Το Διπλανό Δωμάτιο: Μια ιστορία ζωής και θανάτου χωρίς αλμοδοβαρισμούς
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει για την ταινία του Αλμοδόβαρ που ελάχιστα θυμίζει το γνωστό απολαυστικό μελοδραματικό σουρεάλ ύφος των προηγούμενων χρόνων.
Ξεπερνώντας το πρώτο σοκ – με την επιλογή της flat αγγλικής γλώσσας έναντι της πιο ποιητικής και ρέουσας ισπανικής που αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα πολλά αναγνωρίσιμα στοιχεία του – στην διάρκεια της ταινίας αιφνιδιάζεσαι καθώς έρχεσαι αντιμέτωπος με μια σειρά από πολλές ακόμα επιλογές που φανερώνουν την μεταμόρφωση του Ισπανού δημιουργού. Στο Διπλανό δωμάτιο (Room Next Door) ο Αλμοδόβαρ δίνει μια ταινία που ελάχιστα θυμίζει το γνωστό απολαυστικό (σχεδόν μανιεριστικο) μελοδραματικό σουρεάλ ύφος των προηγούμενων χρόνων. Θα έλεγε κανείς ότι κλείνει το μάτι σε πιο κλασικές δημιουργικές, κινηματογραφικές απόψεις και κάπως έτσι δίνει παράλληλα ίσως την πιο κατασταλαγμένη και ώριμη ταινία του εδώ και καιρό χωρίς όμως να έχει φτιάξει ένα καθαρό αριστούργημα. Νηφάλιος, στοχαστικός, ελάχιστα μελοδραματικός (τόσο όσο) αλλά περισσότερο ρεαλιστικός, απαισιόδοξος (ή μήπως ελάχιστα αισιόδοξος αφού κάπου μέσα στο σενάριο του κρατάει μια μικρή διαλεκτική χαραμάδα ανάμεσα στην απαισιοδοξία και την αισιοδοξία με μια αμυδρή ελπίδα για όσα σκοτεινά ζούμε και όσα έρχονται) και με μια κάποια διάθεση σοβαρού κοινωνικού, στοιχειώδους και απόλυτα επίκαιρου πολιτικού προβληματισμού. Και καθώς στέκεται με αρκετή προσοχή για πρώτη ίσως φορά σε αυτή την αφηγηματική απλότητα και τον ρεαλισμό τους δίνει μέσα από την υπέροχη φωτογραφία του Έντ Γκράου έναν τόνο ονειρικό ενώ διατηρεί αντιστικτικά στην καλλιτεχνική διεύθυνση και στα κουστούμια κάτι από την αναγνωρίσιμη ψυχολογική, σουρεάλ, φλοράλ πολυχρωμία του.
Σε αυτό τον προσωπικό άθλο του αφηγηματικού μινιμαλισμού που κάνει, επιλέγει και πάλι να βάλει την γυναίκα στο προσκήνιο της ιστορίας του έχοντας δύο εξαιρετικές πρωταγωνίστριες που θα έλεγε κανείς πως σε όλη την διάρκεια της ταινίας παίζουν μεταξύ τους με εκπληκτική φυσικότητα και αφοπλιστική άνεση. Η Τίλντα Σουίντον είναι μια καρκινοπαθής πρώην πολεμική ανταποκρίτρια, που έχει συμφιλιωθεί με την πλούσια ζωή της αλλά κυρίως με το τέλος αυτής. Αποστεωμένη, χλωμή και αδύναμη αλλά πάντα χαμογελαστή δείχνει έτοιμη για το μεγάλο βήμα που θα της προσφέρει μια αξιοπρεπή έξοδο. Από την άλλη η Τζούλιαν Μουρ, μια συγγραφέας και παλιά φίλη της από τα χρόνια της δημοσιογραφίας, έρχεται να την συμπαρασταθεί και τελικά προσφέρεται να την στηρίξει και να της προσφέρει την πολύτιμη συντροφιά σε αυτές τις τελευταίες στιγμές της ζωής της. Είναι το πρόσωπο που παρά τις ψυχολογικές δυσκολίες μπορεί να σηκώσει στις πλάτες της το μαρτύριο και να προσφέρει την ζεστασιά, την αγάπη και μια μικρή αχτίδα αισιοδοξίας.
Ο Αλμοδόβαρ επιλέγει θεματικά να μιλήσει καθαρά για το δικαίωμα στην επιλογή της ευθανασίας αλλά ωστόσο τον απασχολεί και η διαδικασία του τέλους της ζωής, η πιθανή αποξένωση και η μοναξιά, η ανάγκη για αγάπη και συντροφικότητα, ο φόβος και οι συνέπειες για την απόφαση της ευθανασίας. Ωστόσο η ένσταση εδώ είναι πως παρά την γενναιοδωρία αυτής της ανοιχτής θέσης για το θέμα του επιμένει περισσότερο σε μια θεωρητική αναζήτηση δίνοντας ελάχιστα (ή όχι όσο θα ζητούσαμε) το συναίσθημα που διαθέτουν οι προηγούμενες ταινίες του. Μαζί με αυτό ελάχιστες παραφωνίες στο στήσιμο του Room Next Door αποτελεί επίσης η καθαρή επιλογή της υπερβολικής εστίασης μόνο στους δύο χαρακτήρες των πρωταγωνιστριών του που δίνει μια κλειστή και περιοριστική, σχεδόν θεατρική διάσταση στην αφήγηση του χωρίς να προσφέρει περισσότερη ανάπτυξη σε ενδιαφέροντες δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως ο πρώην εραστής των δύο γυναικών και καθηγητής που ερμηνεύει ο Τζον Τορτούρο (που εκφράζει ίσως πιο καθαρά το πολιτικό κομμάτι της ιστορίας του αλλά τελικά λειτουργεί ελαφρώς καρικατουρίστικα στο φόντο της) ενώ και η επιλογή της εμφάνισης της κόρης της Σουίντον στο τέλος, παρ’ ότι έχει την σημασία της, μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί ως φάρσα έτσι όπως έχει στηθεί.