Κινηματογράφος

Σινέ-προτάσεις για ένα (διαδικτυακό) Φεστιβάλ που φεύγει

Κλείνουμε με μερικές από τις ταινίες του, οι οποίες θα μας απασχολήσουν σίγουρα στο μέλλον

Πάνος Αχτσιόγλου
σινέ-προτάσεις-για-ένα-διαδικτυακό-φε-685367
Πάνος Αχτσιόγλου

Το 61ο online Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης μπορεί να έριξε σιγά σιγά την αυλαία του όμως τα συναισθήματα, οι αναμνήσεις και οι προβληματισμοί που μας άφησαν οι ταινίες του θα μας συντροφεύουν για καιρό. Κλείνουμε με μερικές από τις ταινίες του, οι οποίες θα μας απασχολήσουν σίγουρα στο μέλλον

Night of the Kings του Philippe Lacôte

Είναι μια νύχτα όπως όλες οι άλλες στον υπόλοιπο κόσμο, εκτός από τον κόσμο της ΜΑΚΑ. Της πιο άγριας και βίαιης φυλακής του πλανήτη. Της φυλακής στην οποία κάνει κουμάντο μόνο ένας κρατούμενος, ο Νταγκόρο. Αυτός στο οποίο οφείλουν να υπακούν οι πάντες. Όλα όμως έχουν ένα τίμημα. Όταν ο Νταγκόρο αρρωστήσει πρέπει να αντικατασταθεί, δίνοντας ο ίδιος τη ζωή του στο βωμό του μικρόκοσμου της ΜΑΚΑ. Αλλά, ο Νταγκόρο έχει άλλη άποψη. Καθώς το κόκκινο φεγγάρι αρχίζει και ανεβαίνει στον ουρανό της Ακτής Ελεφαντοστού, ο ηγέτης της φυλακής θα ξεθάψει μια παλιά παράδοση, αυτή του παραμυθά, του Ρομάν, τον οποίο θα βρει στο πρόσωπο ενός νεαρού που μόλις έχει αρχίσει να εκτίει την ποινή του. Ο Ρομάν θα μαζέψει γύρω του όλους τους φυλακισμένους και θα αρχίσει να τους διηγείται μια ατέλειωτη ιστορία – όπως στις χίλιες και μια νύχτες – αλλά με πρωταγωνιστή όχι τον Αλί Μπαμπά, όχι τον Αλαντίν αλλά τον Ζάμα Κινγκ…

Το βραβευμένο στο Τορόντο φιλμ του Πατρίς Λακότ μας βυθίζει σε έναν κόσμο τόσο σκληρό όσο και μαγευτικό, τόσο αδυσώπητο όσο και πανέμορφο, με τα καλογυμνασμένα ανδρικά σώματα να λικνίζονται σχεδόν σαν τελετουργικά ειδώλια, μπροστά στη δύναμη του παραμυθιού, της λαογραφίας, στη δύναμη της αφήγησης που ενσωματώνει τη μια ιστορία μετά την άλλη στη βασική της μυθοπλασία, σε ένα έξοχο παράδειγμα εγκιβωτισμού, πλαισιωμένου παράλληλα με με όλα τα πολιτισμικά στοιχεία (μουσική, τελετουργία, λυρισμός, υπερβολή, κινησιολογία) που χαρακτηρίζουν έναν από τους πιο πλουσίους σε παράδοση αλλά και πιο πολύπαθους λαούς της Αφρικής. Η ταινία μαγεύει, ιδίως στο πρώτο μισό, με την αρτιότητα αλλά και την καινοτόμα της διάθεση, δίνοντάς σου την εντύπωση ενός μιούζικαλ χωρίς μουσική (στην πραγματικότητα αυτή υπάρχει, και όταν εμφανίζεται είναι συγκλονιστική) με τους ηθοποιούς να κινούνται με χορευτικές φιγούρες μέσα στα βρόμικα κελιά της φυλακής που άλλοτε μοιάζει με ζούγκλα και άλλοτε με σκηνή θεατρικού δράματος. Το εύρημα κρατάει καλά σχεδόν μέχρι το φινάλε, αν και σε στιγμές χάνει την έντασή σου, ιδίως προς το τέλος, όταν δείχνει να ξεμένει από ιδέες και εντυπωσιακές μεταβάσεις. Ο νεαρός Κονέ Μπακαρί είναι σπουδαίος στον πρωταγωνιστικό ρόλο υιοθετώντας τον ρόλο του παραμυθά όλο και περισσότερο καθώς η αυγή πλησιάζει, χαρίζοντας στιγμές πραγματικής κινηματογραφικής ερμηνείας που φέρνει στο νου παλιότερο, πιο αυθεντικό σινεμά. Ένα πολυδιάστατο φιλμ σε πανέξυπνη σκηνοθεσία που συνιστά το λιγότερο κάτι διαφορετικό. Κάτι βαθιά δημιουργικό, άκρως καλλιτεχνικό και (στο μεγαλύτερο μέρος του) τρομερά γοητευτικό.

Exile του Visar Morina

Ένας μετανάστης από το Κόσοβο δουλεύει στη Γερμανία σε μια μεγάλη εταιρία φαρμακευτικών πειραμάτων και είναι ευτυχισμένα παντρεμένος με Γερμανίδα, ζώντας το «Ευρωπαϊκό όνειρο» στο μεγάλο τους σπίτι με τα τρία τους παιδιά. Η κατάσταση όμως αλλάζει όταν ο ίδιος βρίσκει κρεμασμένο στην εξώπορτά σπιτιού του ένα νεκρό ποντίκι. Η σκέψη του πάει αμέσως σε ρατσιστικά κίνητρα και στοχοποιεί χωρίς πολλές σκέψεις έναν συγκεκριμένο συνάδελφο που δεν του συμπεριφέρεται με τον καλύτερο τρόπο. Ο σκηνοθέτης στήνει ένα πνιγηρό σκηνικό απαθανατίζοντας πότε την πραγματικότητα και πότε τις υποκειμενικές σκέψεις και συναισθήματα του πρωταγωνιστή του, υπογραμμίζοντας παράλληλα το ζήτημα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας που μπορεί να χτυπήσει οποιονδήποτε έχει φύγει από την πατρίδα του για αναζήτηση μιας καλύτερη ζωής, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σταδιακά το φιλμ όμως δείχνει να εγκαταλείπει αυτόν τον δρόμο, εμβαθύνοντας περισσότερο στο είδος του σουρεαλιστικού θρίλερ, καθώς η πραγματικότητα με τη φαντασία μπλέκονται σε τέτοιο σημείο που γίνεται σχεδόν αδύνατον να τις ξεχωρίσεις. Εξερευνώντας τις έννοιες του εκπατρισμού αλλά και μπαίνοντας ακόμη πιο βαθιά στο τούνελ της παράνοιας που γεννά η απόρριψη, τόσο προσωπική όσο και κοινωνική, η ταινία σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο, θυμίζοντας σε στιγμές τα κινηματογραφικά κοινωνικά πειράματα του Ρούμπεν Έστλουντ, με την κατάληξη να μην δίνει την αίσθηση της λύτρωσης, κάθε άλλο. Η βαθμιαία μετατόπιση της εμπάθειάς μας μακριά από το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, όπως και η αλλαγή των συναισθημάτων γίνεται συστηματικά και με εξαιρετική επιδεξιότητα, καθώς το θύμα μετατρέπεται σε θύτης και το κατηγορώ αλλάζει κατεύθυνση. Αλλά τελικά είναι δυνατόν να μην δικαιολογήσεις τις πράξεις και τις σκέψεις που ξεδιπλώνονται μπροστά σου, μέσα από τις αντιδράσεις του βαθιά δυστυχισμένου πρωταγωνιστή; Είναι εντελώς παράλογες τέτοιες αντιδράσεις;

Η κοινωνική συνοχή και η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι όντως τόσο εξελιγμένες σε «πολιτισμένες χώρες» της οικονομικά εύρωστης Ευρώπης; Είναι τελικά όντως όλα στο μυαλό μας; Ή μήπως όχι; Ένα εξαίσιο θρίλερ με πολλές αναγνώσεις που παίζει με τους όρους της αφηγηματικής υποκειμενικότητας, της πραγματικότητας και των σκοτεινών ανασφαλειών που κρύβει καθένας μέσα του.

Digger του Τζώρτζη Γρηγοράκη

Φιγουράροντας ως μία από τις καλύτερες ταινίες του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το οδυνηρό οικολογικό γουέστερν του Τζώρτζη Γρηγοράκη (κλείνοντας εύστοχα το μάτι στην ελληνική πραγματικότητα και τα οικολογικά εγκλήματα που συντελούνται στις Σκουριές της Χαλκιδικής) αφηγείται την ιστορία του τελευταίου προστάτη του δάσους που ζει απομονωμένος σε μια περιοχή την οποία ένα ορυχείο θέλει να αποψιλώσει και να μετατρέψει σε εργοτάξιο εξόρυξης μεταλλευμάτων. Παρότι δικαστική απόφαση έχει βγει και είναι υπέρ του μοναχικού και δύστροπου Νικήτα, εντούτοις «το τέρας» χρησιμοποιεί όλες τις θεμιτές και αθέμιτες μεθόδους προκειμένου να προσπαθήσει να διώξει τον άνδρα, είτε κόβοντας δέντρα που δεν πρέπει είτε τραμπουκίζοντάς τον, εκμεταλλευόμενο τους κατοίκους του κοντινού χωριού που έχουν συμβιβαστεί με την ιδέα της καταστροφής και ετοιμάζονται να φύγουν. Ο Βαγγέλης Μουρίκης λάμπει μέσα στον βούρκο και τη λάσπη του πνιγηρού δάσους, ερμηνεύοντας με τον γνωστό πηγαίο (σχεδόν σπλαχνικό) τρόπο του έναν άνθρωπο που κουβαλά κι αυτός τα δικά του πάθη, και που πατάει γερά τα πόδια του στη γη, τα στυλώνει θαρρείς, αρνούμενος πεισματικά να κάνει αυτό που μοιάζει πιο βολικό, πιο λογικό και προφανές, όπως και τότε. Όπως και πολλά χρόνια παλιότερα, παρότι αυτό του κόστισε και συνεχίζει να του κοστίζει. Ο Γρηγοράκης, με εκπληκτική ωριμότητα μπερδεύει δύο βασικές ιστορίες, μια οικουμενική και μια τελείως προσωπική, εξετάζοντας παράλληλα τις επιπτώσεις της ανθρώπινης κυριαρχίας ή καλύτερα της ασυδοσίας στο περιβάλλον, αντιπαραβάλλοντας την απόλυτη ομορφιά, τη γαλήνη και την ισορροπία με εικόνες αδηφάγων μηχανών που κυριολεκτικά βιάζουν το φυσικό τοπίο και προκαλούν ανεπανόρθωτες ζημιές. Μπροστά σε όλο αυτό, ο άνθρωπος φαντάζει ως ο απόλυτος φταίχτης αλλά και αυτός που είναι ικανός να σταματήσει τη λαίλαπα, δίνοντας ακόμη και τη ζωή του. «Το δάσος πρέπει να το αγαπάς διπλά, για να μπορείς να το αντέξεις», λέει σε μια από τις ελάχιστες συγκινητικές σκηνές του φιλμ (γι’ αυτό και τόσο αποτελεσματικές) ο κουρασμένος αλλά ακλόνητος Νικήτας με την κάμερα να μην ζουμάρει, να μη μας δείχνει τις αντιδράσεις του. Μόνο να ακούμε έναν υπόκωφο λυγμό, μια εκτόνωση από όλα τα βάσανα που συντροφεύουν κάποιον που έχει πάρει την απόφαση της ζωής του, που του κόστισε κυριολεκτικά όσο μια ζωή. Ένα συγκλονιστικό φιλμ που επιλέγoντας ξεκάθαρα στρατόπεδο, συνταράσσει με την ποιητικότητα των εικόνων του, την εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, με την τεχνική του αρτιότητα και με την τόλμη να φέρει στο φως ό,τι καλύτερο αλλά και ό,τι χειρότερο της ανθρώπινης φύσης, αφού «μέσα σεαυτόν τον κόσμο, τα πιο επικίνδυνα ζώα είμαστε εμείς».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα