από-τους-radiohead-στο-μαζωνάκη-μία-kid-moxie-δρόμος-1336841

Μουσική

Από τους Radiohead στο Μαζωνάκη… μία Kid Moxie δρόμος

Η σπουδαία μουσικός που έχει ντύσει σειρές, ταινίες και βιντεοπαιχνίδια μιλά στην Parallaxi λίγο πριν τη μεγάλη της συναυλία στη Θεσσαλονίκη

Κωστής Κοτσώνης
Κωστής Κοτσώνης

Πάνε οχτώ χρόνια από τότε που είδα την Kid Moxie (κατά κόσμον Έλενα Χαρμπίλα) σε ένα γνωστό ροκ μπαρ, να μας παρουσιάζει για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη τη δουλειά της. Θυμάμαι ότι η παρουσία της στη σκηνή ήταν στιβαρή αλλά και συνεσταλμένη μαζί. Τότε μετρούσε ήδη μερικά χρόνια στο Λος Άντζελες, την πόλη που σε γεμίζει ματαιώσεις αλλά την ίδια στιγμή σού δίνει την ψευδαίσθηση ότι όλα παραμένουν δυνατά.

Έκτοτε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Η Kid Moxie μετρά πλέον δεκάδες κομμάτια σε προσωπική της σύνθεση και ερμηνεία, πολλά από αυτά προορισμένα να «ντύσουν» ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και βιντεοπαιχνίδια. Οι συνεργασίες της είναι πολλές και ετερόκλητες: David Lynch, Angelo Badalamenti Al Pacino, Depeche Mode, Χάρις Αλεξίου, Γιώργος Μαζωνάκης, Χριστόφορος Παπακαλιάτης, Βασίλης Κεκάτος, Unboxholics.

Αύριο βράδυ (Παρασκευή 20/6) φέρνει την neon noir μουσική αισθητική της στην πλατεία του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Μουσικής. Με αυτήν την αφορμή, μας μίλησε για τις εμπειρίες της από το Λος Άντζελες, όπου περνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου της, τα δημιουργικά της κίνητρα και τις συνεργασίες της.

Θέλεις ξεκινώντας να μου πεις κάποια πράγματα από τα παιδικά σου χρόνια στην Πεντέλη; Νομίζω σου άρεσε να μιμείσαι τον Michael Jackson;! Κάτι τέτοιο έχω διαβάσει.

Ισχύει! Αγαπούσα από παιδί τον Michael Jackson και ακόμα συνεχίζω και τον αγαπώ με το ίδιο πάθος. Γενικά, ήμουν ένα ονειροπόλο παιδί που του άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Μου άρεσε να μεταμφιέζομαι και να γίνομαι κάτι άλλο. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι κάνω μουσική ως Kid Moxie. Το ψευδώνυμο, η καλλιτεχνική περσόνα παρέχουν παρέχουν μια άλλη ελευθερία στις κινήσεις σου, σε αυτά που θα πεις, στην ψευδαίσθηση που θα δημιουργήσεις ουσιαστικά για τον κόσμο.

Πώς σε βοήθησε καλλιτεχνικά αυτή η ελευθερία;

Ήταν κάπως η «βενζίνη» στη μηχανή. Ήδη από την εφηβική ηλικία, οι ταινίες που έβλεπα και η μουσική που άκουγα με έκαναν να θέλω όλο και περισσότερο να βρεθώ στο Λος Άντζελες. Προσηλωθηκα σε κάποια πράγματα και έβαλα στόχο να τα φτάσω. Ένα από αυτά ήταν η συνεργασία μου με τον David Lynch και το συνθέτη Angelo Badalamenti, που δούλεψαν μαζί πολλές φορές. Τους αγαπούσα από τα 14 μου και χρόνια πολλά μετά έτυχε να τους γνωρίσω και να συνεργαστώ μαζί τους. Ακόμα μου φαίνεται τρελό το ότι έγινε αυτό.

Γενικά, έγινα λίγο… αθεόφοβη. Η φιλοδοξία, η άγνοια του κινδύνου, μαζί με την επίγνωση ότι οι πιθανότητες δεν ήταν ποτέ με το μέρος μου, όλα αυτά με βοήθησαν σίγουρα να επιμείνω και να φτάσω σ’ αυτά που ήθελα.

Έκανες λόγο πριν για μία περσόνα πίσω από το ψευδώνυμο Kid Moxie. Μπορείς να μας δώσεις μία γενική εικόνα αυτής της περσόνας;

Δεν είναι τόσο είναι περσόνα όσο ένας συγκεκριμένο στυλ ήχου και εικόνας. Μ’ αρέσει να το ονομάζω κινηματογραφική pop με neon noir αισθητική. Έχω κάπως βάλει τον εαυτό μου σε κάποια κουτάκια —για να μην προλάβουν να με βάλουν οι άλλοι ίσως.

Πριν το Λος Άντζελες, σπούδασες κινηματογράφο στο Λονδίνο και αποφάσισες να εγκατασταθείς για master στο θέατρο στο Σαν Φρανσίσκο, σωστά;

Ναι. Πήγα αρχικά στο Λονδίνο 17 χρονών, γιατί οι γονείς μου δεν ήθελαν να φύγω τόσο νέα για την Αμερική. Εκεί πήγα μετά από τρία χρόνια περίπου. Ως παιδάκι έπαιζα, ήμουνα σε θέατρα, πάντα έπαιζα μουσική, ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με κάτι καλλιτεχνικό, απλώς δεν ήξερα ακριβώς από ποια σκοπιά.

Πηγαίνοντας στην Αμερική και κάνοντας τις σπουδές, έπαιζα μπάσο σε μπάντες αλλωνών, ακόμα και με την μπάντα του Michael Bublé για κάποιον καιρό. Αλλά σιγά-σιγά έβλεπα ότι ήθελα να δημιουργήσω κάπως το δικό μου μουσικό στίγμα. Ήθελα να γράφω τα κομμάτια μου και να τα λέω ίδια. Και ταυτόχρονα, επειδή είχα το background του κινηματογράφου, σκεφτόμουν ότι θα ήταν ιδανικό αυτά κάπως να συνδυαστούν. Και έτσι, κατέληξα, ειδικά τα τελευταία εφτά χρόνια, να γράφω μουσική για soundtracks ταινιών και σειρών σαν βασική ασχολία.

Είχα δει σε μία συνέντευξή σου από το 2014 ότι μιλούσες για το Λος Άντζελες σαν μία πόλη όπου όλα μπορούν να προκύψουν, αν έχεις τις κατάλληλες προϋποθέσεις και γνωριμίες. 11 χρόνια μετά, έχει θολώσει μέσα σου αυτή η ιδανική εικόνα της πόλης; Τον τελευταίο καιρό, τος Λος Άντζελες βιώνει δύσκολες μέρες, με δυνάμεις καταστολής και αναταραχές στους δρόμους.

Το L.A. είναι μια φούσκα μέσα στην Αμερική. Είναι η πόλη που συμβαίνουν τα πιο αναπάντεχα, η πόλη που με έκανε να πιστέψω ότι η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς. Φυσικά, τα «όχι» θα είναι πάντα περισσότερα από τα «ναι», όμως εσύ ποντάρεις στις λίγες φορές που μπορεί να γνωρίσεις το σωστό άνθρωπο και ξαφνικά ένα «ναι» να υπερνικήσει όλες τις προηγούμενες απορρίψεις. Είναι λίγο σαν τζόγος. Εξάλλου, οι δυσκολίες είναι μέρος του επαγγέλματος. Επειδή ξεκίνησα στην πόλη ως ηθοποιός, είχα μάθει πάρα πολύ στην απόρριψη και αυτό με έκανε κάπως πιο ανθεκτική, έμαθα να μην με επηρεάζουν τα «όχι».

Οπότε όχι, αυτός ο συμβολισμός του Λος Άντζελες για την Αμερική και όλο τον κόσμο δεν έχει αλλάξει. Παραμένει έρωτας για μένα, μου προκαλεί ακόμα αυτό που λέμε πεταλούδες στο στομάχι. Δεν υπάρχουν πλέον πολλά πράγματα που να το καταφέρνουν αυτό. Τη συγκεκριμένη πόλη πάντα θέλω να την αισθάνομαι έτσι όπως την αισθανόμουν πριν από 10 χρόνια.

Σχετικά με τα όσα βιώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες, δεν νοείται Αμερική, και ιδίως Καλιφόρνια, χωρίς μετανάστες. Το μόνο ωραίο που ίσως έχει βγει από όλο αυτό είναι ότι έχει ξαναπυροδοτήσει την αντίσταση, που είχε μείνει λίγο να κοιμάται από το Black Lives Matter και μετά. Ελπίζω πως ό,τι γέννησε δυστυχώς τον Τραμπ στην Αμερική, αντιστοίχως θα γεννήσει το ακριβώς αντίθετο την επόμενη φορά.

Είναι ξεκάθαρο ότι έχεις μεγάλη αγάπη για τον ηλεκτρονικό ήχο, ιδίως αν έχει έντονες επιρροές από τη δεκαετία του 1980 και τα συνθεσάιζερ της εποχής. Εσένα τι σε τράβηξε σε αυτόν; Επίσης, γιατί πιστεύεις ότι ο ήχος της δεκαετίας του ‘80 ασκεί ακόμα τέτοια γοητεία, ακόμα και σε ανθρώπους πολύ νέους;

Δεν είμαι σίγουρη ακριβώς γιατί. Υπάρχει μια ρετροφουτουριστική ταυτότητα, μια νοσταλγία μέσα σε αυτά τα συνθεσάιζερ. Συγκεκριμένα, τα συνθεσάιζερ που έχω αγαπήσει περισσότερο από όλα είναι του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Έχω πει κι άλλες φορές ότι το “Blade Runner” είναι η μουσική «βίβλος» μου για για τα soundtrack. Με γοητεύει το πώς κάτι που θεωρείται «ηλεκτρονικό» και ψυχρό, όπως ένα συνθεσάιζερ, μπορεί να βγάλει τόσο έντονο, ένθερμο και ανθρώπινο συναίσθημα. Εξάλλου, έπαιζα πιάνο από μικρή, οπότε ήταν αναμενόμενη η εξέλιξη να χρησιμοποιήσω το αρμόνιο με πιο συνθετικό ήχο. Αλλά πάντα με πυξίδα το συναίσθημα.

Έχεις ως βάση σου το Λος Άντζελες, αλλά πλέον περνάς μεγάλο μέρος του χρόνου σου και στην Ελλάδα. Έχοντας πλέον μια εικόνα και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, θεωρείς ότι έχεις προσαρμόσει πλήρως τον τρόπο δημιουργίας σου στην αμερικανική βιομηχανία του θεάματος ή υπάρχουν και πράγματα που κρατάς από το πώς λειτουργούν τα πράγματα εδώ;

Η δημιουργία γίνεται παντού με τον ίδιο τρόπο. Όμως, φυσικά στο business κομμάτι η προσέγγιση είναι πολύ διαφορετική. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει «βιομηχανία» με την έννοια του Hollywood. Τα πράγματα είναι πολύ πιο διαπροσωπικά, μέσα από συγκεκριμένους κύκλους. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, έχεις μία πολύ καλή οπτική εικόνα του τι συμβαίνει γύρω σου και ποιες είναι οι δουλειές, ποιες είναι οι παραγωγές, ποιος κάνει τι.

Στην Αμερική είναι ένα χάος, το οποίο εμένα μ’ αρέσει. Αισθανόμουν πολύ πιο ελεύθερη. Μου δημιουργούσε αυτήν την ψευδαίσθηση του ότι όλα είναι δυνατά.

Ωστόσο, εδώ πέρα υπάρχει μία θερμότητα και η δουλειά είναι πιο παρεΐστικη. 

Έχεις ήδη αναφέρει τη συνεργασία σου με δύο είδωλά σου, τον Lynch και τον Badalamenti. Όμως, πρόπερσι είχες την ευκαιρία να συνεργαστείς και με μία ακόμα μπάντα-είδωλό σου, τους Depeche Mode, χαρίζοντας μία δική σου εκδοχή στο κομμάτι “Wagging Tongue”, με φωνητικά δικά σου και του Dave Gahan μαζί.

Φαντάζομαι πως είναι μία οριακή στιγμή για έναν καλλιτέχνη η συνεργασία του, και μάλιστα κάπως απροσδόκητα, με αυτά τα «ιερά τοτέμ»;

Ακόμα μου φαίνονται σουρεαλιστικές αυτές οι συνεργασίες. Σαν να μην έχουν συμβεί ποτέ και λέω ψέματα όποτε τις αναφέρω. Αλλά αυτή η δυσκολία να πιστέψω ότι πράγματι έγιναν, αυτό το δέος είναι και το όμορφο σκέλος στην όλη διαδικασία.

Για τη συνεργασία με τον Lynch και τον Badalamenti κίνησα γη και ουρανό και με κάποιον μαγικό τρόπο έγινε τελικά. Με τους Depeche Mode ήταν αλλιώς. Πριν πολλά χρόνια, έλεγα στον μάνατζέρ μου ότι θα ήθελα πάρα πολύ να συνεργαστώ μαζί τους. Ήξερε κόσμο από το management της μπάντας και του ζητούσα να με φέρει σε επαφή. Μου ‘χε πει ότι οι Depeche Mode ποτέ δεν δέχονται υποδείξεις από άλλους για τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάζονται. «Αν είναι, θα σε βρουν αυτοί» μου είπε κι εγώ σκεφτόμουν: «Μα πώς;! Δεν θα με βρουν ποτέ!».

Μέχρι που μου ήρθε μια πρόταση μέσω email, που ουσιαστικά έλεγε ότι ο Martin Gore άκουσε το δίσκο μου “Better Than Electric” και μία διασκευή στο “Creep” των Radiohead που είχα κάνει και ήθελε να κάνω παραγωγή και να τραγουδήσω με τον Dave Gahan, γιατί του αρέσει η φωνή μου. Φυσικά πίστεψα ότι το email ήταν spam και ότι δεν ήταν αλήθεια! Όμως, τελικά ήτανε. Και κάποια στιγμή, αρχές Ιουλίου, τη μέρα που ήταν κυκλοφορήσει το remix, μπαίνω στο Spotify και το βλέπω και… η αλήθεια είναι ότι δάκρυσα!

Μιας και είπες για τις διασκευές και για το “Creep”, στο οποίο θα έρθουμε και λίγο παρακάτω, πέρυσι κυκλοφόρησες και μια ολόκληρη συλλογή διασκευών με τον τίτλο “The Covers”. Και έχουμε μέσα από Alphaville και Radiohead μέχρι Γιώργο Μαζωνάκη, Δημήτρη Μητροπάνο, Χάρι Αλεξίου… Ποια ήταν η διαδικασία για να καταλήξεις σε αυτά τα πολύ ετερόκλητα κομμάτια; 

Τα περισσότερα δεν ήτανε καν επιλογές μου. Προορίζονταν όλα για κάποια ταινία ή σειρά. Το “Creep” το διασκεύασα για το “Maestro”. Με το Μαζωνάκη γνωριστήκαμε επειδή έκανα το soundtrack μιας ταινίας της Στέγης Ωνάση, που βραβεύτηκε κιόλας στις Κάννες, της Εύης Καλογηροπούλου, και σαν τίτλους τέλους κάναμε μαζί το «Ανήκω σε Μένα». Το “Big In Japan” των Alphaville ήταν επίσης τίτλοι τέλους για το πρώτο μου soundtrack. Κάποια κομμάτια, όσο και αν τα αγαπάω, θεωρούσα λίγο «τζιζ» το να τα αγγίξω. Μόνη μου δεν θα σκεφτόμουν π.χ. ποτέ να διασκευάσω το “Creep” ούτε τα «Λαδάδικα» του Δημήτρη Μητροπάνου. Όμως, με την κατάλληλη αφορμή, να που έγινε. Τα «Λαδάδικα» έγιναν στο πλαίσιο συνεργασίας μου με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Αλλά υπάρχουν και κάποια που τα διάλεξα εγώ επειδή ήταν κομμάτια που πάντα αισθανόμουν ότι υπάρχει μια αθέατη πλευρά τους και ήταν ωραίο να ακουστεί αλλιώς. 

Είπες μόλις ότι είχες δισταγμό να διασκευάσεις κάποια «ιερά» κομμάτια. Θες να μας μιλήσεις λίγο παραπάνω για αυτό; Σκέφτηκες ποτέ τις αντιδράσεις που μπορεί να συναντήσεις αλλάζοντας τελείως το στυλ ενός κομματιού; Τα «Λαδάδικα» νομίζω είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Για τα «Λαδάδικα» συγκεκριμένα, επειδή τραγούδησα πρόσφατα τη διασκευή και στο “The Voice”…  Άσε, και τι δεν άκουσα που τόλμησα να αγγίξω το κομμάτι! Ότι κάνω βεβήλωση κτλ.

Ναι, τα κομμάτια και οι δημιουργοί τους, τα κίνητρά τους είναι ιερά. Αλλά απ’ την άλλη, όταν βγάζεις ένα δημιούργημά σου στο φως, πλέον ανήκει και σε όλους τους υπόλοιπους, κοινό και ερμηνευτές.

Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης υπήρχε ένα ενδεχόμενο να κάνουμε το «Σ’ Αναζητώ στη Σαλονίκη» αντί για τα «Λαδάδικα». Εκεί είναι απ’ τις λίγες φορές που ξεκαθάρισα ότι «Εγώ τέτοιο κομμάτι δεν το πειράζω». Ένα τραγούδι με στίχους όπως «μήτρα με γέννησε αρχαία Μακεδόνισσα» ένιωσα ότι δεν μπορεί να διασκευαστεί, ότι πρέπει να μείνει ως σύνολο ακριβώς όπως το συνέλαβαν οι δημιουργοί του. Οπότε, διαλέξαμε τα «Λαδάδικα», που θεωρώ ότι έχει ένα ενδιαφέρον και ένα νόημα, ειδικά για να το ερμηνεύσει γυναίκα.

Ίσως έπαιξε και αυτό λίγο το ρόλο του στα σχόλια που πήρες; Ότι το τραγούδι βγήκε ακόμα περισσότερο «εκτός» των καθορισμένων πλαισίων με το να το πει μια γυναίκα;

Στην τελική, ο καθένας θα πει ό,τι θέλει και θα κρίνει όπως θέλει. Όσον αφορά τη διάσταση του φύλου, έχω να πω ότι κυρίως στην Ελλάδα είναι δύσκολο να με δουν ως συνθέτρια. Με βλέπουν ως τραγουδίστρια. Έχουν συνηθίσει η γυναίκα να ερμηνεύει και ο άντρας να συνθέτει. Εγώ κάνω και τα δύο. Τραγουδάω, ακριβώς επειδή συνθέτω.

Γενικότερα, η αλήθεια είναι ότι όταν δέχεσαι από δυσπιστία μέχρι κατά μέτωπον επίθεση, χρειάζεται να αναπτύξεις την ικανότητα να παίρνεις αψήφιστα κάποια πράγματα. Αυτό είναι λίγο δύσκολο. Πρέπει κάποια στιγμή να αποβάλεις την ευθύνη για το πώς θα σε αντιληφθούν. 

Όπως είπαμε, έχεις συνθέσει μουσική για πολλά projects, από ταινίες και σειρές μέχρι βιντεοπαιχνίδια. Ποιος είναι ο ρόλος ενός καλού soundtrack, όταν καλείται να «κουμπώσει» με ένα άλλο προϊόν πολιτισμού, ένα άλλο μέσο; Και εσύ πώς προσαρμόζεσαι στις ανάγκες του εκάστοτε προϊόντος;

Είτε είναι βιντεοπαιχνίδι, είτε είναι τηλεοπτική σειρά, είτε είναι ταινία, το όμορφο είναι ότι σε πάει κάπου αλλού από εκεί που θα πηγαίνεις μόνος σου.

Μια εικόνα, την οποία σου τη δίνουνε —γιατί κάπως έτσι λειτουργεί πάντα. Βλέπεις εικόνες και concept art και γράφεις πάνω σε αυτές—, σε πάει να παίξεις μπάλα σε άλλο γήπεδο. 

Και για μένα, αυτή είναι η μαγεία, του να αφήνεις μια άλλη ομάδα δημιουργών να σε πάρει από το χέρι, να σε φέρνει μπροστά και να σου λέει: «Κοίτα αυτό και εμπνεύσου πώς θα ακουγόταν αν ήταν μουσική». Σε πάει μακριά από το αίσθημα του οικείου που έχεις όταν γράφεις κάτι αποκλειστικά για σένα. Είναι μια μαγική συνέργεια. Επειδή είμαι αρκετά control freak, στην αρχή μού φαινόταν ότι θα είναι περίεργο να περάσει από φίλτρο αυτό που κάνω, αλλά τελικά πιο πολύ μου έχει ανοίξει τους ορίζοντες παρά τους έχει περιορίσει.

Μιας και αναφερθήκαμε ήδη στην Ελλάδα και στο “Creep”, σε κάνει να νιώθεις κάπως περήφανη το ότι το “Maestro” έχει τόσο πετυχημένη διεθνή πορεία, μαζί με τη διασκευή σου; Μπορούμε να πούμε επιτέλους —και να το εννοούμε— ότι… εξάγουμε πολιτισμό;

Με το “Maestro” και το Χριστόφορο Παπακαλιάτη έχουμε μία μεγάλη συνεργασία και έχουν μπει και άλλα πολλά κομμάτια μου στη σειρά. Να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι ο συνθέτης της σειράς είναι ο Κώστας Χρηστίδης. Θεωρώ ότι η ομαδική προσπάθεια που έχει γίνει από το “Mastero” με καπετάνιο το Χριστόφορο σίγουρα έχει ανοίξει διόδους για την Ελλάδα και για το εξωτερικό όσον αφορά το πολιτιστικό κομμάτι. 

Θεωρώ ότι ο Χριστόφορος είναι από τους πιο σωστούς επαγγελματίες, ότι δουλεύει πάρα πολύ σκληρά και ότι κι αυτός έχει μια παιδικότητα και ένα όνειρο το οποίο υπηρετεί. Θεωρώ, επίσης, ότι η συγκεκριμένη σειρά δίνει στο κοινό του εξωτερικού κάτι που ήθελε να δει χρόνια από Ελλάδα: μία σειρά με νησιωτικό setting μακριά από τις στερεοτυπικές ιστορίες για καλοκαιρινούς έρωτες κτλ., με πιο πολυδιάστατο χαρακτήρα.

Κλείνοντας, θέλεις να μας πεις δύο λόγια για τις live εμφανίσεις σου, και συγκεκριμένα για το τι θα δούμε στη Θεσσαλονίκη και το Μέγαρο Μουσικής; 

Το συγκεκριμένο live θα έχει οπτικοακουστικό χαρακτήρα. Θα υπάρχει πολύ οπτικό υλικό που θα συνοδεύει τη μουσική μας. Επίσης, θα κάνω κάτι που δεν έχω ξανακάνει: Δεδομένο ότι και ο Badalamenti και ο Lynch έφυγαν από κοντά μας τα τελευταία χρόνια, θα έχουμε ένα πολύ μικρό αφιέρωμα στη συνεργασία μου μαζί τους, από το κομμάτι που με έφερε κοντά τους μέχρι αυτό που κάναμε τελικά μαζί.

Γενικά, τα live shows είναι κάτι το οποίο δεν κάνω συχνά. Είναι πολύ μεμονωμένα. Και ο λόγος είναι ότι πρέπει κάπως να είναι πολύ κατάλληλες οι συνθήκες.

Πρέπει να αισθάνομαι ότι έχω κάτι καινούργιο να πω, να μην ανακυκλώνω πράγματα. Συν ότι για μένα η μεγάλη χαρά είναι όταν κρύβομαι στην οικειότητα του στούντιο, όχι τόσο πολύ όταν φανερώνομαι. Αλλά χαίρομαι πολύ που θα το μαζί την Παρασκευή, υπό αυτές τις συνθήκες. Σας περιμένω!

Η Kid Moxie θα παρουσίασει την οπτικοακουστική της συναυλία The Live Experience απόψε το βράδυ στην πλατεία του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μαζί της οι Χρήστος Λαϊνάς (κιθάρα) και Paige Von Bank (visuals). Έναρξη: 21:00. Είσοδος ελεύθερη με δελτία εισόδου. Περισσότερες πληρφορίες και δελτία εισόδου εδώ.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα