Waves: Μια εξαιρετική, πλην ακαδημαϊκή, πραγματεία για την ελευθερία του λόγου
Μία κινηματογραφική κριτική για την ταινία «Waves», επίσημη συμμετοχή της Τσεχίας στα περσινά Όσκαρ
Δηλώνω έκπληκτος, αγαπητοί αναγνώστες. Καθώς φαίνεται, δεν έχουμε ξεχάσει πλήρως να φτιάχνουμε καλές ταινίες.
Το “Waves”, επίσημη συμμετοχή της Τσεχίας στα περσινά Όσκαρ (που για άγνωστο λόγο παραγκωνίστηκε από την κατηγορία για χάρη του “Emilia Perez”!), πρόκειται για πολιτικά φορτισμένο ιστορικό θρίλερ με φόντο την υπό σοβιετική κατοχή Τσεχοσλοβακία κατά τη διάρκεια της εισβολής των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1968 (γεγονός που δυστυχώς φαντάζει τραγικά επίκαιρο). Ως εκ τούτου, μια τέτοιου είδους θεματική από μόνη της κινεί το ενδιαφέρον και προκαλεί τον τρόμο, τέχνασμα που οι πρόχειρες οσκαρικές ταινίες εκμεταλλεύονται για να αιτιολογήσουν την απουσία σεναριακού βάθους.
Κι όμως, το “Waves” επιλέγει σοφά να παρουσιάσει τα φρικώδη γεγονότα από την οπτική του ραδιοφωνικού σταθμού της Τσεχοσλοβακίας, όπου οι ατρόμητοι δημοσιογράφοι του, ηγούμενοι από τον Μίλαν Γουάινερ (ξεχωρίζει ο Στανισλάβ Μάγιερ σε ένα ήδη αξιόλογο καστ), στάθηκαν ενάντια στη λογοκρισία του Κόμματος μέχρι τελευταία στιγμή για να μεταδώσουν την αλήθεια της εισβολής στο λαό. Η σύγκρουση αυτή προσωποποιείται στον πρωταγωνιστή της ταινίας Τόμας (Βόυτσεκ Βοδοχόδσκι), νομοταγή τεχνικό που έχει μοναδική μέριμνα να φροντίσει τον μικρό αδερφό του Πάβελ (Ώντρεϋ Στούπκα σε μια μάλλον αχρείαστη υποπλοκή) και βρίσκει τον εαυτό του, σχεδόν κατά λάθος, να εργάζεται για το Γουάινερ και σταδιακά να διακατέχεται από το ίδιο αντικομματικό θάρρος που επιδεικνύουν η συνάδελφοί του, οδηγώντας εντέλει και τον ίδιο να παλέψει για την ελευθερία λόγου των μέσων.
Δυστυχώς, ενώ μια τέτοιου είδους ιστορία απαιτεί λεπτούς χειρισμούς, το σενάριο συχνά κινείται εκ του ασφαλούς, και οι χαρακτήρες ακολουθούν την τάση του σύγχρονου κινηματογράφου να εξηγούν τα θέλω τους στο θεατή αντί να τα δείχνουν μέσω των πράξεών τους, ενώ μια ανοικονόμητη διάρκεια και ορισμένες παραγκωνισμένες σχέσεις (όπως, κατά παράξενο τρόπο, η σχέση του Γουάινερ και του Τόμας, που θα φανταζόταν κανείς θα κατείχε κεντρικό ρόλο) εμποδίζουν την ταινία από το να αποτινάξει πλήρως από πάνω της το στίγμα της σύγχρονης οσκαρικής ταινίας.
Μην με παρεξηγήσετε, ωστόσο, τα θέματα αυτά είναι αμελητέα, καθώς η αληθινή δύναμη της ταινίας έγκειται στις λεπτοδουλεμένες σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων που καθιστούν τη σταδιακή μεταμόρφωση του Τόμας σε ήρωα πιστευτή, κυρίως το ειδύλλιό του με τη δυναμική Βέρα Στοβίτσκοβα (Τάνια Παουχοφόβα), επίσης υπαρκτό πρόσωπο, και η αρχικά φιλική του σχέση με τον υπουργό Κάρελ Χόφμαν (Τομάς Μασταλίρ) που σταδιακά εξελίσσεται σε έχθρα βάσει των διαφορετικών πολιτικών τους πεποιθήσεων.
Από την άλλη, η εισβολή των Ρώσων στο δεύτερο μέρος μεταμορφώνει την ταινία σε καθηλωτικό θρίλερ που θα κόψει την ανάσα του θεατή, ο οποίος θα παρακολουθεί αγωνιωδώς το επιτελείο του σταθμού να μεταπηδά από συχνότητα σε συχνότητα, μέχρι η παράδοση του Γενικού Γραμματέα Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ στους εισβολείς να δώσει άδοξο τέλος στην αντίστασή τους. Απογοητευτικό ως φινάλε ταινίας, αλλά η ζωή δεν λειτουργεί με κανόνες τρίπρακτης δομής.
Παραμένω διχασμένος ως προς τη σκηνοθεσία του Τζιρί Μαντλ. Αξίζει έπαινο ως προς το ότι κατόρθωσε να φτιάξει μια τσέχικη ταινία που έχει τον αέρα και ρυθμό χολιγουντιανού δράματος, και μιμείται επαρκώς ορισμένες από τις πιο αβανταδόρικες τεχνικές του Σκορτσέζε όπως σεκάνς μοντάζ (ξεχωρίζει μια σκηνή διαδήλωσης στην έναρξη της ταινίας), χρήση αρχειακού υλικού, και δυναμικές κινήσεις κάμερας, ενώ η ιδιοφυής ένδυση του σάουντρακ με απαγορευμένα τραγούδια της Δύσης απαιτεί ιδιαίτερη μνεία.
Ωστόσο, η ικανότητα του Μαντλ και του φωτογράφου Μάρτιν Ζιαράν υπονομεύεται στις περισσότερες σκηνές διαλόγου οι οποίες, εξαιρώντας μια στις τόσες ένα πλάνο συνόλου με άρτια σύνθεση, παραμένουν τυπικές ανταλλαγές σε ρηχό βάθος πεδίο σύμφωνα με τις επιταγές του μεγαλύτερου δυνάστη των καιρών μας, της αισθητικής του Netflix. Από την άλλη, ο Μαντλ ανήκει στη σχολή αυτών που θεωρούν ότι η κουνημένη κάμερα και το “τυχαίο” μοντάζ συνιστούν τρόπο να απεικονίσεις το χάος, καθιστώντας τη σκηνή της εισβολής κινηματογραφικά φτωχότερη σε σχέση με αντίστοιχες σκηνές π.χ. στο “Roma” του Κουαρόν.
Παραταύτα, οι όποιοι ενδοιασμοί μου ως προς τη σκηνοθεσία και τα μικρά σφάλματα του σεναρίου δεν αλλάζουν το γεγονός ότι το “Waves” είναι μια εξαιρετική, πλην ακαδημαϊκή, πραγματεία για την αληθινή δύναμη της “Τέταρτης Εξουσίας” σε μια εποχή παραπληροφόρησης, καθώς και μια αναγκαία αναδρομή σε ένα ζοφερό ιστορικό παρελθόν που έχει ξαναγίνει παρόν.