Παντελής Βούλγαρης: Δεν υπάρχει πλέον το πείσμα ή η ανάγκη να εκφράσεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης σε μια εξομολόγηση μιλάει για την οικογένεια, τους φίλους, τις ταινίες και τη Θεσσαλονίκη,
Το πρωί της περασμένης Παρασκευής, το ραντεβού μας στο καφέ του ξενοδοχείου του, ήταν πολύ συγκεκριμένο, με αφορμή το αφιέρωμα στις ταινίες του από την Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης και τη δική του επίσκεψη στην πόλη για λίγες μέρες.
Δεκατρείς μεγάλου μήκους και τέσσερις μικρού μήκους ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο Παντελής Βούλγαρης προβάλλονται στην αίθουσα Σταύρος Τορνές από τις 24 Νοεμβρίου μέχρι και την 1η Δεκεμβρίου και στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στην Αθήνα από τις 8 μέχρι και τις 14 Δεκεμβρίου και αυτό από μόνο του, είναι ένα σπουδαίο γεγονός για την πόλη.
Ο μεγάλος σκηνοθέτης, βρέθηκε στην προβολή της πρώτης ταινίας του αφιερώματος, που ήταν “Το τελευταίο σημείωμα” το προηγούμενο βράδυ από τη συνάντηση μας και κάπως έτσι ξεκίνησε η συζήτηση μας, δηλώνοντας μου τον ενθουσιασμό του για μία αίθουσα γεμάτη νέους ανθρώπους που πήγαν να δουν την ταινία του.
Κάπου διάβασα πως αν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος αγαπούσε το τοπίο και την ελληνική Ιστορία, ο Παντελής Βούλγαρης είναι αυτός που αγαπάει τους ηθοποιούς του, τους χαρακτήρες του, όπως και την Ιστορία και στη συζήτηση μας μιλάμε για όλα αυτά. Τα πρόσωπα του Βούλγαρη είναι από τα πιο στέρεα και γήινα που μας έχει χαρίσει ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, άνθρωποι που βιώνουν μοναξιά, που ερωτεύονται, επικοινωνούν και δεν διστάζουν να οδηγηθούν σε ακραίες αντιδράσεις, όπως συμβαίνει και με τα πρόσωπα της αρχαιοελληνικής τραγωδίας.
Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας ευγενικός άνθρωπος που ακόμα ενθουσιάζεται με την αποδοχή του κόσμου, που ακόμα παρατηρεί τόπους, τοπία και ανθρώπους και που του αρέσει να μιλάει για εκείνους που πέρασαν από τη ζωή του και έγιναν μέρος της.
Η συνάντηση μας, κράτησε περίπου μιάμιση ώρα, μιλώντας για σινεμά και για πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή του, κερδίζοντας, τελειώνοντας τη κουβέντα μας, ενενήντα σπουδαία λεπτά που θα θυμάμαι για πάντα.
Πώς είναι να σας κάνουν αφιερώματα όπως αυτό που γίνεται αυτές τις μέρες στη Θεσσαλονίκη;
Με τρόμαξε! Νομίζω ότι ο κάθε σκηνοθέτης κρατάει μια πισινή για αυτά που κάνει, δεν είναι απόλυτα σίγουρος όταν έχει διανύσει μία μεγάλη πορεία. Ξέρετε, με συγκινεί το γεγονός ότι χθες βράδυ ήταν γεμάτη η αίθουσα, όπως και στην προβολή της ταινίας «Όλα είναι δρόμος» πριν λίγο καιρό, και ήταν όλο νέα παιδιά.
Δηλαδή, δεν το περιμένετε ότι θα έρθει κόσμος στις ταινίες σας;
Όχι, ποτέ. Έχει τύχει να είμαστε με τον Κώστα Γαβρά σε ένα αφιέρωμα κάτω στην Αθήνα και θυμάμαι να βγαίνει από την αίθουσα μόλις ξεκινούσε η ταινία του. Κι εγώ το ίδιο παθαίνω.
Έχει αλλάξει το σινεμά σήμερα;
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει, αλλά σίγουρα έχει αρχίσει να αλλάζει. Βασικά έχει μεταφερθεί πια η μεγάλη οθόνη στο σπίτι. Επίσης, η κινηματογράφηση έχει αλλάξει. Δεν υπάρχει πια το βάθος πεδίου, η εικόνα είναι πεντακάθαρη. Μία τάξη στο ρυθμό, η οποία δεν αλλάζει ποτέ, είναι το ίδιο και στο ένα πρόγραμμα που βλέπω και στο άλλο. Είναι πια σαν να υπάρχει μία συγκεκριμένη τηλεοπτική συνταγή που καθορίζει τις αντιθέσεις των βασικών προσώπων. Πρόσωπα ηθοποιών που βλέπω πλέον και είναι τυποποιημένα και το καταλαβαίνω αυτό, άλλωστε μαθαίνω και πώς γυρίζονται, είναι τόσο βιαστικές οι συνθήκες και τόσο σύντομες, ίσως επειδή είναι ακριβές παραγωγές, που δεν υπάρχει χρόνος για περισσότερα. Δεν υπάρχει πλέον το πείσμα ή η ανάγκη να εκφράσεις κάτι που δεν έχεις ξανακάνει.
Μαθαίνουμε τον τελευταίο καιρό πως κλείνουν ιστορικά σινεμά της χώρας, το ένα μετά το άλλο. Πώς το βλέπετε αυτό;
Είναι τρομακτικό. Τελικά αυτή η ιστορία της μεγάλης οθόνης που μπήκε μέσα στα σπίτια, καθήλωσε τον θεατή στο σπίτι. Καταρχήν, επειδή έχει πολλά πράγματα να δει. Όλη η επικοινωνία γίνεται πια μέσα στο σπίτι. Για να μη πω τι γίνεται και με τα κινητά τηλέφωνα. Έχουμε ένα σπίτι στην Άνδρο και κάποια στιγμή που πήγαινα με το πλοίο, μαγεύτηκα γιατί ήταν πολύ ωραία η θέα και η θάλασσα που κοιτούσα. Κάποια στιγμή είδα γύρω μου τους επιβάτες που τραβούσαν τη θέα, αλλά κανείς δε κοίταζε τη θάλασσα, όλοι κοιτούσαν μέσα από το κινητό τους. Χθες μάλιστα, με το τραίνο που ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, μία κοπέλα και ένας άλλος που ήταν μουσικός, είχαν βγάλει τα κινητά και παίζανε, γράφανε, απαντούσαν, επικοινωνούσαν. Έτσι λοιπόν όλος αυτός ο κόσμος, απομακρύνθηκε από την ανάγκη ή το πείσμα να πάει να δει μία ταινία για να μη την χάσει. Και έτσι χάνονται κινηματογραφίες σιγά σιγά. Δηλαδή, έχουμε χρόνια να δούμε στα κανάλια ταινίες του Φελίνι ή του Μπερτολούτσι. Ακόμα και ελληνικές ταινίες, βλέπουμε πλέον πολύ συγκεκριμένες και κυρίως κωμωδίες. Τι γίνεται όμως σε αυτό, θα σας πω, γιατί δεν είναι ένα θέμα μόνο ελληνικό. Ξέρετε, σε αυτή την αλλαγή που γίνεται από το φιλμ στην ψηφιακή δυνατότητα, η εικόνα που μεταφέρεται, καθαρίζεται τόσο πολύ που είναι σαν να είναι πλαστική. Αλλά το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι ο ήχος. Δεν αναπαράγεται πλέον με τίποτα, γιατί οι διαδικασίες, τα μηχανήματα και η τεχνικοί που χρησιμοποιούσαν τότε, εξαφανίστηκαν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Αυτό είναι τρομακτικό και δεν συμβαίνει σε άλλες τέχνες, δεν συμβαίνει στο βιβλίο, δεν συμβαίνει στη μουσική, συμβαίνει στην εικόνα.
Άρα μιλάμε για ένα είδος που κινδυνεύει στο πέρασμα του χρόνου;
Εγώ πιστεύω πως δε μπορεί ο κόσμος να μείνει μόνο με αυτή τη δυνατότητα που έχει από την τηλεόραση. Κάποια στιγμή θα την βαρεθεί. Κάποια στιγμή θα ψάξει και θα θυμηθεί και ίσως και θα επιστρέψει στον κινηματογράφο. Αυτό πια, περνάει στις νεότερες γενιές κινηματογραφιστών που είναι στο χέρι τους να φέρουν ξανά τον κόσμο στις αίθουσες.
Βλέπουμε βέβαια πως οι νεότερες γενιές, προσαρμόζονται και συνεργάζονται πλέον με τηλεοπτικές πλατφόρμες για να προβάλουν τη δουλειά τους.
Κάπως πρέπει να δουν κι αυτοί πώς θα ζήσουν. Είναι μία νέα εποχή όπως είπαμε. Εδώ στη Θεσσαλονίκη πάντως, από όσα μαθαίνω, γίνεται χαμός από ταινίες που φτιάχνονται. Ξέρετε, αυτό με τον νόμο που επιστρέφει χρήματα στις παραγωγές ταινιών είναι μεγάλο κίνητρο. Επίσης, όλο αυτό δίνει τη δυνατότητα σε έναν κόσμο να δουλέψει και να ζήσει, να φανεί ο τόπος, να ξοδευτούν λεφτά εδώ και φυσικά να μάθουν και την δουλειά άνθρωποι. Από εκεί και πέρα, μετράει το μεράκι και η προσωπική ανάγκη. Το δικό σου βλέμμα του πώς βλέπεις τον κόσμο, τη ζωή και την τέχνη του κινηματογράφου. Να σε οδηγήσει αυτό στο τι θες να κάνεις.
Σκέφτεστε να κάνετε μία επόμενη ταινία;
Τώρα που ερχόμουν, συγκινήθηκα τόσο πολύ επειδή αυτή τη διαδρομή με τραίνο είχα να τη κάνω πολλά χρόνια και τώρα στη διαδρομή, έβλεπα τα χωράφια, τον κάμπο της Λάρισας, τα διάφορα τοπία από το ξεκίνημα του ταξιδιού μέχρι εδώ και σκεφτόμουν πώς θα γίνει να έρθω με ένα αυτοκίνητο μία φορά και να στήσω μια ταινία. Βρήκα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, συρμούς των τρένων, παλιούς σταθμούς και ερείπια. Σκεφτόμουν ότι όλα αυτά είναι ένα έτοιμο σκηνικό για κάτι που δεν γνωρίζω τι μπορεί να είναι, αλλά είναι ένα σκηνικό που δεν φτιάχνεται αλλιώς. Τώρα βέβαια, έχω μεγαλώσει, δε ξέρω αν με αφήσουν οι δυνάμεις μου, αλλά ενώ το είχα ξεγράψει να κάνω ταινία ξανά, λέω τώρα θα δούμε μήπως… Απλώς, το πρόβλημα είναι ότι έχω χάσει τη γενιά μου, δεν είμαστε πλέον μαζί. Οι βοηθοί μου έχουν γίνει καθηγητές και σκηνοθέτες, όπως είναι ο Περικλής ο Χούρσογλου και ο Κουτσιαμπασάκος, αλλά σκέφτομαι πως από την άλλη έχω και τα παιδιά μου, τον Αλέξανδρο και την Κωνσταντίνα που έχουν σχέση με το σινεμά. Άρα, μπορεί και να κάνω κάτι, δεν ξέρω.
Οπότε έρχονται πράγματα στο μυαλό
Δεν τα έχω όλα, αλλά θα τα βρω. Ας πούμε, το «Όλα είναι δρόμος» έγινε έτσι τυχαία. Εγώ είχα έρθει εδώ για τις εκδηλώσεις της πόλης της Θεσσαλονίκης ως πρωτεύουσα της Ευρώπης. Μάλιστα τότε είχα νοικιάσει σπίτι εδώ. Η δουλειά μου ήταν να ταξιδεύω και να βρίσκω περιοχές που θα μπορούσαν εκεί να γίνουν διάφορες εκδηλώσεις, όπως συναυλίες και ποιητικές βραδιές. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα μόνος με αυτοκίνητο και έβλεπα μέρη και τρελάθηκα. Τότε λοιπόν, επέστρεφα το Σαββατοκύριακο για να δω την οικογένεια και μοιραζόμουν μαζί τους αυτά που έβλεπα όλη την εβδομάδα. Έτσι μία μέρα η Ιωάννα μου λέει, γιατί αυτά που μας λες δεν τα κάνεις ταινία; Και πήρα εκείνη τη στιγμή τον Πάνο τον Θεοδωρίδη, μου έδωσε μία προκαταβολή που δεν ήταν μεγάλη αλλά με έβαζε μέσα στο παιχνίδι, και έγινε άνετα, τρυφερά, ανθρώπινα και βγήκε εκείνη η ταινία που δεν το πήραμε χαμπάρι πώς τελείωσε. Και αυτό που αναρωτιέμαι τώρα είναι αν θα μπορέσω να βρω τους άλλους συντρόφους, όπως είναι οι τρεις σωματοφύλακες που ένας βρίσκει τον άλλον, έτσι και εγώ.
Έχετε κάνει πολλές ταινίες όπου το θέμα τους είναι η ιστορία του τόπου μας. Σήμερα όμως οι νέοι κινηματογραφιστές ασχολούνται περισσότερο με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εποχής παρά με τα κομμάτια της ιστορίας. Γιατί γίνεται αυτό;
Εμείς είμαστε πιο κοντά σε αυτά τα γεγονότα. Τα σημερινά παιδιά, ευτυχώς, έχουν μια απόσταση. Εγώ γεννήθηκα το 1940 που ξεκίνησε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, στα τέσσερα μου χρόνια έζησα εμφύλιο, μετά από λίγα χρόνια ήρθε η χούντα, μετά έφυγε ο βασιλιάς. Πήγα πριν λίγο καιρό σε ένα ιατρείο στην Αθήνα, η γιατρός τότε με ρώτησε αν κουράστηκα να βρω τον δρόμο που ήταν η διεύθυνση του ιατρείου. Της λέω τον δρόμο αυτό εγώ τον έχω περάσει 4 χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου, όπου τον διασχίσαμε όλο και φτάσαμε στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν άδεια η πόλη και ακουγόντουσαν πυροβολισμοί, περάσαμε τότε κάτι συρματοπλέγματα και κοιμηθήκαμε σε κάτι ξαδέρφια του πατέρα μου. Αυτά λοιπόν εμείς τα ζήσαμε και μετά τα ψάξαμε. Διάβασα πολύ εγώ για αυτά. Και ερχόντουσαν συνέχεια μπροστά μου τέτοιες προκλήσεις. Ας πούμε, ενώ είχα διαβάσει για τον εμφύλιο δεν είχα ανέβει ποτέ στην Καστοριά για να δω το Βίτσι και τον Γράμμο. Ανέβηκα λοιπόν όταν ένας φίλος μου είπε ότι υπάρχουν κάτι χωριά που θα χρειαζόμουν για τις πρώτες σκηνές στις «Νύφες». Όταν πήγα και είδα τις δύο τοποθεσίες, επιστρέφοντας εγώ κι ενώ ακόμα έφτιαχνα τις «Νύφες», είχα αρχίσει ήδη να διαβάζω για αυτά. Έτσι έγινε μετά το «Ψυχή βαθιά». Σήμερα υπάρχουνε αναφορές, ένα συγκινησιακό υλικό που περιμένει αυτόν που θα το ανακαλύψει στο μέλλον. Τίποτα δεν ξεκινάει αν δεν υπάρχει μία συγκίνηση. Είναι αυτό που σε αναστατώνει και δεν φεύγει, δεν ξεκολλάει από το μυαλό σου.
Αν δεν κάνατε σινεμά, αλήθεια τι άλλο θα μπορούσατε να έχετε κάνει;
Εγώ γεννήθηκα σε μία οικογένεια εκκλησιαστική. Την ξέρω τη βυζαντινή μουσική. Έχω μάλιστα φίλο το Μανώλη τον Μητσιά που έχει κάνει και αυτός μικρός ψάλτης και ψέλνουμε καμιά φορά. Από μικρό παιδί προσπαθούσα να μάθω τη βυζαντινή μουσική. Επειδή ο πατέρας μου ήταν ένας από τους καλύτερους ψάλτες στην Αθήνα, έχω μεγαλώσει σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Μάλιστα ήταν μία εποχή που δεν υπήρχε τηλεόραση, δεν υπήρχαν πικάπ, δεν υπήρχε τίποτα οπότε η βυζαντινή μουσική ήταν κυρίαρχη στο σπίτι. Έχω κάνει μάλιστα και ένα ντοκιμαντέρ για την ΕΡΤ πριν κάποια χρόνια που λεγόταν «Οι ψάλτες». Δεν μου ήρθε όμως ποτέ στο μυαλό να το κάνω σαν επάγγελμα γιατί από 19 χρονών μπήκα στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να κάνω τίποτα άλλο. Μάλιστα ξεπέρασα οτιδήποτε άλλο πάρα πολύ γρήγορα όταν μπήκα εκεί μέσα. Ήταν το σκοτάδι, ήταν οι προβολείς που ανάβουν, οι ηθοποιοί που έρχονται, οι πρόβες που αρχίζουν, ο ηχολήπτης με το μικρόφωνο, εγώ έτοιμος με την κλακέτα, η φωνή του σκηνοθέτη που έλεγε τις τελευταίες παρατηρήσεις, το σώμα των ηθοποιών… Είναι χαρά και τύχη να είσαι σε αυτή την ιστορία. Έχει τις απογοητεύσεις της, έχω δει ανθρώπους να καταστρέφονται οικονομικά από αυτή τη δουλειά, είδα την αχαριστία, είδα τι σημαίνει να είσαι επαγγελματίας, τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός. Να πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να πηγαίνουν από τη μια παράσταση στην άλλη… ξέρετε αυτή η κατηγορία των ανθρώπων, γύρω στις 19.00 όπου εμείς έχουμε επιστρέψει στο σπίτι, φεύγουν τότε. Ξεκλειδώνουν μία πόρτα, μπαίνουν σε μία αίθουσα με άδεια καθίσματα, ανάβουν ένα φως και βγαίνουν σε έναν διάδρομο, πηγαίνουν στα καμαρίνια και στέκονται μόνοι τους μπροστά σε έναν καθρέφτη και βάζουνε μουστάκια, φρύδια, βάφονται και γίνονται δικαστές, εισαγγελείς, εραστές και με το ερωτηματικό αν θα έρθει κανένας μέσα να τους δει. Αυτοί λοιπόν και ειδικά τώρα που έχουν και ένα σωρό τηλεοπτικές δουλειές, ποια ζωή έχουν; Εγώ τώρα έχω ένα εγγόνι από τον Αλέξανδρο και βλέπω πώς το μεγαλώνει. Έχω την εντύπωση ότι δεν θυμάμαι πως μεγάλωσαν τα δικά μας παιδιά. Φοβάμαι ότι δεν τα θυμάμαι… όταν είχα γυρίσματα έφευγα από τις 5:00 το πρωί. Νομίζω ότι δεν θυμάμαι την Ιωάννα με το καρότσι των παιδιών.
Στην πορεία σας έχετε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους του πολιτικού και του πολιτιστικού κόσμου και αυτό μοιάζει εμπνευστικό πολύ. Σήμερα υπάρχουν ανάλογες περιπτώσεις ανθρώπων;
Φαντάζομαι ότι υπάρχουν. Δεν τους ξέρω αλλά νομίζω το να αγαπάς την τέχνη δεν είναι μόνο προνόμιο των καλλιτεχνών. Υπάρχουν ξέρετε έμποροι που γράφουν στίχους και τόσοι άλλοι άνθρωποι που σημαίνει ότι σίγουρα θα υπάρχουν και πολιτικοί. Θα σας πω μάλιστα και ένα παράδειγμα πολιτικού. Εμάς είναι φίλος μας ο Αλέκος ο Αλαβάνος. Μάλιστα η γυναίκα του ήταν και συμμαθήτρια με την Ιωάννα και συναντιόμαστε πολύ συχνά γιατί μένουμε και κοντά. Ξέρω όλη την πορεία του Αλέκου στην αριστερά. Τώρα λοιπόν κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με ποιήματα και έμεινα άναυδος με το κείμενο που πήρα στα χέρια μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι αυτός ο άνθρωπος που τον ήξερα σαν πολιτικό, είχε έναν τέτοιο κόσμο μέσα του!
Πώς είναι η ζωή σας με την Ιωάννα Καρυστιάνη;
Με την Ιωάννα ζούμε τώρα κοντά στα 50 χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια ξέρει και ξέρω οποιαδήποτε στιγμή μας. Και έχει πονέσει και έχει χαρεί σε μεγάλο βαθμό με αυτά που έχω κάνει, και εγώ με τα δικά της γιατί τώρα η Ιωάννα γράφει και γράφει και πολύ καλά. Εγώ τη γνώρισα νέα στη δικτατορία. Έχει δύναμη μεγάλη και παίρνω πολλές φορές δύναμη από αυτήν. Πολύ δύσκολο να μιλήσω με λέξεις για την Ιωάννα γιατί είναι κάτι πολύ δυνατό και προσωπικό… εκείνη επειδή είναι διαφορετική η δουλειά της, είναι μόνη της σε αυτό που γράφει. Ο συγγραφέας είναι μόνος του ενώ εγώ ως σκηνοθέτης δεν μπορώ να το κρύψω αυτό που κάνω. Όταν λοιπόν η Ιωάννα αρχίζει να γράφει κάτι, εγώ δεν ξέρω τι είναι αυτό. Όταν το τελειώνει το αφήνει δακτυλογραφημένο και φεύγει. Τότε εγώ το διαβάζω και πολλές φορές ενθουσιάζομαι τόσο που ουρλιάζω από τη φαντασία που συναντώ. Και η δικιά μου δουλειά έχει τέτοια στοιχεία αλλά νομίζω ότι είναι πολύ πιο δύσκολο να το διαπιστώσεις σε ένα κείμενο.
Έχετε κάποιο απωθημένο για κάτι ενδεχομένως που έμεινε μισό και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ;
Υπήρξε κάτι που είχε γραφτεί αλλά δεν ήταν ολοκληρωμένο. Ήταν για τη Νάουσα που είναι μία περιοχή που μου αρέσει πολύ. Είχα κάνει και γυρίσματα αλλά δε συνεχίστηκε.
Ξέρω ότι σας έχει πειράξει πάρα πολύ το ότι δεν πήγε καλά το Ακροπόλ η ταινία σας. Τώρα που πέρασε ο καιρός και ξέρετε πολύ καλά ότι ήταν μία καλή ταινία τι πιστεύετε ότι έφταιξε τελικά;
Θα σας πω πρώτα μία ιστορία όπου αφού η ταινία πια δεν πήγαινε καλά, έβλεπα στην τηλεόραση μία συναυλία του Πορτοκάλογλου και σε κάποια στιγμή είπε το «κλείσε τα μάτια σου», το τραγούδι της ταινίας, και όλοι από κάτω τραγουδούσαν και χειροκροτούσαν και τότε εγώ σκεφτόμουν «άντε γαμηθειτε όλοι, δεν μπορούσατε να έρθετε και στην αίθουσα να δείτε την ταινία;» (γέλια) Ξέρετε μου είχε πει ένας σκηνοθέτης κάποτε ότι καμιά ταινία που αφορά το θέατρο δεν πάει καλά εκτός από του Γούντι Άλεν, τις «Σφαίρες πάνω από το Μπροντγουει». Αυτό συμβαίνει γιατί ο κόσμος δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται στα καμαρίνια. Όπως μου λέγανε και για τη «Φανέλα με το 9» ότι δεν θέλουν οι φίλαθλοι να μαθαίνουν τι γίνεται έξω από τα ματς.
Ενώ έχετε κάνει θέατρο, δεν σας κέρδισε. Γιατί;
Είχα κάνει ναι. Μάλιστα εδώ έκανα την «Αγγέλα» του Σεβαστίκογλου. Δεν μου άρεσε το θέατρο όμως, όλη αυτή η διαδικασία του δηλαδή. Δεν είχα εγώ τέτοιο όραμα ποτέ, όπως είχαν ο Κουν και άλλοι. Έκανα όμως αρκετά είδη και πολλά από αυτά και για βιοποριστικούς λόγους. Δεν με συντάραξε ποτέ το θέατρο όμως.
Ξέρετε η πρώτη ταινία που θυμάμαι στη ζωή μου να έχω δει είναι «Τα Πέτρινα χρόνια»
Ενώ καταλαβαίνω το γεγονός, αυτό τώρα που μου λέτε φοβάμαι να το αποδεχτώ. Αυτό δηλαδή ότι εγώ έχω κάνει κάτι που έχει στιγματίσει κάποιον. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Φοβάμαι να το αντιμετωπίσω. Σκεφτείτε όπως σας είπα νωρίτερα για τον Γαβρά που φεύγει από την αίθουσα όταν αρχίζει η ταινία του, το ίδιο νιώθω κι εγώ. Τώρα που έγινε η προβολή του «Όλα είναι δρόμος» όμως, το γλέντησα γιατί είναι μία ταινία που έχει δοκιμαστεί και είδα μία αίθουσα γεμάτη με νέα παιδιά. Ήμουν τυχερός και με αυτούς που είχα στην ταινία, τον Αρμένη, τον Καταλειφό και το Βέγγο. Ο Αρμένης ήταν πολυεργαλείο στο θέατρο.
Σημαντική στιγμή για τον Θανάση Βέγγο και μάλιστα όταν όλος ο κόσμος τον έχει στο μυαλό του σε ένα άλλο είδος σινεμά.
Ξέρετε, όταν είδε την ταινία ο Σκορτσέζε μου είχε πει ότι ήταν τολμηρή επιλογή αυτή του Βέγγου για αυτή την ιστορία. Εγώ από την αρχή όμως ήμουν σίγουρος για το Βέγγο. Ήθελα μία άλλη προσέγγιση, πιο ψυχική από αυτόν. Όταν γυρίζαμε πρέπει να σας πω, του κόστισε αυτό. Τον περιόριζα και μου έλεγε θυμάμαι τότε «θα την πληρώσεις Βούλγαρη, βγάζεις όλα τα βέγγικα από την ερμηνεία» και γελούσαμε.
Είχατε και μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον Σταύρο Παράβα από όσο ξέρω.
Το Σταύρο δεν τον ήξερα ποτέ. Τον είχα δει στο θέατρο μόνο, σε μία επιθεώρηση. Είχε πολύ ωραίο σώμα, πολύ ωραίο ρυθμό στα χορευτικά θυμάμαι. Όταν πήγαινα στη Γυάρο λοιπόν, ήξερα ότι ο Σταύρος είχε προηγηθεί, τότε που η Γυάρος άνοιξε για δεύτερη φορά μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου για λίγο κόσμο. Ήμασταν θυμάμαι καμιά 35αρια εκεί. Όταν πήγαινα, είπα ότι θα είναι τουλάχιστον ο Σταύρος εκεί, θα τον γνωρίσω και θα κάνουμε παρέα. Όμως αυτός είχε φύγει με ένα θέμα υγείας και είχε πάει στο νοσοκομείο. Τον γνώρισα λοιπόν μετά, όταν βγήκαμε από τη Γυάρο, από κοινούς φίλους και κάναμε παρέα. Γίναμε φίλοι τότε και σιγά-σιγά μας πάντρεψε κιόλας με την Ιωάννα. Ήταν ένας πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος. Πολύ τρυφερός. Έφυγε πολύ νωρίς.
Τι αγαπάτε στην καθημερινότητά σας;
Αλλάζει με τον καιρό αυτό και με τις εποχές. Θα γελάσετε με αυτό που θα πω, αλλά τώρα ενδιαφέρομαι για τη γάτα μου. Τα ξέρει όλα, τα καταλαβαίνει όλα και είναι η παρέα μου. Ειδικά με τον κορονοϊο που κλειστήκαμε στα σπίτια, δεθήκαμε πολύ. Βέβαια έχω και φίλους κινηματογραφιστές που συναντιόμαστε και το απολαμβάνω κι αυτό πολύ.
Τι εισπράττετε εσείς από τη σημερινή πραγματικότητα;
Είμαι της αποψης ότι δεν γουστάρω την γκρίνια. Την γκρίνια που έχουν και πολλοί άνθρωποι αλλά και η εποχή. Και από την άλλη είναι μία νεολαία που αθλείται, που παίζει στο θέατρο, που γράφει βιβλία. Δεν υπάρχει δηλαδή σε αυτό τον τόπο μόνο η μιζέρια που εισπράττω. Σκέφτομαι λοιπόν ότι είναι ένας ελπιδοφόρος τόπος που μπορεί να πέρασε πολλά, μπορεί όμως να προχωρήσει μπροστά.
Στο πλαίσιο της ρετροσπεκτίβας (24 Νοεμβρίου – 1η Δεκεμβρίου) θα προβληθούν στην αίθουσα Σταύρος Τορνές, οι 13 μεγάλου μήκους και 4 μικρού μήκους ταινίες που έχει σκηνοθετήσει ο εμβληματικός έλληνας δημιουργός.
Το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Ελλάδος και με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Μετά την ολοκλήρωση των προβολών στη Θεσσαλονίκη, η ρετροσπεκτίβα στον Παντελή Βούλγαρη θα παρουσιαστεί στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στην Αθήνα (Αίθουσα Α), από τις 8 έως τις 14 Δεκεμβρίου.