3ο Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας: Μια «Σπίθα» που έγινε θεσμός και ήρθε για να μείνει!
Λίγες λέξεις με εντυπώσεις και σκέψεις από το τριήμερο που έζησα από κοντά… Γράφει ο Γ. Τσολακίδης
Εικόνες: Προδρομος Μυστακιδης / Δημήτρης Μυστακιδης
Το Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας (ΦΛΚ 2024) φιλοξενήθηκε στην Αποθήκη Δ΄, στο Λιμάνι Θεσσαλονίκης από την Παρασκευή 26 έως και την Κυριακή 28 Απριλίου 2024.
Παρουσιάσεις βιβλίων, σεμινάρια, ομιλίες, συναυλίες, προβολή ντοκιμαντέρ, στρογγυλή τράπεζα και έκθεση οργανοποιίας πλαισίωσαν την φετινή διοργάνωση.
Στη λήξη του φετινού 3ου Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας ο Δημήτρης Μυστακίδης ανακοίνωσε ότι εξασφαλίστηκε η συνέχισή του στον ίδιο χώρο για άλλα τρία χρόνια. Και πρόσθεσε ότι «Η χρηματοδότηση που είχαμε, φτάνει δε φτάνει για μια μονάχα καλή συναυλία… κι όλες οι συμμετοχές γεννήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν στη βάση της φιλίας…».
Έχω την πεποίθηση ότι αν σταθούν σοβαροί οι πολιτιστικοί «παράγοντες» της πόλης, γιατί οι διοργανωτές (τόσο η «ψυχή» του, ο Δημήτρης Μυστακίδης όσο και όλο το επιτελείο) και ιδέες και γνώση και μεγάλη σοβαρότητα έδειξαν ότι διαθέτουν, θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια καταπληκτικό φεστιβάλ. Που θα μπορεί να ανοιχτεί σε κάθε εκδοχή της Λαϊκής Κιθάρας, ακόμη και διεθνώς και θα «αγκαλιάζει» όλες τις γενιές κι όλες τις τάσεις.
Το σημαντικότερο που είδα να συμβαίνει ήταν η μεγάλη προσέλευση, πυκνή κι ενθουσιώδης, των νέων παιδιών. Σαφώς υπήρχαν όλες οι ηλικίες- ακόμη κι δική μου(!!!) που θεωρητικά στις θεματικές και τις συναυλίες έμοιαζε πιο κοντά- ο νεαρός κόσμος όμως ήταν η συντριπτική πλειοψηφία και η γενική εικόνα.
Το δεύτερο σημαντικό, ήταν σαφώς το «άνοιγμα» σε θέματα και ομιλίες που κινήθηκαν παράλληλα αλλά απόλυτα ωφέλιμα για όλο το κοινό. Ένα εύρος, μια πληρότητα και ποικιλία, με παρουσία πολύ μορφωμένων, επιφανών θα έλεγα ανθρώπων στον τομέα τους. Από τη «δημοτική ποίηση ως πολυφωνική μαρτυρία» με τον Παντελή Μπουκάλα, το «Playlist και ραδιόφωνο» και «την ακουστική κιθάρα στα μπλουζ» με τον Ηλία Ζάικο, ως τις εισηγήσεις – παρουσιάσεις του Κώστα Τσούγκρα, του Πέτρου Κλαμπάνη, του Ισίδωρου Παπαδάμου, του Θωμά Κοροβίνη, του Τίτου Καργιωτάκη, του Σταύρου Κρομμύδα…
Το τρίτο σημαντικό, που γεννά και την εμπιστοσύνη στο φεστιβάλ για τη συνέχιση, την αξιοπιστία του, ήταν η άψογη διοργάνωση σε πληροφοριακό υλικό, σε ενημέρωση, σε ακρίβεια χρόνου που πραγματοποιούνταν ομιλίες και συναυλίες, ο σχεδιασμός ώστε τίποτε να μην κουράσει, τίποτε να μη χαθεί και τέλος στον ήχο που κάλυψε- απέδωσε εξαιρετικά φωνές και όργανα (πολύ σημαντικό, το τελευταίο).
Σε αυτό το μικρό σημείωμα, δεν θα μπορούσε να χωρά κάποιος πλήρης απολογισμός ή κριτική σε μεμονωμένους καλλιτέχνες, μουσικά σχήματα και συγκροτήματα, ωστόσο θα σταθώ στο κλείσιμο της τρίτης μέρας. Στο ρεμπέτικο τραγούδι που είχε φυσικά, την τιμητική του, όπως και το μπουζούκι ως «τιμώμενο όργανο» (!!!)
Στη νεότερη γενιά που με εντυπωσίασε με το «Κλίμα τροπικό» που σκόρπισε ενθουσιασμό, καθώς 4 νέοι, οι Σοφία Χριστακάκου, Βασιλική Μπότη, Λένα Τσαμπάζη και Παντελής Καρανικόλας, μαθητές (του καλού μου φίλου Σταύρου Κρομμύδα) στην ουσία ακόμη, παρουσίασαν εξαιρετικά μια ανθολογία οργανικών και λαϊκών τραγουδιών των δεκαετιών ’30-’50. Και στον γνωστό ρεμπέτη Γιώργο Ξηντάρη, έναν τραγουδιστή που μόνο εκτίμηση και σεβασμό εμπνέει στις νεότερες γενιές που αγαπούν το είδος, που μέσα σε κλίμα μεγάλης αγάπης, αναγνώρισης, συγκίνησης, βραβεύτηκε από το Φεστιβάλ Λαϊκής Κιθάρας για την προσφορά του στην αναβίωση- συνέχιση αυτού του τραγουδιού.
Στην αίσθησή μου το ρεμπέτικο τραγούδι, μ’ όλες τις διακυμάνσεις, τις απαγορεύσεις, τις συκοφαντίες, τις…κακοποιήσεις ή τις σκόπιμες «εφήμερες» δόξες, που έχει δεχτεί, άντεξε και αντέχει σχεδόν έναν αιώνα- πάνε 90 χρόνια από τη δημιουργία το 1934 της κομπανίας εκείνης με Μάρκο, Στράτο, Μπάτη και Δελιά που έμεινε ως «Η ξακουστή τετράς του Πειραιώς».
Αντέχει θυμίζοντάς μας αξίες ξεχασμένες, όχι μονάχα μουσικές, καθώς πρόκειται για μουσικό θησαυρό, αλλά κι ανθρώπινες, καθώς οι κώδικές του είναι απλοί και ισχυροί, η τιμή είναι τιμή, οι κοινωνικές διαφορές ξεκάθαρες, οι αγάπες παράφορες, οι φιλίες αληθινές κι οι έχθρητες δε «σουλουπώνονται», μεταφέρει μια ειλικρίνεια και γεννά νοσταλγία, καθώς μοιάζει το τελευταίο καταφύγιο των ρομαντικών…