Το «Σόνι» του Ιβάν Αΐρ αναδεικνύει μια σκληρή και αμείλικτη πραγματικότητα του κόσμου
Μακριά από τα φώτα, τη λάμψη, ίσως και την επιδειξιομανία των χρυσών στούντιο του Μπόλιγουντ, το «Σόνι» του Ιβάν Αΐρ αναδεικνύει μια σκληρή και αμείλικτη πραγματικότητα, όχι μόνο της Ινδίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου.
Ο Πάνος Αχτσιόγλου σε μια κριτική της ταινίας “Σόνι”, που αποτελεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ιβάν Αΐρ και θίγει με απλότητα και ειλικρίνεια ένα πολύ επίκαιρο αλλά και ταυτόχρονα πολύ απαιτητικό θέμα, την ανάγκη για μια νέα κοινωνία ισότητας που μοιάζει πιο μακριά από ποτέ. Θα έχουμε την ευκαιρία να την απολαύσουμε στο τριήμερο αφιέρωμα του ΦΚΘ στην κινηματογραφία της Ινδίας, που φέτος είναι η τιμώμενη χώρα της 84ης Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Το αφιέρωμα με τίτλο «Μητέρα Ινδία», θα πραγματοποιηθεί από την Κυριακή 8 έως την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019, στην Αποθήκη 1 στο Λιμάνι (τηλ. 2310-378404). Η ταινία θα παιχτεί σε αποκλειστικότητα στην Ελλάδα στα πλαίσια του αφιερώματος, στις 10 Σεπτεμβρίου, στις 21:00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές.
Soni
Σκηνοθεσία: Ivan Ayr
Ηθοποιοί: Geetika Vidya Ohlyan, Saloni Batra
Μακριά από τα φώτα, τη λάμψη, ίσως και την επιδειξιομανία των χρυσών στούντιο του Μπόλιγουντ, το «Σόνι» του Ιβάν Αΐρ αναδεικνύει μια σκληρή και αμείλικτη πραγματικότητα, όχι μόνο της Ινδίας, αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Βασισμένο σχεδόν πλήρως σε σταθερά καδραρίσματα και αργόρυθμα μονοπλάνα, το φιλμ αφηγείται την σχέση δύο γυναικών αστυνομικών, οι οποίες δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο την αυξημένη αστική εγκληματικότητα αλλά και τον διαρκή μισογυνισμό, τη λεκτική – και όχι μόνο – κακοποίηση, τον χλευασμό και την υποτίμηση από μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία που είναι έτοιμη να δικαιολογήσει οτιδήποτε κάνει ή πει ένας άνδρας, αλλά να καταδικάσει με υπέρμετρη αυστηρότητα οποιαδήποτε αντίδραση αυτός υποστεί.
Παρότι κινηματογραφημένο μέσα σε ένα «αστυνομικό» πλαίσιο, είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς εξιχνιάσεις εγκλημάτων, παραδοχές ενοχής ή απόδοση δικαιοσύνης. Ο Αΐρ μοιάζει να μην αφήνει διέξοδο από το πουθενά, κλείνοντας σταδιακά τον κλοιό γύρω από τις δύο γυναίκες που δεν παύουν ωστόσο να επιμένουν με κουράγιο, ζητώντας τα αυτονόητα: να ελέγχουν τη ζωή και τις επιλογές τους και να αντιμετωπίζονται με ισότητα και σεβασμό. Η σχεδόν παντελής απουσία μουσικής επένδυσης προσδίδει έναν ντοκιμαντερίστικο, σχεδόν αποστασιοποιημένο τόνο στην αφήγηση που πετυχαίνει τελικά να αποτυπώσει μια αίσθηση ειλικρίνειας, να αντανακλά μια αυθεντικότητα που οδηγεί με τη σειρά της ευκολότερα στην ταύτιση με τα πάθη, τα βάσανα των κεντρικών χαρακτήρων. Η Σόνι, η άτυπη πρωταγωνίστρια της ταινίας (ερμηνευμένη με στωικότητα από την Geetika Vidya Ohlyan) εκτός από το καθημερινό μαρτύριο στο χώρο εργασίας έχει να αντιμετωπίσει την ενοχλητικά επίμονη στάση του πρώην συντρόφου της που της ζητά να τα ξαναβρούν, αλλά και την συναισθηματικά καταπιεστική επιμονή της οικογένειάς της για μια πιο «καθωσπρέπει» ζωή. Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα και για την προϊσταμένη της Καλπάνα (Saloni Batra), η οποία χειραγωγείται σε καθημερινή βάση από την πεθερά της που την ρωτά διαρκώς πότε θα δει εγγόνια.
Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, και μια απόλυτα δικαιολογημένη αντίδραση της Σόνι θα την οδηγήσει στην μετάθεση και τον παραγκωνισμό στο αστυνομικό τμήμα, το φιλμ μοιάζει να πετυχαίνει το σκοπό του, εξοργίζοντάς σε βαθμιαία αλλά και θίγοντας με απλότητα και ειλικρίνεια ένα πολύ δύσκολο και καίριο ζήτημα που αφορά όχι μόνο στην κοινωνία που διαδραματίζεται (ο σκηνοθέτης εξάλλου προσπαθεί και καταφέρνει να διατηρήσει τα λαογραφικά του στοιχεία σε ένα χαμηλό σχετικά επίπεδο, μιλώντας την γλώσσα που θα μπορούσαν όλοι να εντάξουν στην καθημερινότητά τους) και γενικότερα να προβληματιστεί εύστοχα και όχι με περισσούς μελοδραματισμούς πάνω στην ανύπαρκτη ισότητα των φυλών, τη γυναικεία χειραφέτηση που συμβαίνει με τεράστιο τίμημα και μέσα σε τοξικά πατριαρχικά πλαίσια, αλλά και την ανάγκη για μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή την ίδια, τη σχέση των ανθρώπων, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία. Ο τρόπος που κινηματογραφείται η διαρκής εργαλειοποίηση της γυναίκας είναι εξαιρετικός, το επίμονο και γλοιώδες φλερτ των ανδρών, αλλά και η διαρκής άσκηση εξουσίας είναι σχεδόν σοκαριστικά και το μόνιμα θλιμμένο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας αντικατοπτρίζει την ανάγκη για μια διαφορετική κοινωνία, η οποία δυστυχώς μοιάζει τώρα πιο μακριά από ποτέ.
Συνοψίζοντας, το «Σόνι» καταφέρνει να βρει το στόχο του, κερδίζοντας στο συναίσθημα με έναν διακριτικό, γεμάτο υπόγεια ένταση τρόπο. Μπορεί να γίνεται δυσκίνητο σε κάποιες στιγμές στιγμές, αλλά η μόνιμη αίσθηση του επείγοντος και κυρίως η απουσία τελικής κάθαρσης προσδίδουν αποδοτικότητα σε ένα φιλμ που γοητεύει με την αμεσότητα και τη μετριοφροσύνη του.
3/5 αστέρια.