Από τα απόνερα του έρωτα στην αθανασία
Μιλώντας για τον εαυτό της δεν διστάζει να τον δικάσει. Παραδέχεται πως υπήρξε σπάταλη, πολύ μόνη, πως πληγώθηκε αμέτρητες φορές.
Εικοσιοκτώ χρόνια πριν περπατώ την Αθήνα πάνω κάτω. Ψάχνω μανιασμένα ένα βινύλιο με κίτρινο εξώφυλλο. Τα μεγάλα τραγούδια της. Τον βρήκα σε μια στοά στην Πανεπιστημίου. Ο δίσκος είναι γεμάτος γρατσουνιές. Τον φυλάω ακόμα.
Για όσους έχουν ακούσει τη ‘’Σκλάβα’’, τις ‘’Χίλιες βραδιές’’, το ‘’Αν είναι η αγάπη αμαρτία’’, για όσους έχουν περάσει νύχτες ατέλειωτες μπροστά σε άδεια ποτήρια, άδεια δωμάτια, άστρωτα κρεβάτια και απουσίες ερωτικές, ακούγοντας την Ευγενία Βραχνού, το κορίτσι με τη συγκλονιστική φωνή και την πληθωρική παρουσία ποτέ ο έρωτας δεν είναι ίδιος. Και κυρίως ο ύμνος του.
Αν ο όρος ελαφρό τραγούδι μοιάζει σήμερα πια ένας άγνωστος δρόμος στον ξεστρατισμένο πλανήτη της ελληνικής μουσικής, στα χρόνια του εξήντα αποτέλεσε τη λεωφόρο της έκφρασης για μια σειρά σπουδαίους συνθέτες από τον Πλέσσα ως τον Μουζάκη.
Και το διάδρομο απογείωσης για σπάνια ταλέντα που τους δόθηκε η ευκαιρία να πάρουν στα χέρια τους σπουδαία κομμάτια και να τα μετατρέψουν με την ερμηνεία τους σε ύμνους. Ξεκίνησε τις εμφανίσεις της μπροστά σε κοινό με το ”Τώρα” του Πλέσσα, παίρνοντας το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Ο Γεράσιμος Λαύρανος τη βάφτισε στα τέλη του πενήντα Τζένη Βάνου. Τραγούδησε με όλες τις μεγάλες ορχήστρες και μαέστρους της εποχής της, έγινε ιέρεια της ελληνικής τζαζ εκείνων των χρόνων. Το 1969, πήγε στην Αμερική με σκοπό να μείνει εκεί με την οικογένειά της όπου και υπέγραψε συμβόλαιο, με εταιρεία δίσκων για να συνεχίσει την καριέρα της στην Αμερική, όπου και άρχισε να τραγουδά.
Όμως ο έρωτας την έφερε πίσω. Ο άνδρας που αγαπούσε εκείνη την εποχή της έβαλε το δίλλημα: ή επιστρέφεις σε τρεις μέρες ή χωρίζουμε.
Χρόνια μετά, εξομολογείται σε ένα κοινό μας φίλο. ”Ήμουν άσχημη. Όταν ήμουν μαζί του και έβλεπα τη ζήλια των άλλων γυναικών ήμουν ευτυχισμένη όμως. Όχι δεν το μετάνοιωσα”. Ο Χατζιδάκης θυμώνει μαζί της για την απόφαση της να επιστρέψει. Την απειλεί πως δεν θα της ξαναδώσει τραγούδια του ποτέ.
Περνάει δύσκολα. Τη βοηθά ο Βοσκόπουλος να σταθεί στα πόδια της. Οι εμφανίσεις της τα χρόνια που ακολούθησαν γίνονται μυθικές. Η σπάνια ευαισθησία και δύναμη της φωνής της, το απίστευτο κράτημα της αναπνοής, η παρουσία της στη σκηνή, που θυμίζει μεγάλες σταρ της εποχής απογειώνουν το θρύλο.
Τα ύστερα χρόνια, τα χρόνια της δοκιμασίας με τον καρκίνο είναι τα δύσκολα χρόνια. Παλεύει γενναία να κρατήσει ανέπαφο το ταλέντο της. Το μεγάλο της δώρο. Τη φωνή της.
Μιλώντας για τον εαυτό της δεν διστάζει να τον δικάσει. Παραδέχεται πως υπήρξε σπάταλη, πολύ μόνη, πως πληγώθηκε αμέτρητες φορές. Πως δυστύχησε στο γάμο της. Πολλές φορές βρέθηκε στα όρια του ψυχικού ερειπιώνα. ‘’Μεγάλωνα με το όνειρο να γίνω τραγουδίστρια. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να το ακούσει καν. Η μητέρα μου ήταν πιο δεκτική. Οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και κάθε φορά που πήγαινα για να μείνω στη μητέρα μου, τραγουδούσα από το πρωί που ξυπνούσα. Ξεκίνησα να τραγουδάω το 1959. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου με έδιωξε από το σπίτι. Βρήκα τις βαλίτσες μου στην εξώπορτα. Τελικά, μετά από μερικούς μήνες με βρήκε ο ίδιος και μου ζήτησε συγγνώμη. Ποτέ δεν είχα καλή σχέση με τα χρήματα. Πληρωνόμασταν με 200 δραχμές μεροκάματο. Μόνο ο Καζαντζίδης έπαιρνε 5000’’.
Μια γυναίκα με απόλυτη συναίσθηση των παθών και των λαθών. Την υπερβολή. Τον πόνο. Η Τζένη Βάνου δεν είναι πια εδώ. Αποχαιρέτησε μια ζωή γεμάτη. Οι δίσκοι με τη φωνή της, οι σπάνιες ηχογραφήσεις της, οι στιγμές που ο καθένας έζησε ακούγοντας την αποτελούν την περιουσία που μας άφησε.
Η Τζένη του πληγωμένου έρωτα, της παραδοχής του τρωτού, της ανθρώπινης φύσης, η Βάνου των μοναχικών και των προδομένων. Η ΦΩΝΗ.