Το διπλό νόημα του Αμερικανικού Ονείρου
Το Minari του Lee Isaac Chung είναι γεμάτο με σύμβολα υλικής αφθονίας, που αποτελούν επίσης υπολείμματα μιας πεζής εμπορευματοποίησης.
Το Minari του Lee Isaac Chung είναι γεμάτο με σύμβολα υλικής αφθονίας, που αποτελούν επίσης υπολείμματα μιας πεζής εμπορευματοποίησης. Με ένα Όσκαρ β. γυναικείου ρόλου στο ρόλο της μητέρας για την εξαιρετική Yuh-Jung Youn.
Έχοντας μετακομίσει την δεκαετία του ‘70 από το ασφυκτικό αστικό τοπίο της Ταϊπέι στον αγροτικό Βορρά της Αμερικής στην προεφηβική μου ηλικία, μου είναι γνώριμο το δέος που προκαλεί το απέραντο Αμερικανικό τοπίο, όταν το βλέπεις για πρώτη φορά. Βλέποντας το Minari, την καινούρια, ημι-αυτοβιογραφική ταινία του Lee Isaac Chung, σχετικά με μια Κορεο-Αμερικανική οικογένεια που φτάνει στο Άρκανσο την δεκαετία του ‘80, ήρθε στη μνήμη μου ξανά αυτό το μυστηριώδες συναίσθημα του να νιώθεις ταυτόχρονα ελεύθερη και χαμένη.
Απο την αρχή της ταινίας υπάρχουν υπαινιγμοί για το πόσο εύθραυστο είναι αυτό το νέο ξεκίνημα για την οικογένεια Yi. Ο πατέρας, Jacob Yi (Steven Yeun), έχει μετακομίσει όλη του την οικογένεια από την Καλιφόρνια, παρά τις αμφιβολίες και τις ενστάσεις της γυναίκας του, στην άλλη άκρη της χώρας, για να κυνηγήσει το όνειρο του να χτίσει μια μεγάλη φάρμα. («Τα πέντε στρέμματα είναι χόμπι…το όνειρό μου όμως είναι πενήντα στρέμματα»). Η ευθραυστότητα της κατάστασης όμως είναι παρούσα σε κάθε ένα από τα πρώτα καρέ -από το τροχόσπιτο που τους περιμένει, στα αγριολούλουδα και τα έντομα που ζουν τριγύρω, την αινιγματική αρχικά επιμονή των γονέων στο ότι το μικρό αγόρι «δεν πρέπει να τρέχει», παρά τον άφθονο χώρο και τα πρώτα λόγια που ψιθύρισε η νεαρή σύζυγος, «Δεν είναι αυτό που υποσχέθηκες».
Ο Chung βασίζεται στην οπτική γλώσσα προκειμένου να αφηγηθεί την ιστορία του, μια ιστορία του Αμερικανικού ονείρου, οχι ως έναν προοδευτικό θρίαμβο, ούτε ως μια εξουθενωτική αποτυχία, αλλά σαν μια ξεχωριστή μίξη δελεασμού και απογοήτευσης, απορρόφησης και καταστροφής, αφοσίωσης και προδοσίας. Ο Jacob είναι ένας πολυσύνθετος χαρακτήρας. Διακατέχεται από μια ισχυρή φιλοδοξία, τόσο ισχυρή που ίσως να την έχει πιο ψηλά και από την οικογένεια του, για χάρη της οποίας απέκτησε την φιλοδοξία εξ αρχής, όμως παράλληλα δεν χάνει επαφές με τις ρίζες του. Μέσα από μικρές, καθημερινές στιγμές και καθημερινά αντικείμενα, διακρίνεται η διπλή μελωδία που παίζει στην καρδιά των στόχων του Jacob.
Η μικρή τηλεόραση στο σπίτι των Yi, για παράδειγμα, πυροδοτεί μια εξαιρετική σκηνή, μέσα στην οποία εκφράζονται οι πληγές της οικογένειας, αλλά και η διακριτική αλληλεπίδραση της Αμερικανικής μαζικής κατανάλωσης με την νοσταλγία που ακολουθεί την διασπορά. Η γιαγιά (Yuh-Jung Youn) παρακολουθεί το βίντεο ενός Κορεάτη τραγουδιστή, να τραγουδά μια ερωτική μπαλάντα. Εξηγεί στα παιδιά ότι το τραγούδι αυτό ήταν το αγαπημένο των γονιών τους: «Όποτε κάποιος έβαζε την μητέρα και τον πατέρα σας να τραγουδήσουν αυτό το τραγούδι, γίνονταν πολύ τρυφεροί μεταξύ τους». Η μητέρα, Monica (Yeri Han), φαίνεται να χάνεται στις αναμνήσεις της, μουρμουρίζοντας «Το κάναμε όντως;», γρήγορα όμως επιστρέφει στην πραγματικότητα, συνεχίζοντας το σιωπηλό της δείπνο δίπλα στον άντρα της. Όταν η γιαγιά σχολιάζει «They come to America and forget everything», τα λόγια της δεν θρηνούν μόνο το πέρασμα της αγάπης της νιότης αλλά μας θυμίζουν οτι το Αμερικανικό όνειρο συχνά γίνεται σημαντικότερο από άλλους στόχους.
Την σκηνή αυτή ακολουθούν σταθερά πλάνα του εξωτερικού του τροχόσπιτου των Yi, να λάμπει μέσα στο σκοτεινό αγρό, ένα πλάνο από την άκρη της πόλης, έναν έρημο δρόμο, με τις άψυχες βιτρίνες μαγαζιών, φωτισμένο από ανεμικά φώτα. Παράλληλα, η ερωτική μπαλάντα παίζει από πίσω. Αυτά τα πλάνα είναι η Αμερικανική κουλτούρα του Chung.
Τα σύμβολα της Αμερικανικής κουλτούρας στην ταινία άλλες φορές εκφράζουν την υλική αφθονία και άλλοτε τα πεζά υπολείμματα της φθηνής εμπορευματοποίησης – μια πολυτέλεια που είναι ταυτόχρονα και σπατάλη. Στην αρχή της ταινίας, η μεγαλύτερη κόρη, Anne (Noel Cho), εξηγεί υπομονετικά στην γιαγιά της οτι το Mountain Dew είναι «νερό από τα βουνά» και πως «είναι καλό για την υγεία σου». Αργότερα, ο αδερφός της, David (Alan Kim), σε ένα ξέσπασμα απέναντι στην γιαγιά του, αντικαθιστά το Mountain Dew της με τα ούρα του. Η πράξη είναι ταυτόχρονα εχθρική και παιδική, όμως το υπονοούμενο είναι διπλά ειρωνικό – όχι μόνο γιατί υπάρχει από παλιά το αστείο οτι το Mountain Dew είναι ούρα- αλλά και γιατί στην ταινία αποτελεί ένα λανθάνον σύμβολο της Αμερικανικής υλικής αφθονίας και φροντίδας.
Το Mountain Dew λοιπόν είναι ελιξίριο, αλλά και ούρα. Απόλαυση, μα και προδοσία. Η επιθετικότητα του David προς την γιαγιά του, δηλαδή προς μια Παλιά Χώρα που δεν ξέρει, όμως επισκιάζει όλες τις κοινωνικές του συναναστροφές, αντηχεί την αποξένωση που ο ίδιος βιώνει στον κόσμο. Το χάσμα ανάμεσα τους είναι γενεαλογικό και κουλτούρας. Ο Chung ωστόσο επιμένει πως είναι και προσωπικό αλλά και θέμα ιδιοσυγκρασίας, κομμάτι δηλαδή μιας φυσιολογικής βίας που εμπεριέχεται στην οικειότητα, όταν δηλαδή γίνεσαι κακός απλά και μόνο επειδή ξέρεις ότι μπορείς.
Υπάρχουν και άλλα αντικείμενα που λειτουργούν ως σύμβολα. Το ονειρεμένο ράντζο στα βοσκοτόπια είναι ταυτόχρονα ένα τροχόσπιτο στη μέση του πουθενά, τόσο ακίνητο όσο και ασταθές (όπως αποδεικνύει αργότερα ένα τυφώνας). Η Εδέμ, όπως αποκαλεί ο Jacob την γη του, είναι ήδη τόπος εξορίας. Μαθαίνουμε οτι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης της δε μπορούσε να τα καταφέρει και αυτοκτόνησε. Το καουμπόικο καπέλο και οι μπότες που αρέσουν στον David είναι υλικά υπολείμματα της ιστορίας των Αμερικανικών συνόρων, που ακόμα εξελίσσεται, και που κρατά δέσμια την οικογένειά του. Την ίδια στιγμή είναι απλά φθηνά παιχνίδια.
Τα αντικείμενα του Αμερικανικού ονείρου στην ταινία είναι παραπλανητικά, όχι επειδή είναι ψέματα, αλλά εξαιτίας της αίσθησης της μόνιμης ασφάλειας που προκαλούν, που είναι τόσο εθιστική όσο το σιρόπι στο Mountain Dew και τα τσιγάρα που καπνίζει ο Jacob. Το Αμερικανικό όνειρο είναι ένα αγκίστρι, που απαιτεί μια μεγάλη επένδυση, με την ατελείωτη, μα μη βιώσιμη υπόσχεση της εκθετικής αύξησης. Η υλική αφθονία δεν είναι προορισμός αλλά κινούμενος στόχος. Αυτό που χάνει ο Jacob και αυτό που πασχίζει να αποκτήσει είναι αφηγήσεις που στηρίζονται μεταξύ τους, υποκινώντας και ακυρώνοντας η μια την άλλη.
Μέσα σε αυτό το κυνηγητό βλέπουμε την δυναμική των δεσμών αίματος. Για τον μετανάστη, τα αντιφατικά προσωπικά και οικογενειακά συναισθήματα είναι αλληλένδετα με την αντιφατική οικονομία του Αμερικανικού ονείρου. ονείρου. Όταν η Monica λέει στον άντρα της «δεν μπορώ άλλο» κοντά στην κλιμάκωση της ταινίας, εννοεί ότι δεν αντέχει άλλο να προσπαθεί για την επιτυχία της φάρμας ή ότι θέλει να σταματήσει να βάζει τα θέλω του άντρα της πάνω από τα δικά της; Έχει να κάνει με την γη ή τον γάμο τους; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα δύο; Η προσωπική τους σχέση πλαισιώνεται από το όραμα του Αμερικανικού ονείρου. Αυτήν ακριβώς την σύγχυση ανάμεσα στην προσωπική ταυτότητα και την αφομοίωση μιας κουλτούρας που είναι τους ξένη καταγράφει η ταινία, χωρίς να όμως να δίνει απαντήσεις.
Τον προηγούμενο χρόνο βρέθηκα αντιμέτωπη με μια νέα άγνωστη γη, τον καρκίνο. Οι φίλοι μου μου λένε πόσο δυνατή είμαι στον αγώνα μου. Όμως εγώ ξέρω οτι δεν είμαι θαρραλέα. Νιώθω εύθραυστη, κομματιασμένη, ξεβρασμένη απο την θάλασσα ιατρικών πρωτοκόλλων και διαδικασιών. Κάποιες φορές, όταν βρίσκεις τον εαυτό σου ή κάποιον που αγαπάς σε ένα τελείως άγνωστο περιβάλλον, συνεχίζεις να προχωράς ακόμα και αν δεν κάνεις πρόοδο και αυτή η κίνηση είναι από μόνη της κάτι.
Το Minari έχει ήδη λάβει επαίνους για την εξύμνηση του μεταναστευτικού -και ανθρώπινου- πνεύματος. Θέλω όμως να επισημάνω την βαθιά μελαγχολία της ταινίας: Την προθυμία της να κατοικεί στην ουτοπία του νέου ξεκινήματος. Ο Freud όρισε την μελαγχολία σαν μια αίσθηση του να έχεις κολλήσει, του να ζεις με μια απώλεια τόσο εξουθενωτική, που με έναν παράδοξο τρόπο σε γεμίζει. Η ταινία του Chung δεν τελειώνει με μια επίλυση, ούτε καν με μια υπόσχεση ότι οι Yis θα τα καταφέρουν. Αντιθέτως, τελειώνει με μια συνεσταλμένη πράξη επανεκκίνησης. Στην χώρα των αυτοδημιούργητων ξεκινημάτων, το Minari μας δείχνει ότι το Αμερικανικό όνειρο δεν είναι τελεολογικό, αλλά κυκλικό: Μια σειρά συνεχών αφίξεων. Το γεγονός ότι οι Χρυσές Σφαίρες επέλεξαν να βάλουν την ταινία στην ξενόγλωσση κατηγορία υπογραμμίζει την συνεχή αίσθηση των Ασιατών Αμερικανών οτι δεν ανήκουν.
Είναι κρίμα, γιατί είναι μια πολύ Αμερικανική ιστορία. Η ταινία είναι μια υπομονετική και τρυφερή ματιά στο τι σημαίνει να σε διατηρεί ένα όνειρο που δεν θα μπορέσεις ποτέ απόλυτα να κατακτήσεις. To Minari μας υπενθυμίζει ότι η ζωή – ακόμα και στους πιο βασικούς και συνηθισμένους αγώνες της- είναι ένα πολύτιμο αγαθό.
Πηγή The Atlantic. https://www.theatlantic.com/culture/archive/2021/02/minari-lee-isaac-chung-visual-melancholia-american-dream/618064/