Τζον Χιούστον: Ήταν μια φορά και ένα καιρό ένας μύθος
Ένας από τους ελάχιστους καθαρόαιμους που έβγαλε η Αμερική τον προηγούμενο αιώνα - Πέντε από τις ταινίες του που έγραψαν ιστορία
Ήταν μια φορά και ένα καιρό ένας μύθος. Από τους ελάχιστους καθαρόαιμους που έβγαλε η Αμερική σ’ αυτόν τον αιώνα. Χωρίς τα μπάσταρδα στοιχεία που προσάπτουν τα media. Ένα καθαρόαιμο άλογο, ήταν ο Τζων Μάρκελος Χιούστον, σαν αυτά που τον έμαθε να αγαπάει η μάνα του η ατίθαση δημοσιογράφος Ρέα Γκλόρ.
Ένα αγρίμι της Νεβάδα που γεννήθηκε. Σαν κι αυτά που κυνηγούσε στα βουνά και τα ποτάμια της δύσης, ο παππούς του. Ένα γνήσιο τέκνο του τυχοδιώκτη πατέρα του Γουόλτερ, έζησε τη ζωή, που όλοι θα θέλαμε να ζήσουμε. Ο Τζων με τα μακριά χέρια που δεν το ‘βαζε κάτω όταν στα δώδεκα του είπαν πως πάσχει από μεγαλοκαρδία, μια αρρώστια που λογικά θα τον μάθαινε να ζει συνετά. Εκείνος όμως ακολούθησε το ένστικτο της επιβίωσης, που τον έκανε να ξεπεράσει τα ογδόντα.
Πάλεψε με τη ζωή απ’ την αρχή. Πρώτα σε ματς πυγμαχίας για πέντε δολάρια τον αγώνα. Μετά στο σανίδι σαν κομπάρσος. Με τη μύτη σπασμένη από το μποξ, το ηθικό ψηλά παίρνει στα είκοσι τον δρόμο για την άγρια πλευρά του δρόμου. Αυτή που οδηγεί στο Μεξικό. Εκεί που ανθρώθηκαν οι ήρωες. Στο ιππικό για τρία χρόνια, στο πνεύμα ενός λαού που φιλοξενούσε τη ζωή αιώνες, έμαθε τι σημαίνει να γεύεσαι τους καρπούς της.
Πίσω στην Αμερική των υποσχέσεων σε εφημερίδες, εκδοτικούς οίκους, και παλέτες ζωγραφικής προσπάθησε να αποτυπώσει τις εκρήξεις των αισθήσεων. Μετά ήρθε η ώρα της αληθινής δημιουργίας. Τα θραύσματα της διασώζονται σε 36 ταινίες. Όσο τις γύριζε η ζωή του εξακολουθούσε να μοιάζει με περιπέτεια. Οι φιλίες του με τα ιερά τέρατα της αμερικανικής διανόησης, οι θρυλικές του βουτιές στην περιπέτεια, απ’ τους ταύρους της Ισπανίας ως τους ελέφαντες της Ουγκάντα, τα κύματα της Κούβας, οι νύχτες στα φθηνά μοτέλ της Δύσης, οι πέντε γάμοι και τα πέντε παιδιά του, οι ατελείωτες ώρες απομόνωσης στον Ειρηνικό μιας πρωτόγονης νήσου. Ο άνθρωπος με το σκασμένο πρόσωπο που ενέπνευσε και εμπνεύστηκε. Είκοσι πέντε απ’ τις ταινίες του βασίστηκαν σε αγαπημένα του μυθιστορήματα.
Η αναφορά σε όλες θα χρειαζόταν ένα τεύχος. Ας σταθούμε σε πέντε κλασικά.
ΤΟ ΓΕΡΑΚΙ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ
εν αρχή το άριστον
Μετά από κάμποσα χρόνια στα σενάρια, η Warner έδωσε στον Χιούστον τη δυνατότητα να κάνει την πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης. Είμαστε στα 1941 και το θρυλικό βιβλίο του Ντάσιελ Χάμετ, αυτό το ευαγγέλιο της μαύρης αστυνομικής λογοτεχνίας, είχε μεταφερθεί άλλες δύο φορές στο σινεμά ανεπιτυχώς. Για τους «άρρωστους» του κόσμου του Χάμετ, του Τσάντλερ, της Χάισμιθ, υπάρχει μονάχα ένας τρόπος να «δουν» τις εικόνες στην οθόνη. Το αυθεντικό σινεμά νουάρ. Αυτό που ξεπήδησε εδώ, μέσα από το μυαλό του Χιούστον. Σ’ αυτό το αρχέτυπο ταξίδι στον κόσμο των αγγέλων της πτώσης, ο Χιούστον είχε δύο γερά χαρτιά. Το αριστουργηματικό κείμενο του Χάμετ και το μεγάλο Μπόγκυ στο ρόλο του ντετέκτιβ Σαμ Σπέηντ. Το κείμενο του Χαμέτ που ο Χιούστον λάτρεψε γι’ αυτό και δεν το υπονόμευσε ούτε μια στιγμή, όπως έκανε με πολλά άλλα στην πορεία, αλλά υπηρέτησε πιστά, μαγικά, αριστοτεχνικά μέχρι το τέλος αποδεικνύοντας την τεράστια δύναμη των εικόνων. Το «Γεράκι της Μάλτας» είναι ένα μυθικό άγαλμα της εποχής των Ιπποτών της Μάλτας. Στο χρυσό αυτό φετίχ έχουν εναποθέσει τις ελπίδες της σωτηρίας τους οι άνθρωποι του υποκόσμου. Κάτω από τη σκιά των φτερών του, για εκατό λεπτά, ξεδιπλώνεται το αλφαβητάρι μιας από τις πιο υποδειγματικές μεταφορές ενός μυθιστορήματος του σινεμά. Ενός παραγνωρισμένου είδους λογοτεχνίας από ένα επίσης για πολλές δεκαετίες παραγνωρισμένο είδος σινεμά. Σε αυτή τη θεϊκή συνύπαρξη, σημείο αναφοράς στην παγκόσμια κινηματογραφική ιστορία, σ’ αυτό το ασπρόμαυρο βάπτισμα ενός μεγάλου σκηνοθέτη, ο θεατής βγαίνει από την αίθουσα, ευτυχισμένος. Οι σκιές της νύχτας, ο άνθρωπος με την καμπαρντίνα και το ανέκφραστο πρόσωπο, η μοιραία γυναίκα, πουλί στο κλουβί στο ασανσέρ του τέλους, το απειλιτικό άγαλμα στο τραπέζι, στοιχειώνουν για πάντα στη μνήμη.
ΜΟΜΠΥ ΝΤΙΚ
η τρικυμία της ύπαρξης
Ο ορισμός της τραγωδίας, είναι το αναπόφευκτο του θανάτου, συνήθιζε να λέει ο Χιούστον αναφερόμενος στον Κάπταιν Έιχαμπ. Μόνο που εδώ το αναπόφευκτο είναι η απόρροια μιας βλασφημίας, μιας μάχης με έναν ιδεατό θεό. Ο Χιούστον είχε πολλά χρόνια στο μυαλό του να κάνει ταινία το θρυλικό βιβλίο του Χέμαν Μέλβιλ. Στις επτακόσιες πενήντα σελίδες του βρήκε την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Την αιώνια μάχη με τη φύση, την πάλη με το ψέμα, τη δικαίωση απ’ την διάψευση των απατηλών ονείρων. Ο ποταμός του λόγου του Μέλβιλ έγινε εδώ στα χέρια του Χιούστον το υλικό για την κατασκευή ενός έξοχου πίνακα ζωγραφικής, μιας παλιάς, χρωματισμένης στο χέρι, γκραβούρας με τη μανιασμένη θάλασσα, τον πεισματάρη οδηγό και τη λευκή φάλαινα – ιδέα.
Δύο κόσμοι σε σύγκρουση, το καλό και το κακό, όχι με το μανιχαϊσμό της θρησκείας, αλλά με τη σοφή διακρή ανατροπή ενός ανθρώπου που το έργο του δεν έπαψε να κλείνει πονηρά το μάτι και στις δύο πλευρές του κόσμου. Οι εικόνες στο βιβλίο του Μέλβιλ είναι κάτι παραπάνω από extra large. Είναι η κόψη ενός γιγαντιαίου κύματος. Ο Χιούστον δάμασε για λίγο αυτή την τρικυμισμένη θάλασσα, συγκρούστηκε με τον κεραυνό την ώρα που έσβηνε η κορυφογραμμή του ορίζοντα. Μόνο που όταν το κύμα υποχώρησε ο καπετάνιος δεν ήταν πια στον αφρό του, είχε για πάντα βυθιστεί στον αφρό του χωρίς ποτέ να μάθουμε αν νίκησε η φάλαινα. Ελπίζουμε μόνο να μας το πει σαν τον συναντήσουμε.
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΑΦΡΙΚΗΣ
η σχεδία της απόδρασης
Υλικό για τούτο το ταξίδι αποτέλεσαν οι σελίδες του βιβλίου του Σ. Φόρεστερ. Στην πραγματικότητα όμως ήταν απλά η αφορμή που έψαχνε ο κουρασμένος από την Αμερική Χιούστον να βουτήξει στα άγρια νερά της Αφρικανικής περιπέτειας. Το παρασκήνιο γύρω από τούτη την ταινία είναι τεράστιο. Έγινε από μόνο του βιβλίο και άλλη ταινία με τίτλο «Λευκός Κυνηγός, Μαύρη Καρδιά». Το κυνήγι των ελεφάντων, οι ώρες που χαμένος στη ζούγκλα ανακάλυπτε τον έφηβο που ζούσε φυλακισμένος μέσα του, είναι θρυλικές. Στο βιβλίο του Φόρεστερ κυριαρχούν τα κλισέ του μελοδραματικού μυθιστορήματος. Κόσμοι που συγκρούονται, έρωτας εν τη γεννέση, εξωτική περιπέτεια. Στο Χιούστον όλα αυτά είναι το πρόσχημα, για να ανεβάσει τη στριμμένη γεροντοκόρη και τον αλκοολικό Καναδό στο σαπιοκάραβο που ονομάζεται μεγαλόστομα «Βασίλισσα της Αφρικής». Εκείνη θέλει να σπάσει το φράγμα της ρουτίνας, να ανατινάξει ένα γερμανικό πλοίο. Εκείνος να ξεγλιστρήσει σαν χέλι, να αφεθεί στα σύννεφα των πεποιθήσεων του αλκοόλ. Στη διάρκεια του ταξιδιού θα ανατρέψουν τα στερεότυπα της ζωής, θα ελευθερώσουν τα ένστικτα, θα συμφιλιωθούν με τους φόβους τους. Οι ανατροπές είναι αλλεπάλληλες. Ο Μπόγκαρτ και η Χέπμπορν χτίζουν σκηνή με σκηνή, πλάνο με το πλάνο δύο τιτάνιες μορφές στο πάνθεον του παγκόσμιου σινεμά. Δύο ρόλοι έξω από συγκρίσεις, βραβεία διακρίσεις. Ο Χιούστον τους διάβασε το βιβλίο του Φόρεστερ και τους ζήτησε να δαμάσουν το ποτάμι μαζί του. Οι ζούγκλες δεν είναι εδώ η εξωτική Αφρική ενός τουριστικού κόσμου. Είναι το κατάμαυρο παραμύθι ενός μεγάλου εικονοπλάστη. Στο τέλος της διαδρομής ακόμα και το χάπυ – εντ στην αγχόνη σου φαίνεται ένα σουρεαλιστικό ανέκδοτο.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ
μια προσευχή για τους χαμένους
Ένα παράξενο, στοιχειωμένο μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λάουρυ, που γέννησε σε πολλούς τη διάθεση για μεταφορά στην οθόνη, είναι τούτη εδώ η ιστορία του Εγγλέζου πρόξενου Τζέφρευ Εγγέλου πρόξενου Τζέφρευ Φέρμιν. Κάποτε τα δικαιώματα για ταινία έφτασαν μέχρι τον Μπουνουέλ που αμήχανος την άφησε κατά μέρος, φοβούμενος τις σκόπελους, της δαιδαλώδους αφήγησης του βιβλίου. Για το Χιούστον το ίδιο το βιβλίο ήταν μάλλον στριφνό, με περιττές για τον ίδιο λογοτεχνικές εξάρσεις και περιγραφές.
Το ζουμί του βιβλίου βρισκόταν στη φύση του ήρωα. Ενός ακόμα προσώπου από τις στρατιές των νικημένων, ηρώων της μυθολογίας του Χιούστον. Έναρξη, εικόνα πρώτη και η κάμερα ζυγιάζει τα βήματα του αλκοολικού πρόξενου, στα μεξικάνικα νεκροταφεία. Στη γη των νεκρών θα κινηθεί το πνεύμα όλης της ταινίας, εκεί και το σκοτεινό μονοπάτι του ήρωα, οδηγεί την πτώση του. Μια πτώση που περνά αναγκαστικά απ’ τη ροή της λάβας του ηφαιστείου, που τόσο ο Λάουρυ, όσο και ο Χιούστον, γοητεύονται να επισύουν ως απειλή διαρκή για τους ήρωές τους, θύτες και θύματα των μεγάλων συναισθηματικών αναπηριών του εικοστού αιώνα.
Ο Βρετανός φλεγματικός Άλμπερτ Φίνεϊ υποδέχεται στον κόσμο των νεκροζώντανων τον αδερφό του που γυρνά απ’ τον Ισπανικό εμφύλιο, και σε έναν αργόσυρτο χορό του χαμού και με γυναίκα του Υβόνη (Ζακλίν Μπισέ) στροβιλίζονται στο τέλους. «Δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς αγάπη» λέει ο συγγραφέας, και ο ήρωας του Χιούστον. Τα ανθρώπινα πάθη, η προδοσία, οι αδυναμίες, η έλλειψη οξυγόνου είναι τα κύτταρα της ύπαρξης του πρόξενου που οδηγεί την άμαξα τυφλά, κάτω ένα συμβολικό ηφαίστειο του βράζει.
Με φόντο τη «γιορτή των νεκρών», σ’ ένα Μεξικό, έξω από τη δυτική σκέψη για τη μετά θάνατον ζωή, με βοηθό την αριστουργηματική φωτογραφία του Φιγκουερόα, κι ένα μπουκάλι παραμάσχαλα, ο Χιούστον απογυμνώνει το λόγο του Λάουρυ από τα παραπανίσια, τον απογειώνει και προετοιμάζει εαυτόν και αλλήλους για την πνευματική του διαθήκη στις εικόνες του Νεκρού.
ΟΙ ΔΟΥΒΛΙΝΕΖΟΙ
το τέλος του ταξιδιού
Σε δυο ταινίες μέσα σε μια δεκαετία, είχα την αίσθηση ότι οι σκηνοθέτες τους είχαν και όλας «φύγει». Η μια ήταν η θυσία του Ταρκόφσκι. Η δεύτερη ήταν η μεταφορά στην οθόνη ενός διηγήματος του Τζέιμς Τζόυς, του Νεκρού. Ο Χιούστον, Ιρλανδός στην καταγωγή, επέλεξε αυτή τη μικρή ελεγεία του μεγάλου συμπατριώτη του, για να αποχαιρετήσει σιωπηλά τα εγκόσμια, γαλήνια, ως ένας άνθρωπος που είχε ήδη φτερουγίσει έξω από τον πλανήτη, ενόσω γύριζε το φιλμ.
Σε αναπηρικό καροτσάκι και με μάσκα οξυγόνου, υποδέχεται στο θαμπό χρυσοκίτρινο, ενός Δουβλινέζικου σπιτιού, τους ήρωές του. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1904 και στο σπίτι των ηλικιωμένων αδερφών Μόργκαν η τυπική ετήσια συνάθροιση των ηρώων του Τζόυς σηματοδοτεί απλά το πέρασμα του χρόνου. Μόνη παραφωνία ένας αλκοολικός ανιψιός, αποδεκτή νότα μιας χαριτωμένης διαφορετικότητας. Μετά τη γιορτή δυο απ’ τα πρόσωπα του φιλμ η Γκρέτα και ο Γκάμπριελ σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου θα ατενίσουν το χρόνο, θα σκαλώσουν σε αναμνήσεις, θα γευτούν τις πίκρες των διαψεύσεων, των πλαστών ονείρων, της έσχατης τρυφερότητας. Υπό το βλέμμα του φύλακα – άγγελου.
Ο Χιούστον θα τους χαϊδέψει τρυφερά στο κεφάλι και θα τους παραδώσει για πάντα στην αιωνιότητα του τεράστιου προσωπικού του σύμπαντος, αφού τους ευχηθεί «καλό κατευόδιο». Ο Τζόυς ευτυχισμένος εκεί ψηλά βλέπει τις εικόνες των σελίδων του να ζωντανεύουν χαμηλόφωνα, νηφάλια, μοναδικά.
Κλείνει πονηρά το μάτι στον Χιούστον όταν η κάμερα φεύγει στο χιονισμένο τοπίο της φύσης, στο απόλυτο λευκό της ίδιας μας της ψυχής, μετά θάνατον.
