα υπόλοιπα: ο Ταραντίνο έχει πατεντοποιήσει ένα ύφος (μάλλον καλύτερα μια κινηματογραφική αισθητική) και δεν το αποχωρίζεται για κανένα λόγο. Έχει σίγουρα γίνει σήμα κατατεθέν του, αλλά αυτή η ασυνείδητη αναμονή για τις απαραίτητες πλέον αναφορές σε παλιότερες και εμβληματικές δουλειές του αρχίζει ίσως να κουράζει τους μη ορκισμένους φαν (που μάλλον είναι πολύ λίγοι). Παρόλα αυτά, δεν μπορείς να μην βγάλεις για ακόμη μια φορά το καπέλο σε έναν δημιουργό που κατάφερε κάτι που λίγοι σκηνοθέτες της γενιάς του έχουν τολμήσει ακόμη και να προσπαθήσουν: να πετύχει ένα cross-over είδος που ακροβατεί ανάμεσα στο ευτελές και το ποιοτικό (με τεράστιες δόσεις αυτοαναφορικότητας), το φεστιβαλικό και το mainstream, το εμπορικό και το εναλλακτικό, το «για λίγους και γνώστες» και το «για όλους». Αν δε σκεφτείς ότι όλα αυτά ξεκινήσαν με το «Pulp Fiction», η τελική εικόνα μοιάζει να σχηματίζεται από μόνη της.

3/5 αστέρια

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα