Από τις μεθοριακές σιωπές και τις αόρατες ζωές στη δημόσια αντήχηση του οικείου
Το μέγκλεν είναι ένα δίπτυχο τεκμήριο πολιτισμικής μνήμης και μιας ακουστικής βιογραφίας της περιοχής Μέγκλεν/Αλμωπίας/Καταζόβας.
ΑΚΟΥΣΤΙΚΕΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ: ΑΠΟ ΤΙΣ ΜΕΘΟΡΙΑΚΕΣ ΣΙΩΠΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ ΖΩΕΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΝΤΗΧΗΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΕΙΟΥ
Λέξεις: Ιωάννης Μάνος
1. Από τη σιωπή στη δημόσια αντήχηση
Θέλω να ξεκινήσω με μία επισήμανση που, όσο αυτονόητη κι αν ακούγεται σήμερα, δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη: Το ότι βρισκόμαστε εδώ, σε μια δημόσια εκδήλωση, οργανωμένη και υποστηριζόμενη από επιστημονικά εργαστήρια πανεπιστημίου και έναν κρατικό θεσμό, όπως ο Πολυχώρος Ισλαχανέ, να παρουσιάζουμε και να συζητάμε την έκδοση ενός διπλού CD που έχει τον μη ελληνικό τίτλο MEGLEN, με τραγούδια στα μακεδονικά και με ένα ένθετο που αποδίδει τους στίχους με σλαβικό, ελληνικό και λατινικό αλφάβητο, είναι από μόνο του ένα αξιοσημείωτο γεγονός. Επέλεξα τον τίτλο «Ακουστικές βιογραφίες του τόπου» για να εστιάσω στις ζωές ανθρώπων που για πολλά χρόνια ηχούσαν αθόρυβα και ιδιωτικά.
Αυτές οι σιωπές της μεθορίου αφορούσαν όχι μόνο γεωπολιτικά σύνορα, αλλά και πολιτισμικά, γλωσσικά και υπαρξιακά όρια καθώς η φωνή δεν είχε δικαίωμα στην ακουστικότητα επιεδή θεωρήθηκε άβολη ή περιττή. Για χρόνια, τα σλαβόφωνα τραγούδια ήταν “παρόντα-απόντα” στα σπίτια — αλλά όχι στα μικρόφωνα, στις ηχογραφήσεις, στα δημόσια προγράμματα.
Αυτό που πιστοποιεί η παρούσα συγκυρία και η σημερινή εκδήλωση είναι μια ένδειξη ότι κάτι έχει αλλάξει: ότι η σλαβοφωνία στη Βόρεια Ελλάδα αρχίζει να ακούγεται χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί. Και το Μέγκλεν είναι ένα τέτοιο τεκμήριο είναι μια πράξη επιστροφής και αποκατάστασης. Μια δημόσια αντήχηση του οικείου, που επί δεκαετίες θεωρήθηκε ξένο.
Η ίδια η πράξη της δημόσιας συζήτησης αυτών των τραγουδιών αποτελεί πράξη κανονικοποίησης. Βρισκόμαστε μπροστά σε μία μετατόπιση του δημόσιου λόγου για τα ζητήματα αυτά. Εστιάζω στο δημόσιο γιατί στον επιστημονικό, για όσους ασχολούμαστε με τα θέματα αυτά εδώ και δεκαετίες είναι κοινός τόπος. Πλέον, μπορούμε να μιλάμε χωρίς αμηχανία, αν και όχι με απόλυτη άνεση. Και αυτή η αλλαγή δεν συνέβη απότομα. Είναι το αποτέλεσμα μιας σταδιακής ορατότητας, μιας σιωπηλής αλλά διαρκούς επανεμφάνισης αυτών των ήχων και των φωνών.
2. Ακουστικές βιογραφίες του τόπου: Η ηχογράφηση ως ρήξη και ως μνήμη
Το μέγκλεν είναι ένα δίπτυχο τεκμήριο πολιτισμικής μνήμης και μιας ακουστικής βιογραφίας της περιοχής Μέγκλεν/Αλμωπίας/Καταζόβας.
Η έκδοση που παρουσιάζεται σήμερα δεν είναι η πρώτη. Δεν είναι καν η μοναδική. Ακόμα και πριν τη δεκαετία του ’90, άρχισαν να κυκλοφορούν δίσκοι, κασέτες, CD που κατέγραψαν — και ταυτόχρονα υπερασπίστηκαν — το σλαβόφωνο τραγούδι στη Βόρεια Ελλάδα. ▪︎ Μερικά από αυτά κυκλοφόρησαν σχεδόν αθόρυβα. ▪︎ Άλλα έγιναν με δισταγμό, με επιφύλαξη.
Και ορισμένα με πείσμα, με θάρρος — με μια ηρωική επιμονή, αν μου επιτρέπεται η λέξη. Τότε, η ηχογράφηση αυτών των τραγουδιών ήταν μια πράξη παραβατική: όχι απέναντι στο νόμο, αλλά απέναντι στην κυρίαρχη κοινωνική και εθνική κανονικότητα.
Η πράξη της ηχογράφησης εκείνη την περίοδο ήταν μια πολιτισμική ρήξη με τη σιωπή που είχε προηγηθεί. Σήμερα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Το τραγούδι στα μακεδονικά δεν είναι πια πολιτική πράξη. Είναι πράξη καθημερινής επιτελεστικότητας: τραγουδιέται στους γάμους, στους συλλόγους, στα πανηγύρια, χωρίς να απαιτείται ερμηνεία ή αιτιολόγηση. Και ακριβώς επειδή δεν χρειάζεται πια να “δηλώσει” κάτι, το κάνει πιο ουσιαστικά: λειτουργεί ως φορέας μουσικής μνήμης που είναι ακουστική, βιωματική, σωματική. Και αυτή η μετατόπιση — από το τραγούδι-δήλωση στο τραγούδι-βίωμα — είναι ίσως και η πιο ελπιδοφόρα μορφή αποκατάστασης.
3. Η ηχητική βιογραφία μιας διασυνοριακής πολιτισμικής ζώνης – Η περιοχή Μέγκλεν ως μνήμη, όχι ως όριο
Συχνά στην Ελλάδα μιλάμε για μεθοριακούς πληθυσμούς, για “μειονότητες” και “τοπικές ιδιαιτερότητες”, αλλά σπανίως συνυπολογίζουμε ή ενσωματώνουμε τη γνώση που έχει παραχθεί γι’ αυτούς τους πληθυσμούς από την άλλη πλευρά των συνόρων. Δηλαδή, μιλάμε για τις κοινότητες των συνόρων — αλλά δεν ακούμε τί έχουν πει άλλοι γι’ αυτές και μάλιστα πολύ νωρίτερα από εμάς. Πρόκειται για μια ασύμμετρη επιστημονική θέση: συγκροτούμε ταυτοτικές διαφορές και/ή συζητάμε πολιτισμικές συγγένειες, αλλά αγνοούμε τη γνώση που έχει παραχθεί για τους τόπους και τους πληθυσμούς αυτούς .
Ένα ακόμα σημείο που δεν του έχουμε αποδώσει τη βαρύτητα που έχει είναι ότι η πολυγλωσσία αποτέλεσε δομικό και αυτονόητο στοιχείο της κοινωνικής ζωής κατά την οθωμανική περίοδο. Με την εδραίωση του έθνους-κράτους, όμως, αυτή η συνθήκη ανατράπηκε. Η πολυγλωσσία ερμηνεύτηκε ως απειλή και σταδιακά υποκαταστάθηκε από μια πολιτική μονογλωσσίας και μονοπολιτισμικότητας, θεμελιωμένη όχι μόνο σε διοικητικές και εκπαιδευτικές πρακτικές, αλλά και σε μια ιδεολογική “ορθοδοξία” του έθνους-κράτους: ένας αποδεκτός τρόπος να ανήκεις. Η γλώσσα έγινε εργαλείο πειθάρχησης — καθώς όσοι δεν ταίριαζαν, έμαθαν να σωπαίνουν. Και έτσι, μπορούμε να σκεφτούμε το Μέγκλενν όχι απλώς ως καταγραφή, αλλά ως επιστροφή μνήμης, ήχου, πολιτισμικής φωνής που υπήρχε, αλλά δεν επιτρεπόταν να ονομαστεί.
Είναι σαν ένα παλίμψηστο: οι φωνές αυτές ήταν πάντα εκεί, αλλά είχαν καλυφθεί από νεότερες στρώσεις, κυρίαρχους λόγους και ιδεολογίες. Τώρα που ξαναδιαβάζονται, δεν δημιουργούνται από την αρχή — αναγνωρίζονται και αποκτούν ακουστικότητα.
4. Τεκμήρια σιωπής και παρουσίας – Από την αορατότητα στη ροή του οικείου
Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα που μπορούμε να διατυπώσουμε με κάποια βεβαιότητα, είναι το εξής: Η σλαβοφωνία στη Βόρεια Ελλάδα σήμερα δεν είναι πια περιθωριακή. Δεν είναι κρυμμένη, δεν είναι μουδιασμένη, και δεν είναι απλώς ανεκτή. Είναι ορατή, παρούσα, ενεργή — και ιδιαίτερα μέσα από τη μουσική και το τραγούδι.
Υπάρχουν σύλλογοι, γλέντια, ηχογραφήσεις, πανηγύρια. Υπάρχουν φωνές. Όχι μόνο να μιλούν, αλλά να τραγουδούν. Κι αυτό, από μόνο του, μαρτυρά μια ιστορική αλλαγή.
Πρόκειται για μια αλλαγή κανονικότητας: το να τραγουδάς στα μακεδονικά δεν είναι πια δηλωτική πράξη, δεν είναι διακήρυξη, δεν είναι πρόκληση. Είναι απλώς κομμάτι της ζωής, της εμπειρίας, της καθημερινής επιτέλεσης.
Όσο αυτή η παρουσία αποπολιτικοποιείται, τόσο αποφεύγει και την εργαλειοποίηση. Δεν χρειάζεται να “αποδείξει” τίποτα. Δεν απαιτεί αναγνώριση με θεσμικούς όρους — γιατί λειτουργεί ήδη, με κοινωνικούς όρους.
Και ίσως αυτό είναι το πιο ριζοσπαστικό σημείο: Η σλαβοφωνία δεν ζητάει να ακουστεί ως “διαφορά”, αλλά ακούγεται ως μια από τις φωνές του οικείου. Μια από τις φωνές που συνδιαμόρφωσαν και εξακολουθούν να συνδιαμορφώνουν τον τόπο. Αυτό που ενδεχομένως εκκρεμεί, είναι η ένταξή της στην πολιτισμική συνείδηση της χώρας. Όχι ως ένα “ιδιαίτερο φαινόμενο”, αλλά ως ένα αυτονόητο μέρος του ρεπερτορίου της αλλοφωνίας. Όπως οι βλαχόφωνοι, οι αρβανίτες, οι τουρκόφωνοι, έτσι και οι σλαβόφωνοι είναι κομμάτι του πλουραλισμού της βοεριοελλαδικής εμπειρίας. Και το Μέγκλεν και αυτή η εκδήλωση είναι ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση: όχι γιατί μιλά για πρώτη φορά, αλλά γιατί πια μιλά , χωρίς ερωτηματικά, και χωρίς υποσημειώσεις.
5. Η φωνή ως τόπος και η ηχώ που γίνεται παρουσία
Χρησιμοποίησα τις μεταφορές της σιωπής, της φωνής και της ακουστικότητας με στόχο να τονίσω πώς η φωνή ξαναβρίσκει τη θέση της στον τόπο — όχι με ένταση, αλλά με σταθερότητα. Όχι για να διεκδικήσει κάτι, αλλά για να συμμετάσχει ισότιμα στον πολιτισμικό χάρτη.
Το ζητούμενο, ίσως, δεν είναι πια η αναγνώριση. Είναι η κατανόηση. Να μάθουμε να ακούμε τον τόπο, με όλες του τις φωνές, κι όχι μόνο με αυτές που χωρούν στα εθνικά μας ακουστικά φίλτρα.
Όπως δείχνουν και άλλες εθνογραφίες, αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν “τόπο” δεν είναι απλώς ένας χάρτης ή μια ονομασία. Είναι ό,τι θυμούνται, τραγουδούν, θρηνούν. Είναι το πώς σχετίζονται με τους άλλους — σε λόγια, σε κινήσεις, σε ήχους Ακούγοντας αυτά τα τραγούδια, δεν χαρτογραφούμε μόνο μία κοινότητα, αλλά ξαναγράφουμε τη μεθόριο — όχι ως σύνορο, αλλά ως πεδίο συνάντησης. Η μουσική δεν ακολουθεί τα σύνορα· τα υπερβαίνει, τα αμφισβητεί, τα κάνει πορώδη, τα ανασυγκροτεί συμβολικά, τα διαπερνά.
Αυτό που κάνουμε σήμερα — να ακούμε φωνές που δεν θεωρήθηκαν ποτέ “αρμόδιες” να μιλήσουν — είναι μια μορφή ήσυχης ρήξης. Μια ρήξη με το ποιος έχει φωνή, τι μετράει ως μνήμη, και ποια γνώση αξίζει να σωθεί. Κι αυτή η ρήξη, όσο διακριτική κι αν είναι, έχει βάρος. Και ηχεί.
Και κάπου ανάμεσα στο τραγούδι, το βλέμμα, τη συγκίνηση, αναδύεται η παρουσία του σλαβόφωνου τραγουδιού. Για να οδηγήσει στην αποκατάσταση αυτών των ανθρώπων και των μορφών ζωής ως φυσικό, αναγνωρίσιμο και σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας τους και της κοινωνίας όλων μας.
*Ο Γιάννης Μάνος είναι καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο ΠΑΜΑΚ