Συζήτηση στο 27ο ΦΝΘ: «Καστοριά: Ο ξανακερδισμένος τόπος του Τάκη Κανελλόπουλου»

Με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Καστοριά (1969) του σπουδαίου θεσσαλονικιού δημιουργού

Parallaxi
συζήτηση-στο-27ο-φνθ-καστοριά-ο-ξανακε-1290614
Parallaxi

Το Σάββατο 8 Μαρτίου, στην αίθουσα Παύλος Ζάννας, πραγματοποιήθηκε η ανοιχτή συζήτηση «Καστοριά: Ο ξανακερδισμένος τόπος του Τάκη Κανελλόπουλου», με αφορμή την πρόσφατη ανακάλυψη του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Καστοριά (1969) του σπουδαίου θεσσαλονικιού δημιουργού, το οποίο συγκαταλέγεται στις 19 συνολικές ταινίες του φετινού αφιερώματος «Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)». Πριν την έναρξη της συζήτησης το κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει τη σπάνια αυτή ταινία, η οποία επέστρεψε στο Φεστιβάλ 56 ολόκληρα χρόνια μετά τη βράβευσή της ως Καλύτερου Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ στη διοργάνωση του 1969. 

Την εκδήλωση προλόγισε ο Γιάννης Παλαβός, συνεργάτης του Διεθνούς Προγράμματος του Φεστιβάλ: «Είμαστε ιδιαίτερα χαρούμενοι που έχετε την ευκαιρία να παρακολουθήσετε μια ταινία που για εμάς ήταν κάτι σαν ιερό δισκοπότηρο. Μια ταινία που είχε θεωρηθεί χαμένη για τουλάχιστον πέντε δεκαετίες και η οποία αποτελεί το τελευταίο μέρος της άτυπης «Μακεδονικής τριλογίας» του Τάκη Κανελλόπουλου, που περιλαμβάνει επίσης τα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ Μακεδονικός γάμος (1960) και Θάσος (1961)», ανέφερε λίγο πριν από την έναρξη της προβολής, διευκρινίζοντας πως η αρχική εκδοχή της ταινίας ήταν έγχρωμη. 

Μετά την προβολή της ταινίας τον λόγο πήρε πρώτος ο σκηνοθέτης Νεριτάν Ζιντζιρία. «Έχει πάντα ενδιαφέρον να βλέπω ξανά δημιουργούς που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην απόφασή μου να ασχοληθώ με το σινεμά. Αυτό που με συγκίνησε στην Καστοριά ήταν το πώς αντιλαμβάνεται η κάμερα τον τόπο. Διότι συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι αρκεί ένας σκηνοθέτης και μια ξεχωριστή ματιά προκειμένου ένα χωριό να υπερβεί τους χωρικούς περιορισμούς και να εξυψωθεί σε ένα σημείο όπου μπορεί να συνδιαλεχθεί πλέον με τόπους και ανθρώπους που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Αρκεί ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης ώστε το χωριό να αποκτήσει μια πνευματικότητα και να γίνει προσβάσιμο σε όλους και για πάντα. Στην Καστοριά, όπως και σε άλλες ταινίες του, ο Κανελλόπουλος φτιάχνει ένα παλίμψηστο από λεπτομέρειες, δημιουργώντας την προσωπογραφία ενός τόπου που –αν κάνεις ένα βήμα πίσω και δεις τη μεγάλη εικόνα– ξαφνικά σου φαίνεται γνώριμος». 

Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στο ιδιοσυγκρασιακό βλέμμα του Τάκη Κανελλόπουλου, το οποιο ξεκλειδώνει ένα βαθύτερο επίπεδο σύνδεσης και επαφής με την έννοια του τόπου. «Σε αντίθεση με τον καιρό που ξεκίνησα να γυρίζω ταινίες, τώρα βιώνουμε μια περίοδο παράφορου έρωτα με το έθνικ, αλλά με όρους πορνογραφικής διαστροφής. Ασθητικοποιείται, δηλαδή, το έθνικ αλλά με έναν τρόπο που να είναι αρεστός στη δυτική αγορά. Υπάρχουν πάρα πολλοί σκηνοθέτες που ασχολούνται με τα εθνογραφικά, αλλά με μια πιο ποπ ματιά. Το πρόβλημα ξεκινάει όταν η λαογραφική σοφία δεν βρίσκει δίοδο να μεταβολιστεί μέσα από αυτή τη γλώσσα. Φυσικά, δεν είναι πάντα έτσι και χαίρομαι ιδιαίτερα όταν διασταυρώνομαι με σκηνοθέτες που το αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Μια τέτοια περίπτωση ήταν κι αυτή του Τάκη Κανελλόπουλου. Ο χρόνος συνηγόρησε ευεργετικά στην περίπτωση της Καστοριάς – είναι λες και προσκαλεί το φαντασιακό του θεατή να μπορέσει να ποτίσει τα πίξελ με κάτι δικό του. Η εθνογραφία μάς καλεί να την πάμε παρακάτω, όχι να την αντιμετωπίσουμε σαν ένα μουσειακό έκθεμα» κατέληξε ο Νεριτάν Ζιντζιρία. 

Τη σκυτάλη πήρε ακολούθως η σκηνοθέτις Χρυσιάννα Παπαδάκη: «Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι η Καστοριά δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ με τη στενή έννοια του όρου. Αποτελεί ένα είδος παραμυθιού με αργές, σουρεαλιστικές εικόνες, που προσεγγίζει τον τόπο φωτογραφικά. Παράλληλα, αποτελεί ένα είδος ιστορικού αρχείου για την περιοχή, αλλά και μια ιστορία, που βγαίνει εκτός χωροχρόνου. Δεν βλέπουμε την Καστοριά αποκλειστικά με τα δεδομένα της δεκαετίας του 1960. Ο μύθος της ιστορίας ανάγεται σε κάτι πολύ πιο διαχρονικό. Αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την πλατωνική ιδέα ενός τόπου, κάτι πιο καθολικό, το οποίο ξεπερνάει τα όρια της ίδιας της πόλης της Καστοριάς. Μπορώ να καταλάβω από τη ματιά του Κανελλόπουλου ότι προσέγγισε τόσο τον τόπο όσο και τους ανθρώπους του με μια βαθιά αγάπη. Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο συνιστά και μέρος της μαγείας του ως σκηνοθέτη». 

Στη συνέχεια, σχολίασε με τη σειρά της την πρόσφατη τάση επιλογής της επαρχίας ως κεντρικού σκηνικού σε πολλές ταινίες. «Υπάρχει μια ιδιαίτερη εμμονή με την επαρχία τα τελευταία χρόνια, κι αυτό είναι μια τάση που χαρακτηρίζει πολύ έντονα τη γενιά μου. Αντιλαμβάνομαι το φαινόμενο ως μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέου είδους ταυτότητα, η οποία θα απορρίπτει τις πιο ευρωπαϊκές γενικεύσεις και θα υιοθετεί μια πιο εσωτερική ματιά, με το βλέμμα στραμμένο περισσότερο προς τα μέσα. Για παράδειγμα, όταν ήμουν πιο μικρή δεν ήταν κουλ να είσαι από χωριό, ούτε να ασχολείσαι με την επαρχία. Προσωπικά μιλώντας, πάντως, δεν αντιμετωπίζω με θετική διάθεση ή αισιοδοξία τη ζωή στα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα». 

«Πιστεύω ότι ο Τάκης Κανελλόπουλος θα ήταν ιδιαίτερα ευτυχής αν είχε τη δυνατότητα να ακούσει δύο νέους ανθρώπους που κάνουν σινεμά να μιλούν με αυτόν τον τρόπο και να κατέχουν τόσο πολλές γνώσεις» σημείωσε ο κριτικός κινηματογράφου Μανώλης Κρανάκης. Αμέσως μετά, αναφέρθηκε στη διαδικασία εύρεσης και ανάκτησης της κόπιας της Καστοριάς, καθώς και στο βραβείο που είχε αποσπάσει στο Φεστιβάλ του 1969. «Υπάρχουν πολύ λίγα αρχεία κι έχουν γραφτεί ελάχιστα κείμενα. Η κόπια που είδαμε σήμερα είναι ασπρόμαυρη, εύλογα λοιπόν ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση για τις ταινίες που χάνουν το χρώμα τους. Το μόνο σίγουρο, ωστόσο, είναι πως η αναζήτηση συνεχίζεται» δεσμεύτηκε ο Μανώλης Κρανάκης. 

Στο σημείο αυτό, ο Γιάννης Παλαβός έκανε μνεία στο αφιέρωμα του φετινού φεστιβάλ «Γεωγραφία του βλέμματος: Η εκτός σχεδίου Ελλάδα (1950-2000)», που περιλαμβάνει 19 ντοκιμαντέρ από εμβληματικούς έλληνες κινηματογραφιστές, οι οποίες κατέγραψαν το συλλογικό θυμικό, τις παραδόσεις αλλά και το πνεύμα του τόπου σε χωριά, νησιά και μικρότερες πόλεις της Ελλάδας. «Η Καστοριά θέτει το ζήτημα της συνθήκης ενός τόπου, ιδωμένης μέσα από την ιδιοπροσωπία ενός καλλιτέχνη. Πότε ένα καλλιτεχνικό έργο μπορεί να θεωρηθεί έγκυρο; Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να εγγράψεις και να θάψεις κάτι ζωντανό από σένα τον ίδιο στο καλλιτέχνημά σου. Αυτό ακριβώς έκανε κι ο Τάκης Κανελλόπουλος με τις ταινίες Μακεδονικός γάμος, Θάσος και Καστοριά. Θελήσαμε να αναζητήσουμε κι άλλες ταινίες που πετυχαίνουν το ίδιο και, με μεγάλη μας χαρά, βρήκαμε αρκετές. Ολόκληρο το αφιέρωμα έχει αυτή την προσωπική, ιδιωματική, λίγο μελαγχολική –αλλά συγχρόνως, ελπίζω, καθόλου εξωτική– ματιά στους πιο μικρούς τόπους και στο αίσθημα που αναδύουν».

Από την πλευρά της, η επικεφαλής του Ελληνικού Προγράμματος Ελένη Ανδρουτσοπούλου  εστίασε περισσότερο στο ζήτημα της διάσωσης σπάνιων ταινιών και στην αναγκαιότητα διαφύλαξης της ελληνικής κινηματογραφικής κληρονομιάς. «Ως υπεύθυνη του Ελληνικού Προγράμματος βιώνω εδώ και χρόνια αυτή την περιπέτεια. Κάθε φορά που θέλουμε να ετοιμάσουμε ένα αφιέρωμα για παλαιότερες ταινίες ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου για να βρεθούν αυτές οι ταινίες και, δυστυχώς, αυτός ο αγώνας δρόμου πολλές φορές δεν φτάνει στον τερματισμό. Είναι πολύ συχνό –και πολύ περισσότερο για τα ντοκιμαντέρ σε σχέση με τις ταινίες μυθοπλασίας– να μην υπάρχουν ουσιαστικές πληροφορίες ούτε για τους δικαιούχους των δικαιωμάτων ούτε για τις διαθέσιμες κόπιες. Έτσι, ένα πολύτιμο κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σιγά σιγά πεθαίνει, με αποτέλεσμα τόσο οι δημιουργοί όσο και το κοινό να χάνουν μια σημαντική ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με ένα σπάνιο υλικό. Κρίναμε ότι είναι μια κατάλληλη καλή στιγμή, με αφορμή τη διαδρομή της Καστοριάς, να ανοίξει μια ουσιαστική κουβέντα για το πώς μπορεί να διασωθεί μια ταινία αλλά κυρίως για το πώς μπορεί μια ταινία να βρει τον δρόμο της για το κοινό, που είναι και ο πραγματικός προορισμός της. Το Φεστιβάλ επιμένει να κάνει “δύσκολα” αφιερώματα, ακόμη κι αν οι κόπιες δεν είναι στη μορφή που θέλουμε, διότι πιστεύουμε ότι αφιερώματα σαν κι αυτό της φετινής διοργάνωσης φέρνουν στο φως ένα ζωτικό κομμάτι της ελληνικής κινηματογραφικής ιστορίας και λειτουργούν υποστηρικτικά για το μέλλον του ελληνικού σινεμά, που τόσο πολύ αγαπάμε».

Έπειτα, ο λόγος δόθηκε στο κοινό, όπου βρέθηκαν και αρκετοί παλιοί φίλοι του σκηνοθέτη, οι οποίοι αναφέρθηκαν στον μοναδικό τρόπο που είχε να αποτυπώνει το πνεύμα του τόπου. Επιπλέον, ορισμένοι θεατές με καταγωγή από την πόλη της Καστοριάς μοιράστηκαν τη βαθιά συγκίνηση που ένιωσαν παρακολουθώντας σκηνές από την ταινία, απευθύνοντας παράλληλα μια έκκληση στους νέους δημιουργούς να επισκεφτούν την Καστοριά. 

Σε ερώτηση του κοινού για το πώς βρέθηκε τελικά η κόπια, ο Μανώλης Κρανάκης εξήγησε πως η όλη διαδικασία δεν είναι ακριβώς ανιχνεύσιμη. «Δεν υπάρχει ακριβής απάντηση στο πώς βρέθηκε η κόπια, καθότι αυτό συνέβη μέσω ενός δικτύου συλλεκτών. Όπως κι εμείς ανακαλύψαμε, πρόκειται για μια διαδεδομένη οδό εύρεσης όχι μόνο κινηματογραφικών ταινιών αλλά και μουσικής, εγγράφων ή σχεδίων. Τα δίκτυα αυτά, συνήθως, παραμένουν ανώνυμα και δουλεύουν υπόγεια. Αυτό που παρατήρησα, και έχει σαφώς μεγάλο ενδιαφέρον, είναι πως όταν αναζητάς κάτι με επιμονή καταλήγεις να ανακινείς τον χώρο γύρω σου. Φυσικά, η δημοσιότητα που έλαβε η αναζήτηση μέσω του πρόσφατου αφιερώματος του Φεστιβάλ στον Τάκη Κανελλόπουλο σαφώς και βοήθησε. Η αναφορά ότι έλειπε η Καστοριά πιστεύω πως δημιούργησε μια κάποια “αύρα”. Είναι πάρα πολύ κρίμα που στάθηκε αδύνατο να βρεθεί η Καστοριά στην πρωτότυπη έγχρωμη εκδοχή της. Ελπίζω το ταρακούνημα που προκλήθηκε να βοηθήσει στο μέλλον σε ανάλογες προσπάθειες».

Στην εκδήλωση παρευρέθηκε και ο νέος πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Άκης Σακελλαρίου, ο οποίος έκλεισε τη συζήτηση σημειώνοντας ότι ο Τάκης Κανελλόπουλος ήταν ένας δημιουργός από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος εξωθήθηκε στο περιθώριο και παραγκωνίστηκε από τους ομότεχνούς του, ιδιαίτερα κατά τη δημιουργία της τελευταίας του ταινίας. Καταλήγοντας, σημείωσε ότι αυτή η δυσάρεστη τροπή δημιουργεί κάποια αισθήματα ενοχής στους καλλιτέχνες της μεγαλύτερης γενιάς για αυτήν την περιθωριοποίηση ενός αληθινά σπουδαίου δημιουργού. 

Παρακολουθήστε όλη τη συζήτηση εδώ:

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα