Τρεις ελληνικές ταινίες που ξεχωρίσαμε από το 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου
Είναι σίγουρο ότι θα σας κεντρίσουν το ενδιαφέρον
Τρεις ελληνικές ταινίες που ξεχωρίζουν από το online πρόγραμμα του 61ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
ΚΑΛΑ ΑΖΑΡ
Ένα νεαρό ζευγάρι εργάζεται σε αποτεφρωτήριο ζώων. Περιτριγυρίζουν στα πέριξ μιας πόλης συλλέγοντας και αποτεφρώνοντας άρρωστα ζώα από διάφορα σπίτια. Από αυτό το στοιχείο πήρε και το τίτλο της η ταινία Καλά Αζάρ με την οποία κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο η Τζάνις Ραφαηλίδου. Βιομηχανική ζώνη, ρέματα με μπάζα και σκουπίδια, εγκαταλειμμένα σπίτια συνθέτουν ένα ερημικό και πένθιμο σκηνικό γύρω από το οποίο το ζευγάρι του Καλά Αζάρ κινείται. Και πάνω σε αυτή την περιπλάνηση χτίζεται μια ιστορία που προσεγγίζει τις σχέσεις ζωής και θανάτου αλλά κυρίως το θέμα της σχέσης ανθρώπων και ζώων με αρκετή προσοχή.
Έχοντας εμπειρία ως visual artist – με εκθέσεις σε σημαντικούς χώρους όπως η Tate Modern και η Viennale – η Τζάνις Ραφαηλίδου δίνει υπερβολικά μεγάλη έμφαση στην εικαστικότητα της εικόνας. Πολλές φορές η κάμερα χαμηλώνει στο ύψος των ζώων, αναπαριστώντας το δικό τους βλέμμα. Το αποτέλεσμα είναι χωρίς αμφιβολία ωραίο αλλά δεν συνδυάζεται με ένα πλήρες σενάριο. Η επιλογή μιας weird ελλειπτικής πλοκής με τρεις επιμέρους (αποσπασματικές) ιστορίες δεν βοηθάει. Πέρα από το νεανικό ντουέτο που λειτουργούν ως προπομποί του θανάτου υπάρχουν ακόμα δύο επιμέρους ιστορίες, μια με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που επίσης φροντίζουν αρκετά ζώα στη μονοκατοικία που διαμένουν και κάποιοι μετανάστες που εργάζονται σε ένα πτηνοτροφείο και περιφέρονται επίσης σαν φαντάσματα στην ίδια περίμετρο με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Η επαναληπτικότητα επίσης κάποιων βασικών σεναριακών στοιχείων επίσης κουράζει και φανερώνει την ουσιαστική απουσία μιας στοιχειώδους ιστορίας με αρχή, μέση και τέλος καθώς και την προβληματική σύνδεση των υπο-ιστοριών. Σε ότι αφορά τις ερμηνείες η Πηνελόπη Τσιλίκα, διαθέτει ίσως και τον πιο γεμάτο χαρακτήρα της ταινίας κεντρίζει το ενδιαφέρον δίνοντας μεγάλη προσοχή και στην σωματική έκφραση.
Μελαγχολικό και με πεσιμιστική διάθεση αλλά ασαφές σε ότι αφορά το περιεχόμενο το Καλά Αζάρ αποτελεί άλλο παιδί του περίφημου νέου κύματος του ελληνικού κινηματογράφου, που τόσο αγαπήθηκε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ του εξωτερικού. Είναι κακό αυτό; Όχι απαραίτητα. Εφόσον έχεις προσδιορίσει τους στόχους σου και αυτοί δεν περιλαμβάνουν μια στρωτή και ξεκάθαρη ιστορία που να αφορά και τους θεατές.
ΣΑΡΜΑΚΟ
Μια παλιά ιστορία της Θεσσαλονίκης το θρυλικό μαγαζί Μακεδονικόν αναπαριστά στην ταινία του Σαρμάκο ο πρωτοεμφανιζόμενος Μάρκος Παπαδόπουλος. Σαρμάκο στο ρεμπέτικο ιδίωμα σημαίνει κάνε τουμπεκί, κάνε σιωπή. Υπάρχει μάλιστα ένα τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη που στον στίχο αναφέρει :
Τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε κι εγώ κάνω σαρμάκο, γιατί ταιριάζει τ’ όνομα, για να με λένε Μάρκο.
Για το ρεμπέτικο και την κουλτούρα του χρωστάμε πολλά στη έρευνα που έκαναν ερευνητές όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και ο Ηλίας Πετρόπουλος. Κινηματογραφικά (σε ένα συνοπτικό πλαίσιο με αφορμή το Σαρμάκο) το ρεμπέτικο – ή μάλλον πιο σωστά το λαϊκό τραγούδι – υπήρξε πάντα ένα συστατικό στοιχείο του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου κυρίως με τη μορφή της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας (είτε για τους ήρωες των ταινιών είτε για τους θεατές όταν αυτό ενσωματώνεται στα περίφημα μιούζικαλ και τις μουσικές ταινίες της εποχής. Ίσως η πιο χαρακτηριστική ταινία του είδους βέβαια να είναι το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη – στα χρόνια του ΝΕΚ το ρεμπέτικο αποκτά πιο ρεαλιστική υπόσταση και αποτελεί κομμάτι έρευνας αφού προσεγγίζεται με πιο σοβαρή αναλυτική διάθεση – ο οποίος αποτελεί έναν από τους γνήσιους ερευνητές της ιστορίας του καθώς έχει αφιερώσει σημαντικό κομμάτι του έργου του σε αυτό από την εποχή που ήταν νέος κινηματογραφιστής (ο λόγος φυσικά για την μικρού μήκους ταινία του Τα ματόκλαδα σου λάμπουν, που είχε λογοκριθεί στην εποχή της).
Με εμφανή την επιρροή του Ρεμπέτικου του Φέρρη πάνω στην φιλοσοφία του ο Μάρκος Παπαδόπουλος ασχολείται με το μύθο του Μακεδονικόν. Με μια πρώτη ματιά το στίγμα της δουλειάς του Μάρκου Παπαδόπουλου – ο οποίος συνεργάστηκε με team από την σχολή κινηματογράφου του ΑΠΘ για να φέρει εις πέρας το πρότζεκτ – είναι θετικό. Σκηνοθετικά βέβαια θα άξιζε λίγο περισσότερη προσοχή σε κάποια ζητήματα όπως την οικονομία που προφέρει το μοντάζ σε κάποιες ατέρμονες σκηνές επανάληψης, το σκηνογραφικό αποτέλεσμα που παρουσιάζεται υπερβολικά λιτό ή σε ότι αφορά τις υπερβολικές ερμηνευτικές κραυγές με αναίτια μεγάλη διάρκεια. Μιλάμε βέβαια για μια χειροποίητη ταινία αλλά είναι εμφανές ότι το Σαρμάκο έγινε με πολύ μεράκι και αγάπη του δημιουργού του για το ρεμπέτικο και την κουλτούρα του. Είναι ενδιαφέρουσα η έρευνα που κάνει στην Θεσσαλονίκη της εποχής μέσα από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων – τα οποία διαβάζουμε στην αρχή της ταινίας – και στις αναφορές που υπάρχουν μέσα στους διαλόγους και τα φλας μπακ μεταξύ 1936 και 1949 – από την απεργία των καπνεργατών μέχρι το τέλος του Εμφυλίου – στοιχεία που αναδεικνύουν μια έντονη ιστορικά περίοδο της Θεσσαλονίκης μέσα από μια ιστορία μυθοπλασίας που όμως αντλεί πολλά στοιχεία και από την όποια καθημερινότητα της εποχής. Η έρευνα αναδεικνύεται και από την επιλογή των τραγουδιών που εν μέρει σχολιάζουν με τον τρόπο τους τα ιστορικά αλλά και σεναριακά τεκταινόμενα.
DANIEL 16
Ένας 16χρονος Γερμανός που εκτίει μια ποινή για παραβατική συμπεριφορά συμμετέχει σε ένα πρόγραμμα υποστήριξης ανηλίκων με σκοπό την ένταξη τους στο κοινωνικό σύνολο. Μεταφέρεται στον Έβρο για να φιλοξενηθεί σε έναν τέτοιο ξενώνα που συμμετέχει στο πρόγραμμα. Η συμπεριφορά του εξ αρχής δείχνει αντισυμβατική. Καταστρατηγεί τους κανόνες με κάθε ευκαιρία, εκφράζει μια έντονη οργή και αντίδραση προς όλους, σχεδιάζει την απόδραση του και την επιστροφή του στην Γερμανία. Ένα απρόοπτο γεγονός και η γνωριμία του με ένα μικρό προσφυγόπουλο αλλάζουν το νεαρό παιδί και του δίνουν την προοπτική που τόσο επίμονα αναζητούσε.
Τοποθετημένο στα γεγονότα της προσφυγικής κρίσης του 2015-16 (με τις τεράστιες εισροές προσφύγων – μετανάστες στην ελληνική ενδοχώρα με σκοπό την διαφυγή τους στην Ευρώπη μέσω Ειδομένης) ο Ντάνιελ – 16 είναι η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Δημήτρη Κουτσιαμπάσακου. Δεν ασχολείται συχνά με τη μυθοπλασία ωστόσο η δεύτερη fiction ταινία του (μετά τον αγαπημένο Γιό του Φύλακα) έρχεται να επιβεβαιώσει πόσο σπουδαίος σκηνοθέτης είναι είτε ασχολείται με το ντοκιμαντέρ είτε με τη μυθοπλασία. Ξεχωρίζει πρώτα απ’ όλα για την τόλμη του να δουλέψει ερμηνευτικά με τρία παιδιά. Είναι εξαιρετικός ο χειρισμός που κάνει αφού καταφέρει να γεννήσει τρεις υπέροχες ερμηνείες γεμάτες βουβό πόνο, οργή, απογοήτευση αλλά εν τέλει προσδοκία για το μέλλον. Σε δεύτερο επίπεδο ξεχωρίζει για την φροντίδα και την στοργή που δείχνει για τους χαρακτήρες των ταινιών του. Και ύστερα για την ματιά του, τον σχολιασμό του πάνω σε όλα τα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας, την φοβική Ευρώπη, την μοναξιά μιας νέας γενιάς που διεκδικεί την δική της ανατρεπτική παρουσία σε ένα προσδιορισμένο και καλοκουρδισμένο σύστημα, τα φαντάσματα του προσφυγικού που τρομάζουν αλλά παράλληλα βιώνουν το δικό τους μαρτύριο. Με απόλυτη ειλικρίνεια και τρυφερότητα η ματιά του Κουτσιαμπασάκου δεν μπορεί παρά να σου προκαλέσει συγκίνηση. Μια ταινία που σου ζεσταίνει την καρδιά.