Το Aftersun είναι η ταινία που «σπάει» καρδιές
Η Σάρλοτ Γουελς υπογράφει ένα πραγματικό αριστούργημα για μια τσακισμένη, ξεβαμμένη και χιλιοδιπλωμένη φωτογραφία που όμως θα κρατάς πάντα κοντά σου όσο κι αν σε πληγώνει, όσο και αν σε πονά.
Ένας νεαρός, χωρισμένος πατέρας περνά τις ημέρες των διακοπών του με την προέφηβη κόρη του σε κάποιο φθηνό all-inclusive resort στην Τουρκία. Ανάμεσα σε βόλτες σε τουριστικά αξιοθέατα, σε καραόκε και ντροπαλούς χορούς με άλλους τουρίστες, σε βουτιές στη θάλασσα και μικρά φλερτ μπροστά στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το νεαρό κορίτσι συνθέτει μια σειρά από (ίσως ξεθωριασμένες, ίσως ιδιαίτερα υποκειμενικές) αναμνήσεις μαζί με τον – σε γενικές γραμμές – απόντα πατέρα της, πριν όλα αυτά χαθούν στις μαύρες πίστες και στα strobe φώτα του μυαλού και της καρδιάς. Και πριν γεμίσουν τα μάτια (όχι τα δικά της, αλλά τα δικά μας) με δάκρυα πόνου, θρήνου, λύτρωσης.
Η Σκοτσέζα σκηνοθέτιδα Σάρλοτ Γουελς στα 35 της χρόνια εμφανίζεται στην κινηματογραφική σκηνή με ένα εκκωφαντικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο που σπάει καρδιές και αναβλύζει ωμή, αυθεντική τρυφερότητα. Βασισμένη στην απλή και πανανθρώπινη παραδοχή ότι, μοιραία, όλες οι οικογενειακές σχέσεις καταλήγουν σε κάποιου είδους απώλεια (ο θάνατος ή ο αποχωρισμός, οι πιο συνήθεις από αυτές) δημιουργεί μια ταινία που θα μπορούσε κανείς να την βιώσει ως ένα τεράστιο φλας μπακ, χωρίς ωστόσο να κάνει χρήση των στιλιστικών συμβάσεων της πασίγνωστης κινηματογραφικής τεχνικής. Αποδίδοντας με εκπληκτικό τρόπο την ανάμνηση, ή σωστότερα την συναισθηματική αποτύπωση της ανάμνησης, αφηγείται με λιτότητα αλλά αξιοθαύμαστη ακρίβεια και ευαισθησία τα βαθιά συναισθήματα που ορίζουν τη σχέση ενός κοριτσιού με τον νεαρό και ανώριμο πατέρα της (τον μπερδεύουν ακόμη και με τον μεγάλο αδερφό της), καθώς ο εκτυφλωτικός ήλιος των διακοπών δίνει τη θέση του σε ένα βουβό κλάμα, με τις συσπάσεις της πλάτης να μαρτυρούν το αναπόδραστο σκοτάδι και τον πόνο του αποχωρισμού.
Στηριγμένο σε ένα εξαιρετικό δίδυμο ηθοποιών (του Πολ Μέσκαλ αλλά κυρίως της πρωτοεμφανιζόμενης Φράκι Κόριο) οι οποίοι σου δίνουν διαρκώς την αίσθηση ότι απλά υποδύονται τους εαυτούς τους, το φιλμ επιδεικνύει ένα ανεπιτήδευτο και αυθεντικό συναισθηματικό κέντρο, μια άδολη συγκινησιακή κορύφωση που σε στιγμές δεν σ’ αφήνει κυριολεκτικά να αναπνεύσεις, και τρυφερότητα που δεν είναι δυνατόν να μην σε κάνει να αναζητήσεις κι εσύ τις χαμένες εκείνες εικόνες της (αδέξιας ίσως) εκδήλωσης της απόλυτης αγάπης προς αυτούς και αυτές που σε έφεραν στη ζωή.
Κι όμως, παρότι η ανεμελιά της Σόφι και η αδερφική/πατρική φιγούρα του Κάλουμ συντροφεύουν ανάλαφρα την αφήγηση, η μελαγχολία είναι εκεί, διάχυτη και λεκιάζει σιγά σιγά την ειδυλλιακή εικόνα, σαν εκείνο το τραγούδι που προορίζεται για ντουέτο και τελικά φτάνεις να τραγουδάς παράφωνα μόνος σου, με τον αποδέκτη της αφιέρωσης να σε παρατηρεί με αγάπη αλλά και απόγνωση, με καμάρι αλλά και αυτολύπηση. Σαν μια ντροπιαστική αλλά απελευθερωμένη αυτοσχέδια χορογραφία μέσα σε μια βουβή, κατασκότεινη πίστα που βαθμιαία μεταμορφώνεται σε κάλεσμα για βοήθεια, σε αναζήτηση της αγκαλιάς, της υποστήριξης, της προστασίας. Σαν εκείνο το χαιρέτισμα από μακριά, με το σταμπαρισμένο χαμόγελο-γκριμάτσα που νιώθεις ότι ίσως είναι το τελευταίο που θα αντικρίσεις. Σαν την πίκρα του αποχωρισμού που μετατρέπεται σε θρήνο για όλα όσα δεν πρόλαβες να πεις, να ζήσεις, να προσφέρεις.
Μακριά από εξεζητημένες και μεγαλόστομες κινηματογραφικές δηλώσεις, έχοντας βρει κάτι που πολλές φορές λείπει από αυτό που ορίζει το ίδιο το σινεμά (την παλλόμενη, δηλαδή, καρδιά της οπτικής αφήγησης) και αντλώντας την έμπνευσή της από τα ουσιώδη που όμως αποδεικνύονται πιο πολύτιμα από οτιδήποτε, η Γουελς υπογράφει ένα πραγματικό αριστούργημα για μια τσακισμένη, ξεβαμμένη και χιλιοδιπλωμένη φωτογραφία που όμως (όπως αυτό το μικρό αγαλματάκι στην «Σιωπή» του Μάρτιν Σκορσέζε) θα κρατάς πάντα κοντά σου όσο κι αν σε πληγώνει, όσο και αν σε πονά.
Βαθμολογία: 4 αστέρια