Σαιντ Ομέρ: Ένα δικαστικό τελετουργικό δράμα για δύο γυναίκες και μια κοινωνία

Ένα δυνατό πορτραίτο ίσως για μια Γαλλία και μια Ευρώπη που ζει στη δίνη της προκατάληψης και των στερεότυπων

Γιάννης Γκροσδάνης
σαιντ-ομέρ-ένα-δικαστικό-τελετουργικ-997769
Γιάννης Γκροσδάνης

Η ταινία ξεκινάει κάπως παράξενα μέσα στο σκοτάδι, το μυστήριο και το όνειρο: μια γυναίκα περπατάει το βράδυ στην ακροθαλασσιά κρατώντας έναν μικρό μπόγο, μια άλλη γυναίκα ξυπνάει αναστατωμένη από ένα όνειρο που είδε στον ύπνο της ενώ ο σύντροφος της προσπαθεί να την ηρεμήσει.

Είναι λοιπόν μια σκοτεινή, σχεδόν τελετουργική, μυστηριακή, ονειρική αφετηρία για μια ιστορία που γρήγορα θα μεταφέρει τις δύο γυναίκες στον ίδιο χώρο, την αίθουσα ενός δικαστηρίου σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της βορειοδυτικής Γαλλίας.

Εκεί το 2016 η Γαλλοσενεγαλέζα Αλις Ντιόπ παρακολούθησε την δίκη μιας εξίσου Γαλλοσενεγαλέζας, της Φαμπιέν Καμπού, η οποία παραδέχτηκε πως σκότωσε το μωρό της μη αποδεχόμενη ωστόσο την ηθική της πράξης της και αποδίδοντας το αποτρόπαιο έγκλημα σε μια μεταφυσική δύναμη, στα μάγια.

Παρά την εμπειρία της στο ντοκιμαντέρ, την ιστορία αυτή μεταφέρει ως μυθοπλασία η Ντιόπ, αξιοποιώντας την δύναμη της αφήγησης, η οποία εξυψώνει την πραγματικότητα.

Στην πραγματικότητα το Σαιντ Ομέρ είναι η ιστορία γυναικών. Δυο, τεσσάρων ή και παραπάνω γυναικών: μια φιγούρα σίγουρα είναι η κατηγορούμενη της ταινίας, η Λωρένς Κολύ, μια δεύτερη είναι η καθηγήτρια φιλολογίας και συγγραφέας Ράμα, που μας συστήνεται μέσα από ένα μάθημα για την Μαργκερίτ Ντυράς και πως η λογοτεχνία ξέρει να μεταπλάθει ακόμα και τα φριχτότερα εγκλήματα.

Και μετά είναι οι μητέρες της Λωρένς αλλά και της Ράμα, δύο γυναίκες με ένστικτο που τις βαραίνει ο χρόνος και τα βάσανα της ζωής, άλλη μια είναι η (λευκή) δικαστίς που εξετάζει προσεκτικά την υπόθεση, οι (λευκές) ένορκες, η (λευκή) συνήγορος υπεράσπισης (εξαιρετικός ο συμβολισμός της δικαστικής αίθουσας ως μιας σκηνής που παραπέμπει στο γαλλικό κράτος και την εξουσία που απαρτίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα υψηλά κλιμάκια της από λευκές γυναίκες και ο εισαγγελέας – ένας ερμηνευτικός και εκτελεστικός – κινητήριος παράγοντας – είναι άντρας), οι μάρτυρες κατηγορίας.

Οι δύο κεντρικές ηρωίδες κάποια στιγμή, στα μισά της ταινίας, αν και δεν υπάρχει κάποια φυσική επαφή, σχεδόν ταυτίζονται. Προέρχονται και οι δύο από τη Σενεγάλη, ζουν στη Γαλλία ως οικονομικές μετανάστριες (ή έστω ως παιδιά μεταναστών), σπουδαγμένες στο πανεπιστήμιο και με εξαιρετική γνώση της γαλλικής γλώσσας, μητέρες παιδιών και αμήχανες με την ταυτότητα της μητρότητας, με λευκούς άντρες συντρόφους, αποστασιοποιημένες από το οικογενειακό περιβάλλον και τις μητέρες τους. Όμως οι ομοιότητες κάπου εδώ σταματούν.

Όπως γράφτηκε και πιο πάνω, η δικαστική αίθουσα είναι μια έξυπνα στημένη θεατρική σκηνή στην οποία η κατηγορούμενη Λωρένς βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής.

Δεν αρνείται την πράξη της αλλά δεν δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις και ενώ το δικαστήριο δεν προσεγγίζει καθόλου την κατηγορούμενη στέκεται τελικά μπροστά σε ένα νομικό δίλλημα: της ηθικής ευθύνης (που αρνείται η κατηγορούμενη δίνοντας του μια μεταφυσική διάσταση) και της ψυχιατρικής κατάληξης. Ότι όμως προηγείται κατά την ακροαματική διαδικασία είναι μια κοινωνική τελετουργία που αφορά το φύλο, την τάξη, τη φυλή, τον πολιτισμό αλλά και την κουλτούρα μιας διαμορφωμένης εξουσίας.

Επιβεβαιώνοντας την καρτεσιανή λογική της αμφιβολίας για τα πάντα (μέχρι την πλήρη επιβεβαίωση τους) την φιλοσοφία του Βιτγκεσταϊν γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη (η κόλαση δεν είναι άλλοι, η κόλαση είμαστε εμείς) και τα φουκωικά σχήματα σε σχέση με την τιμωρία, την εξουσία, την επιτήρηση και την ισχυρότερη μορφή δυνάστευσης που είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.

Θα μπορούσε βέβαια η θέση της Λωρένς όσο και η υπεράσπιση της να αποτελούν ουσιαστικά μια υπαρξιακή άρνηση του πεπρωμένου μιας μαύρης γυναίκας που διεκδικεί μια θέση στο δυτικό κόσμο (λαχταράει να σπουδάσει και να ζήσει όπως όλοι οι πολίτες μιας ευνομούμενης πολιτείας σαν τη Γαλλία) αλλά κατακρημνίζεται σταδιακά και ζει στο περιθώριο μέχρι την οριστική της πτώση, μια ηρωίδα που όπως η Μήδεια του Παζολίνι (στην οποία εύστοχα μας παραπέμπει κάποια στιγμή η Ντιοπ) καταφεύγει στα άκρα και εν τέλει στην παραίσθηση των πράξεων της όταν αισθάνεται την περιφρόνηση, την έλλειψη στοργής και την προδοσία, την σκληρότητα της ίδιας της κοινωνίας (στην οποία επιθυμούσε να ενταχθεί) και των πατριαρχικών και φυλετικών στερεότυπων που έχει δομήσει η ίδια η κοινωνία για τα άτομα προ πολλού.

Στο τελευταίο πλάνο της αίθουσας του δικαστηρίου, αυτό είναι άδειο. Αφού ξεκίνησε με την εξονυχιστική εξέταση της κατηγορούμενης και των γεγονότων – και εδώ η Ντιοπ αποδεικνύεται έξοχη παρατηρήτρια στήνοντας την κάμερα της πάνω στα πρόσωπα των ηρωίδων της για να αποτυπώσει την ψυχολογική πίεση που αισθάνονται – ακολουθεί η τοποθέτηση της δικηγόρου υπεράσπισης, που υποστηρίζει ότι η Λόρενς είναι παράφρων, ζητώντας τη συμπόνια από τους/τις ενόρκους.

Η Ντιοπ εδώ κάνει μια εξαιρετική επιλογή : ενώ δεν απορρίπτει τον θεσμό της ψυχιατρικής, αρνείται να επικυρώσει την εξουσία της ή να της δώσει τον τελευταίο λόγο. Στην πραγματικότητα, η ταινία μένει ανοιχτή, δεν καταλήγει κάπου και δεν δίνει κάπου τον τελευταίο λόγο. Παρά το προδιαγεγραμένο πεπρωμένο τους οι ηρωίδες της ταινίας αποδέχονται τελικά την ύπαρξη τους βυθισμένες στη σιωπή. Είναι ίσως μια μορφή συμφιλίωσης με ότι θα έρθει. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις, καμία απλή εξήγηση για τις πράξεις τους.

Μέσα από δύο έξοχες ενστικτώδικες ερμηνείες δύο γυναικών – της Γκιουζλαζί Μαλαντά και της Καγιτζέ Καγκαμέ – το Saint Omer αποτελεί ένα έξοχο χαμηλών τόνων δικαστικό δράμα, που μας αφηγείται και ξαναζωντανεύει μια ιστορία με την ίδια δύναμη που το έκανε κάποτε ο Τρούμαν Καπότε στο Εν Ψυχρώ.

Είναι η ιστορία ενός εγκλήματος που αναδεικνύει την δύναμη των λέξεων και με λιτό τρόπο και πάντα υπαινικτικά, μέσα από τους συμβολισμούς των λέξεων και τις σιωπές, αφήνει στον θεατή να αποκαλύψει τις πραγματικές απαντήσεις και ξετυλίγει και παρουσιάζει το ανατομικό πορτραίτο μιας κοινωνίας που με τον απαξιωτικό τρόπο της ώθησε μια γυναίκα στο περιθώριο και σε μια τέτοια φρικτή πράξη και αργότερα την έκρινε και την καταδίκασε με τον χειρότερο τρόπο.

Ένα δυνατό πορτραίτο ίσως για μια Γαλλία και μια Ευρώπη που ζει στη δίνη της προκατάληψης και των στερεότυπων.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα