Μια μοναδική συνάντηση στην Πόλη για τον Γιάννη Ρίτσο

Ο Θ. Κοροβίνης για το μεγάλο αφιέρωμα σε έναν απ’ τους πιο πολύτιμους θησαυρούς σύμπαντος του νεοελληνικού κόσμου και της διαχρονικής οικουμενικής Ρωμιοσύνης

Θωμάς Κοροβίνης
μια-μοναδική-συνάντηση-στην-πόλη-για-τ-1123470
Θωμάς Κοροβίνης

Τον ερχόμενο Απρίλη, 17 με 20 του μήνα, θα πραγματοποιηθεί στην Κωνσταντινούπολη το μεγάλο συνέδριο που οργανώνεται κάθε χρόνο για μια εξέχουσα προσωπικότητα της Ρωμιοσύνης από το Ζωγράφειο Λύκειο και τα εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη.

Με την οργανωτική μέριμνα των φίλτατων Γιάννη Δεμιρτζόγλου, Διευθυντή του Ζωγραφείου και Άσπας Χασιώτη, Διευθύνουσας των εκπαιδευτηρίων Μαντουλίδη.

Με προσέλευση και συμμετοχή αξιόλογων εκπαιδευτικών, συγγραφέων, ηθοποιών, μουσικών και ερμηνευτών από την Ελλάδα.

Φέτος είναι η χρονιά του Γιάννη Ρίτσου.

«Ανιχνεύοντας στοιχεία της λαϊκής και της θρησκευτικής λατρείας στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου»

Η λαϊκοθρησκευτική παράδοση των Ελλήνων αντλεί το –ανεξάντλητο- βεληνεκές της από τις απαρχές ακόμη της μυθολογίας, είναι κατά βάση παγανιστική, γίνεται για αιώνες ειδωλολατρική και αργότερα μέχρι σήμερα χριστιανορθόδοξη διατηρώντας όμως ισχυρές και ακλόνητες μνήμες από το ιστορικό παρελθόν της, το οποίο φαίνεται ότι σε μέγιστο βαθμό δεν έχει δυστυχώς καταγραφεί. Υπόκειται δε στο γνωστό φαινόμενο του συγκρητισμού, δηλαδή του συνδυασμού και της μείξης διαφορετικών δοξασιών και παραδόσεων που παρατηρείται ιδίως σε εκφάνσεις της τέχνης και της θρησκείας.

Ο Ρίτσος αντιλαμβάνεται τη μεγάλη αξία της και συνδιαλέγεται με την λεγόμενη ελληνική παράδοση σε όλο το φάσμα του επιστητού. Η σχέση του με την λαϊκή και την θρησκευτική παράδοση είναι τόσο ριζικά συνδεδεμένη με το έργο του, μπορεί να πει κανείς ότι το διαποτίζει λιγότερο ή περισσότερο σε όλες τις φάσεις της ποιητικής του δημιουργίας, ώστε είναι αδύνατο η όποια ανάλυση επ’ αυτού όχι να εξαντλήσει το θέμα αλλά να κατορθώσει έστω να σημειώσει τις ποικίλες παραμέτρους της πολυσήμαντης αυτής λειτουργίας. (Καταθέτω μια γενικότερη παρατήρηση: Ο Ρίτσος, καθώς οι διά βίου αναζητήσεις του άπτονται όλων των περιοχών του σύγχρονου προβληματισμού γύρω από το άτομο και την κοινωνία, τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ανθρωπολογία, την πολιτική, την επανάσταση, την μεταφυσική, ο ευρύτερος προβληματισμός του δεν θα είναι ποτέ εξαντλήσιμος για τους ερευνητές)

Τουλάχιστον μέχρι το 1955 η ποιητική του θεματολογία αντλεί τις πηγές της από πρόσωπα, εικόνες, στοιχεία, μοτίβα εν γένει που σχετίζονται με τη λαϊκή ζωή, τον λαϊκό πολιτισμό, τους εθνικούς αγώνες. Να τον πούμε «νεοπαραδοσιακό» ποιητή; Να τον πούμε «εθνικολαϊκό» ποιητή;». Να τον πούμε «πατριωτικό» ποιητή; Και γιατί όχι; Το έχω επισημάνει κι αλλού και η εκδοχή μου σ’ αυτό το ζήτημα είναι κάθετη –για την δικαιοσύνη των πραγμάτων. Με την ήττα των αριστερών δυνάμεων και το τέλος του δεύτερου Εμφύλιου η νικηφόρος κυβερνώσα Δεξιά, με την συνδρομή δημοσιολόγων, κηρύκων, διδασκάλων και συγγραφέων ιδεολογικά προσκείμενων σ’ αυτήν καπηλεύτηκε τον όρο «πατριωτισμός» και τον χρέωσε τιμητικά στον εαυτό της θεωρώντας τους αντιπάλους της αντιπατριώτες. Η δοξασία αυτή ενισχύθηκε ασφαλώς και «επισημοποιήθηκε» ακόμη περισσότερο τα χρόνια της δικτατορίας. Αυτή η διαστροφή της αλήθειας που μονοπωλήθηκε, πριμοδοτήθηκε δυστυχώς και από το γεγονός ότι η Αριστερά άφησε από την πλευρά της το θέμα, ας πούμε, στην τύχη του, επέτρεψε δηλαδή με τη στάση της να εκπροσωπείται η έννοια του πατριωτισμού από τους αντιπάλους της. Με τη Μεταπολίτευση το ζήτημα πήρε άλλη διάσταση.

Δηλαδή ο Ρίτσος εξόριστος στο Παρθένι και ο Παναγούλης πολεμώντας την χούντα στην Ιταλία ήταν λιγότερο πατριώτες; Ή μήπως περισσότερο; Το αφήνω στην κρίση σας. Να τον πούμε λοιπόν λαϊκό ποιητή, να τον πούμε και «πατριωτικό» ποιητή. Αυταπόδεικτα συνάγεται αυτό, όσο σε λίγους ανθρώπους των γραμμάτων μας. Ή έννοια πατρίδα και λαός έχει μουσκέψει όλο το σώμα των γραπτών του.

Να τον πούμε νεοπαραδοσιακό ποιητή, να τον πούμε και εθνικολαϊκό ποιητή. Αν και η περίπτωσή του δεν καλύπτεται με έναν και μόνο χαρακτηρισμό επ’ ουδενί. Τον χαρακτηρίζουμε –και- πατριωτικό ποιητή, όχι βέβαια με την σημασία της εθνοκεντρικής και εθνολατρευτικής προσήλωσης αλλά με την έννοια της απέραντης αγάπης που τρέφει για την πατρίδα, με την απόλυτη ευρύτητα του όρου, μια αξία δηλαδή που περιλαμβάνει όλες της μορφές της παράδοσης, μαζί με την εποποιία των λαϊκών αγώνων, είτε π.χ. της Παλιγγενεσίας εναντίον του Οθωμανού κατακτητή, είτε του αντιφασιστικό αγώνα εναντίον του Ναζί κατακτητή.

Παρακολουθώντας την ποιητική του διαδρομή αντιλαμβάνεσαι ότι συμπάσχει και παράλληλα εξυμνεί όλες τις διαβαθμίσεις του ανθρώπινου πόνου, από την γέννηση ως τον θάνατο. Από αυτή την άποψη η ποίησή του αναλογεί σε ένα ποιητικό μαρτυρολόγιο των ανθρωπίνων παθών.

Είναι η ποίηση της ύψιστης συμπόνοιας(ίσως αυτή να είναι η κατάλληλη λέξη στη θέση του ξενικού «ενσυναίσθηση» που επικράτησε και υιοθετήθηκε από όλους μας). Τα πάθη δε του ανθρώπινου βίου ο Ρίτσος τα προσλαμβάνει και τα μετουσιώνει σε αντιστοίχιση με τα Θεία Πάθη, όπως τα βιώνουμε ιδίως κατά την Ακολουθία της Μεγάλης Εβδομάδας. Η ορθόδοξη παράδοση την οποία εμπεριέχει ως άνθρωπος και ως δημιουργός δεν αντικρούεται και δεν τον εμποδίζει καθόλου να συνδέεται με τον παγανιστικό κόσμο της διαχρονικής Ρωμιοσύνης, μυθολογικής και ιστορικής, από την οποία αντλεί και το σημαντικότερο μέρος των εμπνεύσεών του. Είναι λοιπόν τόσο παγανιστής, όσο και κατά κάποιον τρόπο ορθόδοξος. Ταυτόχρονα όμως είναι κυρίως αγωνιστής, κομμουνιστής, κι αν δεχθούμε πως είναι άθρησκος ή άθεος, τότε είναι ένας άθρησκος ή ένας άθεος «ένθεος». «Ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού», αποφαίνεται ο ποιητής.

Υποδηλώνει, φαντάζομαι, ότι μέσω του αδιάπτωτου, καθημερινού αγώνα, μέσα από την μακρά οδό του μαχητικού βίου που μοιάζει ατέρμονη, μπορεί να οδηγηθεί το άτομο σε υψηλές βαθμίδες «κατάκτησης» των ιδανικών του τείνοντας έτσι προς την ολοκλήρωση της πνευματικής και της ηθικής του υπόστασης.

«Το πνεύμα όπου θέλει πνει», και η πνευματική σύλληψη ενός οράματος θεόπνευστου ή της περιγραφής ενός ιερού προσώπου δεν είναι ούτε προνόμιο, ούτε αποκλειστικότητα των ανθρώπων που θρησκεύονται. Γιατί, αν ήταν έτσι, τότε τα ωραιότερα θρησκευτικά ποιήματα που γράφτηκαν στη γλώσσα μας, «Οι πόνοι της Παναγιάς» και «Η μάνα του Χριστού», –που δεν είναι βέβαια μόνο θρησκευτικά- δε θα γράφονταν από ένα υλιστή, ένα κομμουνιστή ποιητή, κυνηγημένο από την πολιτεία και από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, τον Κώστα Βάρναλη, αλλά ίσως από κάποια Αγία Ηγουμένη, από έναν μοναχό ή έναν αρχιμανδρίτη. Όμως, προκειμένου για τον Ρίτσο, και ειδικά για τον αξεπέραστο «Επιτάφιο», που είναι ένα είδος έμμετρου κοινωνικού θρήνου σε δεκαπεντασύλλαβο, η διαπιστωμένη και από έγκυρους μελετητές του έργου του αναγωγή στην συγγένεια με τα «Εγκώμια» της Μεγάλης Παρασκευής ως αφομοιωμένο επιδραστικό στοιχείο της λαϊκοθρησκευτικής πάγκοινης παράδοσης στην προσωπικότητα του Ρίτσου είναι εύλογη. Ο ποιητής προσλαμβάνει αρχικά τον Επιτάφιο θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής ίσως μέσα από την άμεση παιδική ακουστική και πνευματική εμπειρία του στη ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μονεμβασιά, εμπειρία καθηλωτική για τον ίδιο που τον ακολουθεί. Αλλά ο Ρίτσος σ’ αυτό το πνεύμα των λαϊκών θρήνων –με επίδραση από τους θρησκευτικούς θρήνους- ακολουθεί μια παράδοση όπου υπάρχουν κοινά μοτίβα που η αναγωγή τους φτάνει στην αρχαιότητα. Γράφει βέβαια και άλλα ποιήματά όπου κυριαρχεί το πρόσωπο της Παναγιάς. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Το πρώτο -με τη «Μάνα- Παναγία» να ξετυλίγει το μοιρολόι της σε πρώτο πρόσωπο- :

Το ποίημα «Ο γιος μου, το φεγγάρι μου»

«Γιε μου, παιδί μου, αγόρι μου, γιόκα μου, γιόκα μου ……………………… Μια γριά, μια μαύρη γριά που στηθοδέρνεται καταμεσίς του δρόμου, αγόρι μου, η μάνα σου είμαι γιόκα μου, σκούζω, μαδιέμαι, σκίζω τα λιθάρια, η μάνα σου είμαι γιόκα μου, μια μαύρη γριά με μαύρο φόρεμα/ μαύρο τσεμπέρι,/ μαύρα νύχια, μια μαύρη γριά κατάμαυρη,/ μαύρο καψαλισμένο δέντρο, μαύρη κατάμαυρη νυχτιά με μαύρα δόντια σκούζει το μαύρο το λαρύγγι, μια μαύρη μάνα, αγόρι μου,/ μια μάνα- οι μάνες- μάτια μου, γιόκα μου, γιόκα μου, γιόκα μου. …………………………….. Αχ, η μάνα σου η έρημη, γιόκα μου με πήρε ο αγέρας, γιόκα μου, μέσα στα δίχτυα της βροχής με πήρε, αφέντη μου, κόλλησε το χταπόδι στο λαιμό μου/ κουρελιασμένη, μουσκεμένη, – πού πας; πού πάω;/ πιασμένη απ’ τα μαλλιά του αγέρα; […] (Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τ. Β’, εκδ. Κέδρος)

Και το δεύτερο είναι το περίφημο «Κυρά των Αμπελιών»

…των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του πευκόδασου να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσοπάνων, πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους τωνκληματόφυλλων, δύο αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκουλαρίκια Και τα πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα. Κυρά μελαχροινή, που η αντηλιά σου χρύσωσε τα χέρια σαν της Παναγιάς το κόνισμα….

Ο «Επιτάφιος», το πολύστροφο επικολυρικό αριστοτεχνικό ποίημα-ποταμός, βασισμένο και επηρεασμένο απόλυτα από την βαθύχρονη παράδοση της λαικής ρίμας και δη των δημωδών θρηνητικών ασμάτων του Χάρου και του Κάτω Κόσμου αλλά και απ’ τα μοιρολόγια της πατρίδας του -με έντονη νοερή σύνδεση με την αρχαία επιτάφια ελεγειακή ποίηση- δίνει στον Ρίτσο την αφορμή να αποδείξει ότι η αστείρευτη και ρωμαλέα, ευσπλαχνική και αντιεξουσιαστική ποιητική του φλέβα κατορθώνει κάτι «ακατόρθωτο», να κάνει την ανείπωτη οδύνη να μιλήσει, να ειπωθεί μέσα απ’ το μεγαλείο της τέχνης του, να αναπτύξει σε σπαρακτικά τετράστιχα αυτό που τόσο έξοχα συνόψισε σε δύο στίχους η Αναστασία Δεληγιάννη στον μελοποιημένο απ’ τον Θεοδωράκη στα «Τραγούδια του αγώνα» απέριττο θρήνο της «Ο πόνος λόγια δεν έχει, η Άβυσσος τέλος δεν έχει». Από αυτή τη άποψη ολόκληρος ο «Επιτάφιος» συνιστά ένα ποιητικό γεγονός εμβληματικό της ύψιστης έκφρασης του αλόγιστου πένθους ως συνέχεια της λαικής λατρευτικής παράδοσης, και αποκτά πλέον διαστάσεις μιας σύγχρονης ελεγείας με διαχρονικό κοινωνικό κύρος. Με την απαραίτητη για την περίπτωση σημείωση ότι δεν πρόκειται απλώς για το μοιρολόγισμα μιας μάνας πάνω απ’ το πτώμα του αδικοσκοτωμένου γιου της αλλά για τον θρήνο –μέσα απ’ τα λόγια της μάνας την οποία «υποδύεται» ο ποιητής- ενός ολόκληρου λαού για το θύμα μιας λαικής, πανεργατικής διαμαρτυρίας σε διαδήλωση τον καιρό της στυγνής μεταξικής δικτατορίας.

Ο Ρίτσος φαίνεται να παρακολουθεί σε όλη του τη ζωή όλες τις εκδηλώσεις του λαού, τα ήθη, την εθιμοτυπία, τις θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρεις, τα αποκριάτικα έθιμα, τη μουσική και τον χορό, τα λαϊκά πανηγύρια που συντηρούσαν –και συντηρούν, αν και όλο και λιγότερο, σήμερα- σε μεγάλο βαθμό χαρακτηριστικά επιβιώματα παλιότερων περιόδων ακμής της λαϊκής παράδοσης, στο σύνολό τους όλα τα δρώμενα της λαϊκής λατρείας, παράλληλα με το δημοτικό τραγούδι και την προφορική παράδοση του παραμυθιού, της παροιμίας, το αινίγματος, που στη σύνοψή τους αντιστοιχούν σ’ αυτό που η επιστήμη της λαογραφίας ονομάζει «παραδοσιακή κοινωνία».

Εξετάζοντας λοιπόν την σχέση του Γιάννη Ρίτσου με τον λαϊκό πολιτισμό και την θρησκευτική παράδοση, όπως γενικά την θεραπεύει ο λαός στον ελλαδικό -αλλά στο παρελθόν και τον εξωελλαδικό χώρο, βλ. Μικρασιατική χερσόνησο, Ανατολική Θράκη κ. λ. π. αλλά και η ομογένεια η σκορπισμένη σε όλο τον πλανήτη- και την σχέση του και με την λαϊκή και θρησκευτική λατρεία στον κύκλο του χρόνου, αποδεικνύεται ότι ο ποιητής έχει αφομοιώσει βαθιά και έχει μεταφέρει στην ποίησή του αφειδώς τα στοιχεία και τα σύμβολα αυτού του πολιτισμού, της πατρίδας του στην ευρύτητα της έννοιας, με την πρόσληψη δηλαδή της διεθνικής Ρωμιοσύνης, γιατί αγαπάει συγκλονιστικά, όσο δεν περιγράφεται, το σύνολο αυτού του λαού με όλο τον πλούτο του πολιτισμού του αλλά και τις αντινομίες του.

Συμπέρασμα: Η αποθησαυρισμένη και αθησαύριστη λαογραφική παρακαταθήκη του νεοελληνικού παραδοσιακού κόσμου της οποίας φορέας είναι κυρίως η αγροτιά της υπαίθρου, οι γεωργοί προπαντός μα και οι κτηνοτρόφοι, οι βοσκοί και οι ξωμάχοι, οι αγρότισσες, οι κεντήστρες και οι ανυφάντρες, αλλά και το σύμπαν της θαλασσινής ζωής, είναι ένας κόσμος με τον οποίο συνομιλεί όσο κανένας άλλος ποιητής σε τέτοια μεγάλη έκταση και ιδίως με τέτοια πυρετική θερμοκρασία. Δεδομένου δε ότι ο διάλογός του ανιχνεύεται ανάγλυφα και μέσα από στοιχεία της οικιακής και της υπαίθριας ζωής του αρχαιοελληνικού κόσμου –συμπεριλαμβανομένης και της Μυθολογίας- θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για έναν αδιάπτωτο κουβεντολόι του Ρίτσου με τον διαχρονικό ελληνικό λαϊκό πολιτισμό, έναν διάλογο με τις διαδοχικές επιστρωματώσεις της λαϊκής παράδοσης, με το παλίμψηστό της δηλαδή που περνάει μέσα στο συνολικό corpus της ποίησης του.

Με την παρατήρηση ότι δύο από τα εμβληματικότερα έργα του, ένα τμήμα των οποίων έγινε ευρύτερα γνωστό και λαοφίλητο, με την μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη, δηλαδή ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη», συγκεντρώνουν την πλουσιότερη ίσως αφθονία τέτοιων στοιχείων.

Για να αναδείξω τη σχέση του Ρίτσου με τον κόσμο της λαϊκής παράδοσης επιχείρησα κάποτε να αναλύσω προφορικά σε κάποια συντροφιά έναν και μόνο στίχο του ποιητή που μου έχει σφηνωθεί εδώ και χρόνια στο μυαλό :

«Κοιμήσου απόψε με την καρδιά πικρή, σαν το ψωμί των ψαράδων στη θύελλα». –εκπληκτική ποιητική ζωγραφιά-

Μιλούσα και δεν έφτανα. Από πού να αρχίσω! Από την προτροπή «Κοιμήσου» που συνδέεται άμεσα με τα «νανουρίσματα»; Από το χρονικό επίρρημα «απόψε» και την σημασιοδότησή του στον καθημερινό λόγο; Από την «πικρή καρδιά – καρδιά πικρή» που είναι έκφραση η οποία έχει μπολιάσει τον κορμό του λαϊκού μας τραγουδιού – (το επίθετο «πικρός» είναι πολυαγαπημένο του), την χρήση του ψωμιού ως πρωταρχικής ύλης για την επιβίωση, για την «ιερότητά» του «άρτου ημών του επιούσιου» και όλα τα πολλαπλά σημαινόμενά της, τους «ψαράδες» και το σινάφι τους ή την θύελλα και ό,τι μπορεί να προκαλεί το άκουσμα της λέξης στη φαντασία μας σε σχέση με τον απροστάτευτο απέναντι στα ακαταμάχητα «θεριά της φύσης» μεροκαματιάρη θαλασσομάχο;

Ο λατρεμένος μας Γιάννης Ρίτσος είναι ένας απ’ τους πιο πολύτιμους θησαυρούς σύμπαντος του νεοελληνικού κόσμου και της διαχρονικής οικουμενικής Ρωμιοσύνης. Κλίνουμε το γόνυ στη μνήμη του για τα ατίμητα δώρα του!

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα