Το φεστιβάλ και ο χρόνος

Μνήμες ενός θεσμού που αποδεικνύει πώς μερικά πράγματα είναι για πάντα...

Γιώργος Τούλας
το-φεστιβάλ-και-ο-χρόνος-45890
Γιώργος Τούλας
Το πρώτο Φεστιβάλ που παρακολούθησα στη ζωή μου ήταν το 1983. Μαθητής στη δεύτερη τάξη του Λυκείου έβαλα ξυπνητήρι ένα πρωί στις έξι για να κατέβω να πιάσω θέση στην ουρά για τα εισιτήρια, που σχηματιζόταν έξω από το θέατρο της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών που στέγαζε τότε το ελληνικό αμιγώς Φεστιβάλ. Ήταν η ώρα που ο κόσμος πήγαινε στις δουλειές του και μεις στεκόμασταν μέσα στη δροσιά του Σεπτεμβρίου υπομονετικά για ώρες, να ανοίξει το ταμείο στις εννιά και να προμηθευτούμε τα περίφημα χαρτάκια, ασχέτως της ταινίας που έπαιζε. Απλά θέλαμε να δούμε Φεστιβάλ. Τα βλέμματα του κόσμου ήταν γεμάτα απορία… ποιοι ήταν αυτοί οι τρελοί που θυσίαζαν τον ύπνο τους για να δουν Έλληνες σκηνοθέτες.

Τα χρόνια πέρασαν, το Φεστιβάλ διεθνοποιήθηκε, ο δεύτερος εξώστης με την επαναστατικότητά του, που ήταν στην πραγματικότητα ένας βασικός λόγος για να στηθεί κανείς σε μια ουρά, τελείωσε, οι αίθουσες έγιναν πολλές πια, οι ταινίες δεκάδες εκατοντάδες και το κοινό της πόλης που γαλουχήθηκε με το Φεστιβάλ στα είκοσι χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολλαπλάσιο. Οι μερικές εκατοντάδες τρελοί εκείνου του πρωινού έγιναν χιλιάδες, το κοινό πειθαρχημένα βρήκε το δρόμο στην αρχή στα περίπτερα της Έκθεσης στα τέλη του ‘80, στο Ολύμπιον που μετά την ανακαίνισή του στα χρόνια της Πολιτιστικής έγινε σπίτι άξιο για ένα φεστιβάλ με τέτοια ιστορία, στο Παλλάς της παραλίας όπου ανακαλύψαμε για πρώτη φορά τους Νέους Ορίζοντες και είχε φτάσει η στιγμή μετά τον Νικολαΐδη και τον Βεργίτση να λατρέψουμε τον Κιαροστάμι και τον Εγκογιάν.

Και μετά ήρθε η ώρα του Λιμανιού. Το φεστιβάλ έγινε σήμα κατατεθέν ενός χώρου που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή terra incognita για την πόλη. Μας εξοικείωσε με τη φυσική συνέχεια της πόλης προς τη θάλασσα, απέκτησε και διάσταση κοινωνική πέρα από τις ταινίες. Οι άνθρωποι άρχισαν να συναντιούνται μετά τις προβολές στις Αποθήκες, να συζητούν γι’ αυτά που είδαν, να διαφωνούν και να συμφωνούν, να προτείνουν και να μυούν και άλλους, και το μέγα πλήθος και το μέγα πάθος της μεγαλύτερης κινηματογραφικής γιορτής της χώρας έγινε μόδα, τάση, δημιούργησε νέες γενιές σινεφίλ, που ακολούθησαν στο χρόνο το ποτάμι του.

Το Φεστιβάλ στο χρόνο ακολούθησε μοιραία τις εποχές, τις ιστορικές συγκυρίες και τις μεταβολές της ελληνικής κοινωνίας. Πέρασε από τα χρόνια της λάμψης των παλαιών στούντιο του Φίνου και των ασπρόμαυρων Ελλήνων σούπερ σταρ στα χρόνια της χούντας και της παρωδίας του Τζέημς Πάρις, γέννησε τους σπόρους της αντίστασης και του νέου που έπρεπε επειγόντως να προκύψει με τη γενιά του Αγγελόπουλου και του Βούλγαρη, εξέθρεψε στα χρόνια του ‘80 μια αμήχανη γενιά σκηνοθετών που κινηματογράφησαν τη μετάβαση σε μια εποχή πλασματικής ευφορίας με όρους μετεωρισμού, πέρασε στην εποχή της διεθνοποίησής του με ορμή, ανοίγοντας παράθυρα στον νέο κόσμο του κινηματογράφου, σε ένα κοινό έτοιμο να ακολουθήσει όσα έφερνε το καινούργιο, μετά το τέλος των κινηματο- γραφικών λεσχών της πόλης, ακολούθησε μοιραία η εποχή της πληθωρικότητας που πέρασε ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, με το δανεικό χρήμα να ρέει και στα ταμεία του Φεστιβάλ προάγοντας έναν κοσμοπολι- τισμό που άλλες φορές γοήτευε και άλλες αποπροσανατόλιζε και η αναγκαστική πια επιστροφή στις βασικές κινηματογραφικές αξίες και τα μεγέθη που αντέχει η χώρα και η πόλη.

Παρακολουθώντας το Φεστιβάλ εικοσιοκτώ χρόνια τώρα με όλες τις μεταπτώσεις συναισθημάτων που μπορεί να έχει κανείς απέναντι σε ένα θεσμό, όπως και σε μια μεγάλη αγάπη, χωρίς να έχω λείψει ούτε μια χρονιά, ομολογώ πως είναι από τα λίγα πράγματα που αντέχουν τόσο πολύ στο χρόνο μέσα μου. Ίσως γιατί είναι αυτά τα αντανακλαστικά που διαθέτει να συνδέεται τόσο εύστοχα με την κοινωνία και τις μεταβολές της, σε πολλές περιπτώσεις να τις προβλέπει κιόλας καταγράφοντας τάσεις που έρχονται σαν τσουνάμι πάνω μας, θυμηθείτε ντοκιμαντέρ που έχουμε δει στο φεστιβάλ του Μαρτίου και μιλούσαν για πολυεπίπεδη κρίση, πολύ πριν τη συνειδητοποιήσουμε στο πετσί μας, Έλληνες σκηνοθέτες σαν τον Γιάνναρη που μίλησαν πρώτοι σε ανύποπτο χρόνο για όσα θα ακολουθούσαν και που φέτος δικαιολογημένα τιμάται, αφού άνοιξε το δρόμο για την ένδοξη παρέλαση του ελληνικού σινεμά των ημερών μας που σαρώνει τα βραβεία διεθνώς, η κοινωνικότητα που έφερε στην πόλη με τη μοναδική ανάσταση του λιμανιού και πάνω απ’ όλα η δυνατότητα να σε κάνει να νιώθεις πολίτης ενός παγκόσμιου χωριού, που ανακαλύπτει μαζί με σένα τα πρόσωπα του αύριο.

Το Φεστιβάλ και η σχέση του με το χρόνο, είναι δυο έννοιες που στη Θεσσαλονίκη στα πενήντα τρία χρόνια της ύπαρξής του συναντήθηκαν εκατοντάδες φορές. Και η συνάντησή τους ήταν εντυπωσιακή. Απόψε το βράδυ που θα βρεθείτε σε μια αίθουσα η σχέση του με την πόλη θα επιβεβαιώνει πως το πέρασμα του χρόνου άλλες αγάπες τις αδυνατίζει και άλλες απλά τις οδηγεί στη σφαίρα του αέναου.

*Φωτογραφία: Motion Team, Βασίλης Βερβερίδης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα