Μια «Ανθρώπινη» αναπαράσταση του πόνου και της απώλειας
Κριτική για την παράσταση "Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ" του Νικορέστη Χανιωτάκη με τη σπουδαία Λουκία Μιχαλοπούλου.
Τα τελευταία 4-5 χρόνια το έργο του Γάλλου μοντερνιστή Ζαν Κοκτώ Ανθρώπινη φωνή (1928) γνωρίζει ένα εντυπωσιακό comeback. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας ο Πέδρο Αλμοδοβάρ θα γυρίσει την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του με βάση το έργο αυτό, με πρωταγωνίστρια την Tilda Swinton. Την ίδια περίπου περίοδο ο Ίβο βαν Χόβε (Ivo van Hove), θα σκηνοθετήσει το έργο με πρωταγωνίστρια τη Ruth Wilson (Pinter Theatre). Πιο παλιά, ανάμεσα στις ηθοποιούς που υποδύθηκαν τον ρόλο θα συναντήσουμε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Σιμόν Σινιορέ και Ληβ Ούλμαν, μεταξύ δεκάδων άλλων μεγάλων ονομάτων.
Με όρους ανθρώπινης εμπειρίας, θα έλεγε κανείς ότι η Ανθρώπινη φωνή είναι ένα κοινότοπο δράμα, υπό την έννοια ότι όλος ο κόσμος, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, έζησε και κάποια ερωτική απογοήτευση.
Από την άλλη, όμως, σε μια θεατρική εμπειρία δεν μετράει μόνο το «τι» της γραφής, το περιεχόμενο δηλαδή, αλλά και το «πώς», ο τρόπος υλοποίησης. Και εδώ ο σπουδαίος Γάλλος συγγραφέας καταθέτει μια πρόταση ξεχωριστή, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι όλοι συμφωνούν με το τελικό αποτέλεσμα. Στην εμπροσθοφυλακή της απόρριψης του έργου οι γυναίκες κριτικοί. Οι λόγοι προφανείς.
Η «Νέα Γυναίκα» και η «Σύγχρονη Γυναίκα»
Η ηρωίδα της Ανθρώπινης φωνής μπορεί να κουβαλά ορισμένα στοιχεία από τη «Νέα Γυναίκα» του πρώτου φεμινιστικού κινήματος που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όμως πόρρω απέχει από τη χειραφετημένη Γυναίκα που προβάλλεται από το δεύτερο φεμινιστικό κίνημα, με τις αφετηρίες του στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η απόλυτη ήττα και υποταγή της πρωταγωνίστριας ελέγχεται πλέον ως ακραίος αναχρονισμός.
Το γεγονός ότι η ηρωίδα του Κοκτώ ορίζεται πάντα σε σχέση με τις διαθέσεις του πρώην εραστή της, ο οποίος την παράτησε και τώρα ετοιμάζεται να παντρευτεί μια άλλη, όπως και το γεγονός ότι ενώ ο άνδρας, ως φυσική παρουσία, απουσιάζει, εξακολουθεί να την ελέγχει, εκλαμβάνεται από τη σύγχρονη κριτική ως κατάφωρος υποβιβασμός της γυναίκας.
Φυσικά δεν χρειάζεται νομίζω να είναι κανείς θιασώτης της ισότητας των φύλων και της πολιτικής ορθότητας για να δει ότι πολλές απόψεις που αφορούν τις έμφυλες σχέσεις έχουν όντως προ πολλού ξεπεραστεί. Για παράδειγμα, πώς να δικαιολογήσει κάποιος ακραίες διατυπώσεις του τύπου: «εάν με απάτησες από καλοσύνη και το καταλάβαινα θα σ’ αγαπούσα ακόμη πιο πολύ»; Η λογική λέει ότι μια τέτοια άποψη είναι παράλογη. Όμως, υπάρχει και η άλλη άποψη που λέει «άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου» και μάλιστα όταν τον πολιορκούν τα ζιζάνια του έρωτα. Πώς να τιθασεύσεις και να εκλογικεύσεις τα πάθη του έρωτα;
Με δυο λόγια, ένα έργο σαν κι αυτό, για να το εκτιμήσει κάποιος και να μην παρασυρθεί από τις όποιες αξίες του θεωρεί ξεπερασμένες (που όντως υφίστανται), καλό θα είναι να το δει και να το φανταστεί πρωτίστως στα όρια της δικής του ιστορικότητας. Τότε και μόνο τότε μπορεί να έχει μια καθαρή εικόνα, τότε και μόνο τότε μπορεί με σχετική σιγουριά να αναζητήσει αναλογίες ή να επιχειρήσει συγκρίσεις με την εποχή μας (όπως κάνουμε και με την αρχαία τραγωδία, λ.χ.).
Στο διά ταύτα
Η Ανθρώπινη φωνή είναι ένα έργο που κουβαλά τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όπως, μεταξύ άλλων, απομόνωση, εσωστρέφεια, σύγχυση, σχετικότητα, αμφισημία, απομάκρυνση από τον ορθό λόγο, και ιδιαίτερα έμφαση στη δύναμη της λέξης ως το καταλληλότερο όχημα διείσδυσης στα τοπία του ψυχισμού (βλ. επίσης Μέτερλινκ. Πιραντέλο, Γιέητς κ.ά).
Ιδωμένο από αυτή την οπτική, θα λέγαμε ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο ποιητικό κείμενο, βαθύτατα ανθρώπινο, ευαίσθητο και στοχαστικό. Ένα πόνημα ψυχής που σε κερδίζει με την κλασική του καθαρότητα και συγγραφική του απλότητα (και τα δύο χαρακτηριστικά του συνόλου της δουλειάς του Κοκτώ).
Η τεχνολογία της εποχής
Εκείνο που προσωπικά βρίσκω το πλέον ενδιαφέρον και τολμηρό στοιχείο του έργου αυτού είναι ο τρόπος που αξιοποιεί μια νέα για την εποχή τεχνολογία, το τηλέφωνο, ένα έκτακτο και στη σκηνή κυρίαρχο αντικείμενο που θα μπορούσαμε να το δούμε σε σχέση με το κινητό τηλέφωνο σήμερα. Ένα γκάτζετ που αναλαμβάνει τον ρόλο διαμεσολαβητή/ρυθμιστή ανάμεσα σε δύο σώματα που επικοινωνούν αλλά δεν είναι και τα δύο παρόντα.
Θα τολμούσα να πω πως με το τηλέφωνο έχουμε την τρίτη (μετά τη φωτογραφική μηχανή και τον κινηματογράφο) «μοντέρνα» διασάλευση της έννοιας της παρουσίας, καθώς και της ζωντανής επικοινωνίας. Οπότε αμέσως-αμέσως έρχεται και η ερώτηση: Σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι κάτι ζωντανό όταν δύο άνθρωποι δεν μοιράζονται τον ίδιο χώρο; Με το ίδιο σκεπτικό που διερωτάται κάποιος, πώς μπορεί να είναι ζωντανή μια αναμετάδοση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα όταν ο ένας (ο δέκτης) είναι στο σαλόνι του, χιλιόμετρα μακριά;
Υπ’ αυτήν την έννοια και πολλές άλλες, το τηλέφωνο ήταν για την εποχή του μια επανάσταση στις ανθρώπινες σχέσεις. Και ο καλά ενημερωμένος και ανήσυχος Κοκτώ το αξιοποιεί και το εντάσσει με τρόπο θαυμαστό στην ιστορία του και μάλιστα σε ένα ζωντανό θέαμα, όπου δεν είναι μόνο η ανθρώπινη παρουσία, που με οντολογικούς όρους υποτίθεται το ορίζει και το ξεχωρίζει, αλλά και άλλοι παράγοντες οι οποίοι σήμερα αποτελούν ίσως τον πιο ενδιαφέροντα χώρο πειραματισμού και δοκιμασίας.
Η ιστορία
Η ιστορία αρχίζει με μια εικόνα εγκλεισμού και εγκατάλειψης. Μια γυναίκα, αγνώστων στοιχείων, κινείται νευρικά πέρα δώθε σε ένα ακατάστατο δωμάτιο, όπου δεσπόζει ένα διπλό κρεβάτι, έξι καθρέφτες στο βάθος και άπειρα αποκόμματα εφημερίδων στο πάτωμα, τσαλακωμένα και ποδοπατημένα (το απλό όσο και δηλωτικά παρακμιακό σκηνικό είναι της Αρετής Μουστάκα). Κρατά διαρκώς μαζί της αγκαλιά το τηλέφωνο. Ακόμη και στο κρεβάτι, λες και είναι ο εραστής της. Γι’ αυτήν είναι. Αισθάνεται τη φωνή του κοντά της. Του μιλά και λικνίζεται. Νιώθει ότι είναι δίπλα της, κι ας είναι πολύ μακριά. Το τηλέφωνο είναι το οξυγόνο της.
Ζει μέσα από αυτό (όπως σήμερα ζούμε με τα κινητά τηλέφωνα). Και όπως κάθε τεχνολογικό γκάτζετ έτσι και αυτό κάποτε δυσλειτουργεί και αναστατώνει. Οι συνεχείς διακοπές αποδεικνύονται ότι είναι ένα εξαιρετικό συγγραφικό εύρημα, γιατί ακριβώς είναι αυτές που δίνουν ρυθμό, διακόπτουν τον ρυθμό, αλλάζουν διαθέσεις, αλλάζουν αφηγηματικό προσανατολισμό και γεφυρώνουν περάσματα από τη μια εικόνα στην άλλη.
Δυσκολίες, ιδιαιτερότητες
Όσο απλό και καθημερινό φαίνεται, το έργο αυτό δεν είναι εύκολη ύλη για το σανίδι. Κρύβει πάρα πολλές παγίδες. Ένα κάτι ελάχιστο μπορεί να οδηγήσει στον άκρατο μελοδραματισμό, όπως και ένα κάτι ελάχιστο μπορεί εύκολα να κουράσει, πράγμα που σημαίνει ότι το όποιο ανέβασμά του απαιτεί πολύ λεπτούς χειρισμούς, προσοχή στη λεπτομέρεια, στις πτυχώσεις του ψυχισμού, στις συνεχείς εναλλαγές διαθέσεων και συμπεριφοράς.
Με άλλα λόγια, είναι ένα έργο που ζητά μια ηθοποιό με εύπλαστα υποκριτικά εργαλεία, με βαθιά αίσθηση της ποίησης των λέξεων και βεβαίως με ακαριαία αντανακλαστικά. Μια ηθοποιό που να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να παίζει τις μεταστάσεις των συναισθημάτων. Μια ηθοποιό που να πασχίζει να ακούγεται γενναία (ενώ δεν είναι), να δείχνει ότι καταλαβαίνει (ενώ δεν καταλαβαίνει), να δείχνει ότι δεν απελπίζεται (ενώ απελπίζεται). Μια ηθοποιό που ξέρει να αφήνει τις μάσκες να πέφτουν εκεί που πρέπει και όπως πρέπει και όπως απαιτεί η εξέλιξη της ιστορίας. Μια ηθοποιό η οποία, όσο πιο πολύ την καταπίνει η άβυσσος της απώλειας, τόσο πιο έντονα αφήνει την πλατεία να δει το κενό που κουβαλά μέσα της.
Η παράσταση στο Θέατρο Αυλαία
Δεν μπορώ να ξέρω εάν το έργο (σε μετάφραση Αντώνη Γαλέου) ήταν επιλογή του σκηνοθέτη Νικορέστη Χανιωτάκη ή της ηθοποιού Λουκίας Μιχαλοπούλου. Όποιου και να ήτανε, πιστεύω πως το αποτέλεσμα δικαίωσε την επιλογή.
Ο Χανιωτάκης κίνησε τη σκηνοθετική του μπαγκέτα με σύνεση, προσοχή στις αποχρώσεις διαθέσεων, επιμελώς αποφεύγοντας ακραίες συναισθηματικές λύσεις και άστοχες υπερβολές. Αναζήτησε με ψυχραιμία τις ισορροπίες μιας ταραγμένης ψυχής, χωρίς εφέ, φωνές και εκτροχιαστικές υστερίες. Με δυο λόγια, άφησε το μέτρο να κυριαρχήσει στις σκηνοθετικές επιλογές και λύσεις του και, το πιο σημαντικό, άφησε χώρο σε αυτή την ταλαντούχα ηθοποιό, τη Λουκία Μιχαλοπούλου, να ακολουθήσει και να παλέψει με τους δαίμονες της ψυχής και των αναμνήσεων του προσωπείου της, μιας ηρωίδας η οποία, παρ΄όλο που σε κάποια στιγμή λέει στον αόρατο εραστή της ότι «δεν προσποιείται», ότι πιστεύει μόνο στην ειλικρίνεια και στην αλήθεια, αυτό που επιτελεί, και όπως το επιτελεί, δεν είναι τίποτε άλλο από ένα masterclass υποκριτικής, ένα masterclass εναλλαγών, όπου κάθε εναλλαγή κομίζει στη σκηνή και ένα στόρι για το τραύμα, την απώλεια, την απελπισία, την ήττα, τον πόνο, την ελπίδα, εν τέλει ένα καλά κεντημένο stream of consciousness (που ειρήσθω εν παρόδω, τόσο πολύ αγάπησαν οι μοντερνιστές, όπως ο Έλιοτ, ο Γιέητς, ο Προυστ, ο Φώκνερ, ο Πάουντ, η Γουλφ και φυσικά ο Κοκτώ).
Ερμηνεία
Αυτή την ταραχώδη ενίοτε ονειρική βύθιση στα σκοτεινά διαμερίσματα της συνείδησης, αυτή την οδύσσεια του νου και της καρδιάς, η Μιχαλοπούλου δεν την αντιμετωπίζει με όρους σουρεαλισμού ή εξπρεσιονισμού. Ακριβώς το αντίθετο. Λειτουργεί εντός των ορίων ενός καθαρά ποιητικού και εύθραυστου ρεαλισμού. Εκεί μέσα αναζητεί να δαμάσει τους δαίμονές της, μόνο που κάθε φορά που νομίζει ότι τους ελέγχει αυτοί όλο και της ξεφεύγουν και τη μαστιγώνουν. Παρ’ όλα αυτά με τον τρόπο της δείχνει γενναία, δεν φοβάται να εκτεθεί. Αποβάλλει από πάνω της καθετί προστατευτικό και αφήνεται στο βλέμμα της πλατείας, αφήνει να φανεί η αλήθεια που δεν είναι άλλη από ένα πλάσμα υπό κατάρρευση, ηττημένο, που δεν ντρέπεται να εκτεθεί, γιατί αγαπά.
Η Μιχαλοπούλου, ηθοποιός με υποκριτικό μέταλλο πολύτιμο, δείχνει στην πλατεία, σε κάθε φάση της διαδρομής και της ομφαλοσκόπησης, ότι ξέρει να παίζει έκτακτα τις επικίνδυνες σιωπές και εναλλαγές από το ένα τηλεφώνημα στο άλλο. Ξέρει να παίζει με καθαρότητα μέσων το δράμα της ερωτευμένης γυναίκας, ξέρει πώς να υπογραμμίσει την παράδοση και την ήττα της, χωρίς ποτέ να μας κάνει να νιώσουμε οίκτο γι’ αυτήν. Αντίθετα, μας οδηγεί να τη συμπαθήσουμε, ακόμη και όταν εύκολα ενδίδει στα πάντα, σε σημείο παντελούς υποταγής.
Το τέλος αναπόφευκτο. Αδυνατώντας να απαλλαγεί από τον εφιάλτη αυτής της ερωτικής εξάρτησης αυτοκτονεί, χωρίς μελοδραματισμούς, περνώντας το καλώδιο του τηλεφώνου γύρω από τον λαιμό της, με τους λιτούς φωτισμούς της Χριστίνας Θανασούλα και τη διακριτική μουσική του Γιάννη Μαθέ να τη συντροφεύουν και να την περιλούζουν έως το τέλος.
Ειρωνεία: Τo καλώδιο που μέχρι πριν από λίγο της έδινε ελπίδα και τη συντηρούσε στη ζωή, μεταφέροντας πιο κοντά τη φωνή του αγαπημένου της (connect), αυτό το ίδιο καλώδιο τώρα την αποσυνδέει από τη ζωή. Disconnect.
Συμπέρασμα: Μια ερωτική ιστορία δοσμένη με μέτρο και πολλές και ωραίες στιγμές υψηλής υποκριτικής από τη Λουκία Μιχαλοπούλου, μια σπουδαία ηθοποιό.