Κινηματογράφος

Τα μυστήρια του έρωτα και ενός λαϊκού δικαστηρίου για μια ταινία του Μακαβέγιεφ

Ένα λαϊκό δικαστήριο για τον Μακαβέγιεφ.

Γιάννης Γκροσδάνης
τα-μυστήρια-του-έρωτα-και-ενός-λαϊκού-δ-510477
Γιάννης Γκροσδάνης

Λέξεις: Γιάννης Γκροσδάνης

Στο ντοκιμαντέρ The Makavejev Case or trial in a movie theater ο Σέρβος σκηνοθέτης Γκόραν Ραντοβάνοβιτς αποτίνει τον δικό του φόρο τιμής στον σπουδαίο Ντούσαν Μακαβέγιεφ και στην ταινία του Τα Μυστήρια του Οργασμού. Η ταινία του Ραντοβάνοβιτς αποκαλύπτει ένα σπουδαίο ντοκουμέντο, την κρυφή ηχογράφηση και απομαγνητοφώνηση από τον ηχολήπτη Σλόμπονταν Μίλετιτς, της ειδικής προβολής – συζήτησης που έγινε στο Νόβισαντ μετά την θριαμβευτική πορεία της ταινίας στις Κάννες και στο Βερολίνο με σκοπό να κρίνει το καθεστώς Τίτο αν μπορεί η ταινία να προβληθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Μπορεί ο Μακαβέγιεφ να κέρδισε πολλούς θαυμαστές του έργου του στη Δύση χάρη στα Μυστήρια του Οργασμού, στην πατρίδα του πάντως τα πράματα δεν κύλησαν το ίδιο ρόδινα για τον ίδιο. Το σοσιαλιστικό καθεστώς του Τίτο μάλλον ενοχλημένο από το απρόβλεπτο πολιτικό (και μάλλον αναρχικό) περιεχόμενο της ταινίας οργάνωσε μια ειδική προβολή και συζήτηση στην οποία οι θεατές, που ήταν κριτικοί, ακαδημαϊκοί, μέλη του ΚΚ της Γιουγκοσλαβίας και εκπρόσωποι διάφορων εργατικών σωματείων (μη κινηματογραφικών), απαγόρευσαν την προβολή της ταινίας στις αίθουσες και ανάγκασαν τον Μακαβέγιεφ να καταφύγει στο εξωτερικό προκειμένου να συνεχίσει να εργάζεται και να κάνει τις ταινίες του. Με άλλα λόγια αυτό που οργάνωσε το τιτοϊκό καθεστώς ήταν μια δίκη έξω από τα δικαστήρια αλλά μέσα σε μια κινηματογραφική αίθουσα και η ποινή ήταν η λογοκρισία και η εξορία του σκηνοθέτη.

Το ντοκουμέντο είναι πραγματικά απολαυστικό και ο Ραντοβάνοβιτς λειτουργεί σχεδόν τελετουργικά στην παρουσίαση του προς τους θεατές. Άλλοτε με λήψεις που παραπέμπουν σε σκιές, άλλοτε σε πλάνα μαϊμούδων από ζωολογικό κήπο (ο Μακαβέγιεφ άλλωστε έλεγε δεικτικά ότι η χώρα του είχε μεταβληθεί σε ένα τσίρκο) και άλλοτε κινηματογραφώντας κάποιους από τους εν ζωή πρωταγωνιστές της ιστορίας (όπως την πρωταγωνίστρια της ταινίας του Μακαβέγιεφ Μιλένα Ντράβιτς). Τα ευρήματα αυτά λειτουργούν άλλοτε εύστοχα και άλλοτε επαναληπτικά και κουραστικά. Τολμώ να πω ότι προσωπικά θα ήθελα να δω και κάποιες συνεντεύξεις από την Ντράβιτς και τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές της ιστορίας που είναι ακόμα εν ζωή ωστόσο η ευλαβική προσήλωση του Ραντοβάνοβιτς στο ηχητικό υλικό του μας δίνει την δυνατότητα να αντιληφθούμε αρκετά πράματα για την εποχή και το καθεστώς που εξουσίαζε την τότε Γιουγκοσλαβία. Βέβαια οι ποιοτικές διαφορές του τότε με το σήμερα είναι ελάχιστες και έχουν να κάνουν μόνο με το δεδομένο ότι στο σήμερα αυτές οι δίκες δεν χρειάζεται να γίνουν σε κάποια κλειστή αίθουσα αλλά αρκεί η εργαλειοποίηση και η εκμετάλλευση των ΜΜΕ και των social media και την ανάδειξη στρεβλώσεων, υπερβολών και fake news.

The Sοuvenir

Το πρώτο Σαββατοκύριακο του Φεστιβάλ τα φώτα ήταν στραμμένα σε μια Βρετανίδα δημιουργό που ίσως να μην είναι και τόσο γνωστή στην Ελλάδα. Η Τζοάνα Χογκ θεωρείται ως πρωτοπόρος ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στο βρετανικό σινεμά. Οι πρώτες ερωτικές απογοητεύσεις, η ενηλικίωση, οι δημιουργικές αναζητήσεις απασχολούν την Χογκ στην τελευταία της ταινία, η οποία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και κέρδισε βραβείο της Επιτροπής στο Σάντανς. Η πρώτη ανάγνωση που κάνω βλέποντας το Ενθύμιο (Souvenir) της Τζοάνα Χογκ είναι πως πρόκειται για μια ταινία που αφορά χωρίς αμφιβολία το γυναικείο φύλο. Η πρωταγωνίστρια είναι μια νεαρή φοιτήτρια κινηματογράφου που γνωρίζει και γοητεύεται από έναν μυστηριώδη τύπο, που μοιάζει με κοσμοπολίτης αλλά τελικά αποκαλύπτεται ότι είναι ναρκομανής και μάλιστα χρήστης ηρωίνης. Παρά τα ατοπήματα και τα χοντρά φαλτσαρίσματα του η νεαρή πρωταγωνίστρια δείχνει να δικαιολογεί κάθε του παραστράτημα δηλώνοντας μελοδραματικά την εξάρτηση και την αυτοθυματοποιήση της μέχρι το τέλος. Κι όμως η ίδια η Τζοάνα Χογκ βρίσκει μεν ενδιαφέρουσα αυτή την ανάγνωση αλλά δηλώνει ότι προσωπικά δεν την ενδιαφέρει η συγκεκριμένη ανάλυση και εστίαση στις ταινίες της αλλά δίνει όλο το βάρος στο να πει απλά τις ιστορίες της όπως είναι. Αν μη τι άλλο μια τίμια τοποθέτηση από μια γυναίκα δημιουργό σε μια εποχή που άλλοι και άλλες σηκώνουν πολύ ψηλά αντίστοιχα λάβαρα με σκοπό την προβολή ή την ανάδειξη τους.

Έχουμε λοιπόν εδώ μια ιστορία για μια χαμένη αγάπη λοιπόν στο Λονδίνο των αρχών του ’80, δηλ. στα άγονα χρόνια της Θάτσερ. Πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας η Τζούλι, μια 25χρονη φοιτήτρια κινηματογράφου που ονειρεύεται να κάνει την πρώτη ταινία της, έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα της, η οποία δεν θα της αρνηθεί ποτέ τίποτα και θα την συμπαρασταθεί σε όλα με στοργή και ξαφνικά μπαίνει στο πλάνο ο Άντονι, ένας νεαρός υπάλληλος στο Φόρειν Όφις που παίζει έξυπνα με τις ανασφάλειες της, την συμβουλεύει και χτίζει μεθοδικά την μεταξύ τους σχέση που σταδιακά μετατρέπεται σε έναν δεσμό αγάπης. Ανάμεσα στα τεχνάσματα του Άντονι και μια επίσκεψη με την Τζούλι στην Συλλογή Γουάλας για να δουν έναν πίνακα του Φραγκονάρ με τίτλο Το Ενθύμιο (Σουβενίρ). Όμως παρά την μυστηριακή γοητεία και τον ρομαντισμό που αποπνέουν επιλογές όπως ένα άκρως ερεθιστικό εσώρουχο ή ένα ταξίδι στη Βενετία ο Άντονι αποδεικνύεται πως αποτελεί περισσότερο μια τοξική επιλογή για την Τζούλι αφού με την αδυναμία και την εξάρτηση του από τα ναρκωτικά καταστρέφει τα όνειρα της.

Το Σουβενίρ είναι μια ταινία που κουβαλάει βιώματα της Χογκ από την εποχή της δικής της νιότης και προφανώς μια προσωπική φάση μετάβασης από την νεανική και οραματική αθωότητα σε μια νέα φάση ωρίμανσης, ουσιαστικής ενηλικίωσης και σκληρών αποφάσεων. Ίσως αυτό να φαίνεται και από τα κάδρα, τα οποία η Χογκ προσέχει αρκετά, τόσο που κάποιες στιγμές μοιάζουν να συνομιλούν ακόμα και με το ροκοκό του Φραγκονάρ. Η επιλογή της Όνορ Σουίντον Μπέρν (την οποία υποστηρίζει με τρυφερότητα και η μητέρα της εντός και εκτός ταινίας Τίλντα Σουίντον) είναι πετυχημένη κυρίως γιατί με το εκφραστικό μειλίχιο βλέμμα της ενισχύει αυτή την αίσθηση μελαγχολίας και αθωότητας της Τζούλι.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα