Κινηματογράφος

Train Dreams: Ένα βαθιά ποιητικό φιλμ που δεν το βλέπεις, το «αναπνέεις»

Η κριτική του Πάνου Αχτσιόγλου για την ταινία σε σκηνοθεσία του Clint Bentley του προβάλλεται στο Netflix

Πάνος Αχτσιόγλου
train-dreams-ένα-βαθιά-ποιητικό-φιλμ-που-δεν-το-β-1405943
Πάνος Αχτσιόγλου

Η καθημερινότητα ενός υλοτόμου που ζει και εργάζεται κόβοντας δέντρα και ανοίγοντας διόδους για να περάσουν οι γραμμές του τρένου μέσα από δασώδεις εκτάσεις της Βόρειας Αμερικής, πλημμυρίζει από σκληρή δουλειά, κοντοστέκεται στις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής, γεμίζει απογοητεύσεις και όνειρα, αναπνέει μέσα από ελάχιστους θριάμβους και δοκιμασίες που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί.

Απλώνοντάς την σαν πέπλο επάνω του, επάνω στη Γη και επάνω σε εμάς, το σπουδαίο και τρυφερά ουσιώδες φιλμ του (υποψήφιου για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου με το ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα «Sing Sing») Κλιντ Μπέντλει, καταφέρνει να αφηγηθεί με αισθαντικότητα, σθένος και καλλιτεχνική πείρα που θα ταίριαζαν σε έναν πολύ πιο καταξιωμένο και μπαρουτοκαπνισμένο δημιουργό, τη μεγάλη ιστορία της Αμερικής των αρχών του προηγουμένου αιώνα.

Όχι όμως μόνο αυτή. Μαζί της συνυφαίνεται και μια άλλη, η «μικρή», προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου που δεν θα έπρεπε να βιώνει τα βάσανα, τις κακουχίες και τα προβλήματα που περνά, αλλά παρόλα αυτά αντιστέκεται και προχωρά, λυγισμένος αλλά ποτέ τσακισμένος, στωικός και αγέρωχος, με τις εποχές να περνούν, βαραίνοντας την ψυχή, το μυαλό και την καρδιά, αλλά συνδέοντάς τον όλο και περισσότερο με το δέος της ύπαρξης, το βαθύτερο νόημα της ζωής, την ασήμαντη και παντοδύναμη φύση της ανθρώπινης ευθραυστότητας.

Στο επίκεντρο αυτού του καταπληκτικού, βαθιά ποιητικού φιλμ – το οποίο τελικά δεν το βλέπεις, το «αναπνέεις» – βρίσκεται, από τη μία, η μαεστρική σκηνοθεσία του Μπέντλει, ο οποίος επιλέγει να περιορίσει οπτικά τις ευρυγώνιες διαστάσεις του φακού, καδράροντας τα εκπληκτικά φυσικά τοπία σχεδόν σε τετράγωνο, τονίζοντας έτσι την καθετότητα των ατελείωτων δέντρων, καθρεπτίζοντας αυτόν τον, θαρρείς, πλάγιο εγκλωβισμό που μοιάζει να αφήνει μόνη διέξοδο προς τον ουρανό.

Από την άλλη, η σπλαχνική, βουβή σχεδόν, αλλά τόσο υπέροχα εκφραστική ερμηνεία του Τζόελ Έτζερτον (ίσως ο πιο υποτιμημένος ηθοποιός της γενιάς του) ο οποίος βαδίζοντας στα χνάρια του σπουδαίου Ρέτφορντ και του δικού του απόκληρου ερημίτη «Τζερεμάια Τζόνσον», σωματοποιεί μια ολόκληρη τοποθεσία αποτυπώνοντας τη φυσική διάσταση του χώρου αλλά και αυτή του χρόνου (αν κάτι τέτοιο μπορεί τελικά να αποτυπωθεί) στο βλέμμα του. Σαν αυτά τα παλιά παπούτσια των ξυλοκόπων που έχουν ξεχαστεί κρεμασμένα σε ένα δέντρο και έχουν βυθιστεί με το πέρασμα των χρόνων μέσα στον κορμό του, μοιάζει αφομοιωμένος σχεδόν με την αγέρωχα σταθερή παρουσία του αδάμαστου τοπίου, το οποίο παραμένει μεγαλόπρεπο αλλά και αδιάφορο στα μικρά και μεγάλα βάσανα των ανθρώπων.

Μέσα σε όλα αυτά, κόβει κυριολεκτικά την ανάσα η βαθμιαία συνειδητοποίηση του διχασμού της ψυχής ανάμεσα στα κοινωνικά πρέπει, τις επιταγές του συνόλου και της καθημερινότητας και την βαθιά επιθυμία να βρίσκεσαι κάπου αλλού, με κάποιον άλλο (η Φελίσιτι Τζόουνς σε έναν ρόλο στιβαρό και αιθέριο ταυτόχρονα), κάνοντας κάτι εντελώς διαφορετικό. Το γκρέμισμα του κόσμου όπως τον ξέρει έρχεται βίαια και σαρώνει μαζί με αυτόν τις κατακτημένες με κόπο σταθερές του, αφήνοντάς τον έκθετο στα αρχέγονα στοιχεία που συνιστούν την ίδια την ύπαρξη. Όμως αυτός με κάποιον τρόπο προχωρά, είναι εκεί καταγράφοντας περίεργα το πέρασμα των εποχών, τα σημάδια και τις ουλές που αφήνουν, καθώς το «ποτάμι συνεχίζει κυλά ανάμεσά του», οι ανθρώπινες παρουσίες χάνονται μέσα σε ένα κατάφυτο «κρεβάτι» απέραντης ομορφιάς, και οι χωμάτινοι υγροί δρόμου του δάσους οδηγούν σε ξέφωτα γυμνά από δέντρα, αντικρύζοντας τον ήλιο που δύει, παίρνοντας μαζί του το φως της ημέρας.

Κάνοντας χρήση της εικόνας με σύνεση αλλά και λυρισμό, και χαρίζοντας ένα από τα πιο αφοπλιστικά περάσματα του χρόνου σε ένα στιγμιότυπο που διαρκεί κυριολεκτικά όσο ένας ανεπαίσθητος βλεφαρισμός, ο Μπέντλει κατορθώνει να φέρει χέρι με χέρι τoν Βιμ Βέντερς και τις «Τέλειες Μέρες» του με τον γεμάτο αμφιβολίες και ερωτήσεις εσωτερικό διάλογο του Τέρενς Μάλικ, περιδιαβαίνοντας τις απάτητες χιονισμένες κορυφές και τα χαμένα μονοπάτια τα οποία κάποτε περπάτησε ο Σίντνεϊ Πόλακ.

«Δεν μπορώ ούτε να προσπαθήσω να σου πω, πώς αισθάνομαι» απαγγέλει με τη λυρική, βαθιά του φωνή ο Νικ Κέιβ στο υπέροχο τραγούδι της ταινίας. Το «Train Dreams» όμως αποτολμά να το προσπαθήσει, κινηματογραφώντας το μεγαλείο και τον χαμό, την κορύφωση και την καταβαράθρωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Και τελικά το καταφέρνει με απίστευτη ευαισθησία και κρυφό σπαραγμό.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα