Σέρτζιο Λεόνε : 31 χρόνια χωρίς τον Πατέρα των σπαγγέτι γουέστερν
Φέτος συμπληρώνονται 31 χρόνια από τον θάνατο του πατέρα του Γούεστερν.
Λέξεις: Βαγγέλης Θεοδωράκης
Φέτος συμπληρώνονται 31 χρόνια από το θάνατο του Σέρτζιο Λεόνε, του επονομαζόμενου «Πατέρα των σπαγγέτι γουέστερν», δηλαδή των γουέστερν ιταλικής παραγωγής. Ο τίτλος αυτός του δόθηκε ένεκα της αναμορφωτικής επίδρασης που άσκησε, τη δεκαετία του ΄60 κυρίως, πάνω στα κλασσικά αμερικανικά γουέστερν. Φυσικά η καλλιτεχνική επιρροή του Λεόνε δεν διανθίστηκε μόνο στο πεδίο αυτό.
Για πολλούς κριτικούς και καλλιτέχνες ο Λεόνε θεωρείται – και δικαίως- ο άνθρωπος που άσκησε από τις μεγαλύτερες επιρροές στο κινηματογράφο τόσο με την σύγχρονη σκηνοθετική τεχνική του, όσο και με την ιδιαίτερη προσωπική πινελιά που ζωγράφιζε πάνω σε κάθε έργο του.
Μέσα από την πλούσια φιλμογραφία του επέδειξε μια σιωπηρή εκκεντρικότητα, μια δικαιολογημένη αλαζονεία. Ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, αρκετά ισχυρογνώμων, ανυποχώρητα τελειομανής και αδιαμφισβήτητα πετυχημένος. Τα στοιχεία αυτά μπορεί κανείς να τα συνάγει όχι και τόσο δύσκολα, αρκεί να ρίξει μια σύντομη ματιά στο καλειδοσκόπιο της ζωής του.
Μεγαλώνοντας στις αίθουσες.
Γεννημένος στις 3 Ιανουαρίου του 1929 από γονείς ιταλούς ο μικρός Σέρτζιο είχε κιόλας από τα πρώτα χρόνια της ζωής του ισχυρά καλλιτεχνικά ερείσματα. Ο Πατέρας του, Βιτσέντζο Λεόνε, γνωστός ως Roberto Roberti, ήταν από τους πρώτους ιταλούς κινηματογραφιστές. Η μητέρα του, Bice Valerian, είχε στη πλάτη της μια αξιοσέβαστη για την εποχή καριέρα στο βωβό κινηματογράφο. Μεγάλωσε στη Ρώμη, σε μια περίοδο που η νεοσύστατη φασιστική ιδεολογία άρχισε να εδραιώνεται στα θεμέλια της ιταλικής κοινωνίας. Όπως δήλωνε ο ίδιος, καταγόταν από μια οικογένεια μυημένη στις μαρξιστικές ιδέες, οπότε κάθε φορά που τα υπόλοιπα παιδιά ασχολούνταν με φασιστικά κηρύγματα, παρελάσεις και εμβατήρια εκείνος προτιμούσε να κάνει ξιφασκία, να παίζει κουκλοθέατρο ή να επιδίδεται σε διαγωνισμό ούρησης πάνω από μυρμηγκοφωλιές.
Στα 18 του γράφεται στη νομική σχολή της ιταλικής πρωτεύουσας. Η παρουσία του στο πανεπιστήμιο υπήρξε μάλλον μια βαρετή ταινία μικρού μήκους, καθότι λίγους μήνες αργότερα το εγκαταλείπει αποδεχόμενος την πρόταση να εργαστεί αμισθί στο «Κλέφτη ποδηλάτων» του Βιτόριο Ντε Σίκα. Για εκείνον η συμμετοχή του στα γυρίσματα αποτέλεσε το πιο λειτουργικό, το πιο ωφέλιμο, το πιο διαδραστικό μάθημα.
Η τύχη έπρεπε να του χαμογελάσει και του χαμογέλασε.
Το 1950 ο Λεόνε αρχίζει να γράφει σενάρια για τα πέπλα. Τα πέπλα ήταν κατ’ ουσία ψευδοϊστορικά έπη, που διέθεταν αισθητά χαμηλό προϋπολογισμό και γνώριζαν την περίοδο εκείνη μεγάλη άνθιση. Το 1951 ξεκινά να εργάζεται σε χολιγουντιανές παραγωγές στα περιβόητα στούντιο Τσινετσιτά. Ο ρόλος του εκεί δεν είναι πρωταγωνιστικός, αλλά είναι σίγουρα σημαντικός και χρήσιμος για τον ίδιο. Εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και συνδράμει αρχικά στη παραγωγή δυο ταινιών (Κβο Βάντις /1951, Μπεν Χουρ /1959).
Λίγους μήνες αργότερα μπαίνει πάλι ως βοηθός σκηνοθέτη στη παραγωγή της ταινίας «Οι τελευταίες μέρες της Πομπηίας» δίπλα στον περίφημο τότε σκηνοθέτη Μάριο Μπονάρτ. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων ο Μπονάρτ αρρωσταίνει βαριά. Η κατάσταση της υγείας του κάθε άλλο παρά του επιτρέπει να συνεχίσει τη παρουσία του στα γυρίσματα.
Η εταιρεία παραγωγής αποφασίζει να μην αναζητήσει νέο σκηνοθέτη αλλά να δώσει τα ηνία στον ανερχόμενο τότε Σέρτζιο Λεόνε που σίγουρα είχε γνωρίσει εκ των έσω τα καθέκαστα. Η διεκπεραίωση εκείνη αποτέλεσε το σημείο κλειδί.
Η μηχανή του πλοίου για λίγο έσβησε και ο Σέρτζιο έπρεπε πλέον να κάνει κουπί μόνος του, να διαχειριστεί μια ολόκληρη παραγωγή έχοντας τον άκρως υπεύθυνο και κεντρικό ρόλο του ενορχηστρωτή. Το αποτέλεσμα όχι μόνο δικαίωσε τους παραγωγούς, αλλά αβίαστα τους οδήγησε να επιλέξουν το Λεόνε και για την επόμενη ταινία τους, τον «Κολοσσό της Ρόδου», το 1961. Με την ταινία εκείνη ο Λεόνε χρησιμοποίησε τα λεφτά που κέρδισε για να περάσει μήνα του μέλιτος στην Ισπανία.Πέρα από τα χρήματα όμως κέρδισε και κάτι ακόμη. Πλέον είχε καθιερωθεί ως σκηνοθέτης. Ήξερε ότι περνώντας απρόσμενα μέσα από αυτό το στάδιο είχαν ριζώσει για τα καλά μέσα του η εξ ιδίοις όμμασι γνώση και εμπειρία.
Τα σπαγγέτι γουέστερν δεν πέθαναν ακόμα.
Τη δεκαετία του ’60 η απήχηση των πέπλων άρχισε να ασθενεί και σιγά σιγά να εξαϋλώνεται. Για πολλούς κριτικούς τα γουέστερν θεωρούνταν και αυτά εκτός κινηματογραφικής μόδας. Η γοητεία τους είχε φαινομενικά γεράσει και η εμπορική τους ισχύ είχε εξασθενήσει. Ο Λεόνε, ωστόσο, δεν μπορούσε να σταθεί σε καμία εμπορική ή άλλη δικαιολογία για να αποκόψει εαυτόν από το μεγάλο του όνειρο.
Η πρώτη του προσπάθεια το «Για μια χούφτα δολάρια» ήταν απολύτως επιτυχημένη. Η ταινία ήταν βασισμένη στο ιστορικό έπος, του σπουδαίο σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα, « Γιοζίμπο». Αυτό βέβαια δεν αναφερόταν πουθενά στην ταινία, ούτε και ειπώθηκε ποτέ από κάποιο συντελεστή πόσο δε μάλλον από τον ίδιο το Λεόνε. Αποτέλεσμα της όλης απόκρυψης ήταν να ξεσπάσει σειρά δικαστικών διαμάχεων. Καμία από τις δυο πλευρές δεν έκανε πίσω για αρκετό καιρό.
Κάποια στιγμή ο Κουροσάβα απέστειλε προσωπική επιστολή στο Λεόνε. «Η ιστορία που γύρισες είναι πάρα πολύ ωραία, αλλά είναι δική μου.», έγραφε ορθά κοφτά. Ο Λεόνε ενθουσιασμένος που ένας τόσο μεγάλος δημιουργός ασχολείται μαζί του, έστω καθ’ αυτόν τον τρόπο, αποφάσισε να υποχωρήσει δίνοντας του το 15% των εισπράξεων.
Το «Για μια χούφτα δολάρια» αποτέλεσε το ιδανικό μέσο γνωριμίας του Λεόνε με το ευρύ κοινό. Ο ιταλός σκηνοθέτης έγινε για τα καλά γνωστός, ανάγκασε κριτικούς και δημοσιογράφους να χύσουν αρκετό μελάνι, αποστόμωσε όσους πίστευαν ότι τα γουέστερν ξεψυχάνε και γέννησε συν τοις άλλοις το δικό του κινηματογραφικό αστέρι. Τον Κλίντ Ίσγουντ.
Όπως το πρώτο σπαγγέτι γουέστερν έτσι και τα δύο επόμενα (Μονομαχία στο Ελ πάσο, Ο καλός ο κακός και ο άσχημος) με τα οποία συνέθεσε την μία από τις δύο τριλογίες του, γυρίστηκαν στην Ισπανία.
Πρόσεχε, είναι τρελός ο Σέρτζιο!
Στα γυρίσματα των ταινιών του Λεόνε δεν έλλειπαν ποτέ τα συνομολογούμενα απρόοπτα. Ιδίως στην ταινία «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» η κατάσταση εκτός από χαοτική, ήταν και επικίνδυνη. Ο Κλίντ Ίσγουντ σε συνέντευξη του τη δεκαετία του ’90 αποκάλυψε ότι ο Γουάλας, ο άσχημος της υπόθεσης, στη σκηνή με τρένο ήταν δεμένος για ώρα δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Ο Λεόνε ήθελε η σκηνή να είναι εντελώς ρεαλιστική, οπότε το τρένο που περνούσε ήταν κανονικό τρένο που επιτελούσε τη γραμμή του. Ενώ η σκηνή γυριζόταν κανονικά, το τρένο πέρασε με πολύ μεγάλη ταχύτητα ξυστά δίπλα από το κεφάλι του Γουάλας. Για εκατοστά γλίτωσε τον αποκεφαλισμό. Ο Γουάλας έφριξε και τρομοκρατημένος κοίταξε το Λεόνε. Όλο το συνεργείο είχε παγώσει. Τότε ο Σέρτζιο σήκωσε το κεφάλι από την κάμερα και απευθυνόμενος προς όλους είπε « Δε μου άρεσε τόσο το πλάνο. Πάμε πάλι».
Σε μια άλλη σκηνή ο Λεόνε έβαλε ανεκπαίδευτο αγριόσκυλο να κυνηγήσει το Γουάλας ώστε το πανικόβλητο τρέξιμο του να είναι γνήσιο. Οι περιπέτειες του Γουάλας δεν ολοκληρώθηκαν εκεί βέβαια. Στα διαλείμματα ενός γυρίσματος κάποιος από το συνεργείο είχε αφήσει ένα μπουκάλι οξύ δίπλα σε μπουκάλι σόδας.
Ο Γουάλας ανυποψίαστος το άνοιξε, το ήπιε και το έφτυσε ακαριαία. Παραπονέθηκε πολύ έντονα. Ο Λεόνε του έτεινε μια κανάτα με γάλα να ξεπλυθεί και αναφώνησε πως «και τα ατυχήματα μέσα στο πρόγραμμα είναι». Λίγο αργότερα ο Κλιντ Ίσγουντ τον πλησίασε και τον συμβούλεψε «Πρόσεχε. Μη μπλέκεσαι και πολύ στα πόδια του, είναι τρελός ο Σέρτζιο!».
Αμερικανικό προσκλητήριο.
Βρισκόμαστε στο 1967. Η Τριλογία γνώρισε σπουδαία επιτυχία, τόσο ως εμπορικό όσο και ως καλλιτεχνικό δημιούργημα. Η Paramount Pictures αναγνωρίζοντας τη σκηνοθετική αξία του Λεόνε, τον καλεί στην Αμερική. Η πρόταση να σκηνοθετήσει ένα νέο γουέστερν πέφτει στο τραπέζι. Το καινούργιο έργο φέρει τον τίτλο «Κάποτε στη Δύση». Ο Λεόνε φιλοδοξεί το έργο αυτό να αποτελέσει το δικό του προσωπικό αριστούργημα. Και έτσι γίνεται.
Περνώντας ατελείωτες ώρες στη Γιούτα, την Ισπανία και την Ιταλία ο Λεόνε καταφέρνει να φιλοτεχνήσει ένα δικό του μωσαϊκό, μια δικιά του γκαλερί με φόντο την άγρια δύση. Την ιστορία εμπνεύστηκαν οι Μπερνάρντο Μπερτολούτσι και Ντάριο Αρτζέντο. Το σενάριο υπέγραψε ο επιστήθιος φίλος και στενός συνεργάτης του Λεόνε, Σέρτζιο Ντονάτι. Την μουσική της ταινίας εξύφανε ο Ένιο Μορικόνε, ο άνθρωπος που έγραψε μουσική σχεδόν σε όλα τα έργα του Λεόνε.
Το «Κάποτε στη Δύση», η απαρχή μιας νέας τριλογίας, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Εντυπωσίασε, εξυμνήθηκε και μύησε μερίδα του κοινού στο κόσμο του γουέστερν. Αλλά μόνο στην Ευρώπη! Στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού η εταιρία Paramount Pictures λίγο καιρό προτού βγει στις κινηματογραφικές αίθουσες αποφάσισε να μοντάρει ξανά την ταινία με αποτέλεσμα να την «μουτζουρώσει», να την κάνει να φαίνεται προχειροδουλειά.
Τα ιδιαίτερα καλλιτεχνικά κομμάτια, εκείνα που την συνιστούν ένα έργο τέχνης συνέχιζαν να υπάρχουν. Η πληγωμένη εμπορική της δύναμη, όμως, ήταν αυτό που έμεινε στο τέλος στο κύκλο των αμερικανών κριτικών.
Αντικρίζοντας την αναμόρφωση, ανιχνεύοντας τη φιλοσοφία.
Η ενασχόληση του Σέρτζιο Λεόνε με τα σπαγγέτι γουέστερν δεν αποτέλεσε απλώς μια μνημειώδη υλοποίηση του σχεδίου του, μια ικανοποιητική αναπαράσταση των ονείρων του. Οι ταινίες του υπήρξαν μια αριστοτεχνική αντανάκλαση της άγριας δύσης. Ένα κομψοτέχνημα, με τη προσωπική πινελιά του δημιουργού.
Ο Λεόνε επάξια αναγνωρίσθηκε ως ο αναμορφωτής των ιστοριών της άγριας δύσης. Μέσω των έργων του αφενός μεν απέδιδε φόρο τιμής στα παραδοσιακά αμερικανικά γουέστερν, αφετέρου δε διαφοροποιούταν σκηνοθετικά, βάζοντας κάθε φορά την δική του προσωπική υπογραφή και αισθητική στις ιστορίες που χάριζε σάρκα και οστά.
Ήταν βαθιά παρφεξιονιστής, σχολαστικός μέχρι το μεδούλι και με ανυποχώρητη εμμονή και επιμονή στα σχέδια του. Διάλεγε συνήθως πολυδαίδαλη πλοκή, με συνεχείς ανατροπές καθ’ όλη τη διάρκεια της. Εμπιστευόταν τις απανωτές εναλλαγές γκρο πλαν (δηλαδή κοντινών λήψεων) και μακρινών λήψεων, άλλοτε διαγώνιων και άλλοτε ευρυγώνιων, πράγμα που προσέδιδε ιδιαίτερα ζωντανή και παραστατική υφή στην εκάστοτε σκηνή. Καθόσον εκτυλισσόταν το σενάριο ο θεατής συναντούσε χαρακτήρες πιο βίαιους και κυνικούς σε αντίθεση με την παραδοσιακή ματιά των αμερικανικών γουέστερν.
Προσέγγιζε διαφορετικά όλους τους πρωταγωνιστές. Ακόμα και οι καλοί της υπόθεσης διέθεταν τη δική τους αλαζονεία και εκκεντρικότητα. Τοποθετούσε πάντα στη μέση των καλών και των κακών ένα κοινό παρανομαστή. Την ιδιοτέλεια, τα ατομικά κίνητρα, τα οποία ενίοτε γεννούσαν ανίερες συμμαχίες και ενίοτε κτηνώδεις συμπεριφορές. Από κει και έπειτα άφηνε τους πάντες ελεύθερους να ξεχυθούν στη ταυρομαχία μέχρι το φινάλε.
Επηρέασε μια πολλή μεγάλη μερίδα καλλιτεχνών. Σκηνοθέτες όπως ο Φρανσουά Τρυφώ και ο Κουεντίν Ταραντίνο τον θαύμασαν και τον μνημόνευσαν ως τον άνθρωπο που επηρέασε περισσότερο από όλους το σύγχρονο σινεμά.
Τελικά η άνω τελεία ήταν τελεία και παύλα.
Το 1971 ο Σέρτζιο Λεόνε σκηνοθετεί την ταινία «Κάτω τα κεφάλια!». Λίγους μήνες νωρίτερα είχε απορρίψει την πρόταση να σκηνοθετήσει το Νονό. Η εταιρία που εκπόνησε τη παραγωγή για την μετατροπή του ομώνυμου βιβλίου σε ταινία – που εξελίχθηκε σε οσκαρικό αριστούργημα – είχε πρώτο όνομα στη λίστα της τον ιταλό σκηνοθέτη.
Εκείνος όμως αρνήθηκε. Το λόγο τον εξήγησε ο ίδιος ο Λεόνε. Την περίοδο εκείνη είχε απορροφηθεί με πάθος στη μανιώδη επιθυμία του να κινηματογραφήσει ένα άλλο βιβλίο. Το «The Hoods» του Harry Grey. Εν τέλει το πέτυχε. Το 1984 η ταινία «Κάποτε στην Αμερική» ήταν γεγονός.
Με πρωταγωνιστές το Ρόμπερτ Ντε Νίρο και το Τζέιμς Γουντς, ο Λεόνε προσέφερε μια πανέμορφη φιλοσοφική ματιά πάνω στην απληστία, τον έρωτα, τη φιλία και το γκανγκστερισμό. Μια αναδίφηση στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού. Το «Κάποτε στην Αμερική» – με το οποίο ολοκλήρωσε τη δεύτερη τριλογία του – έμοιαζε σαν μια ανελέητη εσωτερική σύγκρουση, με απρόσμενα ανατρεπτικό φινάλε. Μια ταινία διάρκειας 4 ωρών και 30 λεπτών, που στην Αμερική εμπορικά απέτυχε. Η εταιρία που την είχε αναλάβει δεν είχε παραδειγματιστεί από το λάθος της Paramount Pictures και προέβη και αυτή σε περικοπή αρκετά σημαντικών σκηνών.
Οι κριτικές στην Αμερική σχεδόν έθαβαν την ταινία. Απεναντίας στην Ευρώπη έκλεψε τις εντυπώσεις, κέρδισε των θαυμασμό των κριτικών και των απλών σινεφίλ και πάνω από όλα εδραιώθηκε ως εμπορική και καλλιτεχνική υπέρβαση. Η υπέρβαση αυτή αποτέλεσε και το σκηνοθετικό κύκνειο άσμα του Λεόνε.
Βιαστικοί τίτλοι τέλους.
Το 1989 ο Σέρτζιο Λεόνε, σε ηλικία μόλις 60 ετών, αφήνει την τελευταία του πνοή από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τη περίοδο εκείνη είχε ήδη αρχίσει να ετοιμάζει τη νέα του παραγωγή με θέμα το ιστορικό έπος της πολιορκίας του Λένινγκραντ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παραγωγή βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο αλλά ο Σέρτζιο δεν πρόλαβε ποτέ να την ολοκληρώσει.
Για πολλούς κριτικούς ο Λεόνε θεωρήθηκε αμφίσημη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Από άλλους αγαπήθηκε και από άλλους δεν του συγχωρέθηκε ποτέ το γεγονός ότι τους διέψευσε. Τα σπαγγέτι γουέστερν δεν είχαν πεθάνει ακόμα και ο Σέρτζιο Λεόνε ήταν εκεί τη κατάλληλη στιγμή για να τους το θυμίσει.