Αυτή είναι η τριαντάχρονη ιστορία του Sani Festival
Ένα βιωματικό ταξίδι σε όσα συνθέτουν το θρύλο του μακροβιότερου μουσικού φεστιβάλ της Β. Ελλάδας
Τριάντα ονειρεμένα καλοκαίρια
Η πρώτη φορά που ανέβηκα στη ζωή μου στο Λόφο της Σάνη, εκεί που βρίσκεται ο πύργος Σταυρονικήτα, ένας από τους τρεις πύργους βυζαντινής οχυρωματικής τέχνης του 13ου-14ου αιώνα, ήταν το 1976 όταν παραθερίζαμε στη Νέα Φώκια και πήγαμε στην ερημική παραλία του σημερινού Μπούσουλα για μπάνιο. Μαγικό μέρος.
Όταν ρώτησα τότε τί ήταν αυτός ο πυργίσκος στο πουθενά με τη θέα στην καταγάλανη θάλασσα μου είχαν πει την ιστορία του Άρχοντα της Κασσάνδρας που είχε κλειδώσει τις τρεις κόρες του στους τρεις πύργους-παρατηρητήρια (Σάνης, Φώκιας, Τορώνης) για να τις γλιτώσει από τις ορέξεις του Σουλτάνου που ήθελε να τις φυλακίσει για πάντα στο χαρέμι του. Τα πνεύματα των κοριτσιών παραμένουν ακόμα εντός των τειχών και ψάχνουν παρηγοριά.
Χρόνια μετά, το 1992, ανέβηκα και πάλι στο λόφο αλλά για άλλο σκοπό. Γεννιόταν μια μουσική πρωτοβουλία που έμελλε να γίνει ο σπουδαιότερος καλοκαιρινός φεστιβαλικός θεσμός της Βόρειας Ελλάδας.
Η ιδέα του Sani Festival, γεννήθηκε στην Κατάνια της Ιταλίας, σε ένα διάσημο Φεστιβάλ τζαζ που πραγματοποιείται τα καλοκαίρια στη Σικελία. Το καλοκαίρι του 91 ο Σταύρος και η Νίκη Ανδρεάδη παρακολουθώντας μια μαγική βραδιά εκεί αναρωτιούνται αν θα μπορούσαν να οργανώσουν κάτι αντίστοιχο στη Σάνη. ‘’Υπήρχε πάντα μια ευκαιρία να δημιουργήσουμε ευκαιρίες επικοινωνίας των διαφόρων ανθρώπων που μαζεύονταν στο resort και που έμεναν πιθανά απομονωμένοι. Και επειδή δεν μας ενδιέφερε η προσφορά μιας επίπεδης και κακής ποιότητας ψυχαγωγίας και μας άρεσε ιδιαίτερα η τζαζ, σκεφτήκαμε να αξιοποιήσουμε τον ιστορικό χώρο του Λόφου, που είναι από μόνος του ένα ιδανικό αμφιθέατρο για ένα σύνολο δραστηριοτήτων’’, μου είπε χρόνια αργότερα ο κ. Σταύρος Ανδρεάδης.
Με τη βοήθεια των φίλων τους στην Ιταλία που έπεισαν τους δύσπιστους καλλιτέχνες να παίξουν σε κάτι που δεν υπήρχε καν και σε ένα μέρος μάλλον εντελώς άγνωστο για την καλλιτεχνική του δραστηριότητα, όπως η Χαλκιδική, η πρώτη τζαζ χρονιά έγινε πραγματικότητα το καλοκαίρι του ’92. Μια τζαζ συνάντηση που θα εξελισσόταν σε Φεστιβάλ.
Το επόμενο ακριβώς καλοκαίρι η διοργάνωση εμπλουτίζεται, μεγαλώνει, αποκτά καλλιτεχνικό διευθυντή τον αείμνηστο εκδότη Τάσο Μιχαηλίδη ενώ ήδη στο τιμόνι βρίσκεται η αεικίνητη Μίνα Αποστολίδη και παρουσιάζει ένα ολοκληρωμένο πρόσωπο ζηλευτό, με δικές παραγωγές και όχι φιλοξενία συναυλιών που έκαναν απλά περιοδεία.
Σπουδαίες, αποκλειστικές διεθνείς μετακλήσεις αποκλειστικά για το Φεστιβάλ. ‘’Το πρώτο Jazz on the hill είχε εξαιρετική αποδοχή αφού ενδιαφέρον δεν έδειξε μόνο το κοινό της Θεσσαλονίκης αλλά και οι μουσικοί που το έκαναν αμέσως στέκι των φίλων της Τζαζ. Οι ιδρυτές του Φεστιβάλ, ο Σταύρος και η Νίκη Ανδρεάδη, άνθρωποι με γούστο και ποιότητα, φιλότεχνοι οι ίδιοι φρόντισαν να του δώσουν τα εχέγγυα χάρη στην αυτοχρηματοδότηση και τις επιλογές που ήταν πάντα πάνω από το μέσο όρο για μια λαμπρή πορεία’’, μου είχε εξομολογηθεί ο Κώστας Μπλιάτκας, σύμβουλος επικοινωνίας του Φεστιβάλ για χρόνια. Για την ιστορία τα ονόματα της πρώτης χρονιάς είναι οι Roy Hargrove Quintet, Cedar Walton Trio, Piero Odorici Trio και Marc Cary Quartet.
Συνήθως οι σταθμοί στην ιστορία ενός φεστιβάλ είναι οι ιστορίες του, οι νύχτες που τις κουβαλά κανείς στη μνήμη του για πάντα και τα ονόματα που θυμάσαι να είδες εκεί. Από τα πρώτα εκείνα χρόνια ανεξίτηλες στη μνήμη μια νύχτα με τον Jan Garbarek, μια παράσταση χορού με τον νεαρό Δημήτρη Παπαϊωάννου ή τα πεντηκοστά γενέθλια του Διονύση Σαββόπουλου να γιορτάζονται στο Λόφο με ένα μαγικό αερόστατο να κατεβαίνει από τον ουρανό της Χαλκιδικής.
Ένα φεστιβάλ όσο άρτια οργανωμένο και αν είναι, καταφέρνει να μένει ανεξίτηλο, όταν τα συναισθήματα που γεννά είναι δυνατότερα της στιγμής και μπορείς να τα ανακαλείς διαρκώς με τη μορφή των αναμνήσεων. Και στο Φεστιβάλ της Σάνη που φέτος συμπληρώνει τριάντα χρόνια ζωής οι αναμνήσεις διοργανωτών και κοινού είναι μια σπουδαία προίκα για το μέλλον του.
Το 1996 το Φεστιβάλ αναλαμβάνει η Όλγα Ταμπουρή, ένας άνθρωπος εξαιρετικών ικανοτήτων και ολιστικής αντίληψης για τον πολιτισμό.
‘’Η πρόκληση που έθεσα τότε στον εαυτό μου ήταν το φεστιβάλ αυτό, το μόνο ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην Ελλάδα, να αποκτήσει τη δική του ταυτότητα, τη δική του υπόσταση: αρχικά μέσα στην ίδια την τουριστική εταιρία που το δημιούργησε και το χρηματοδοτούσε και στη συνέχεια στην αντίληψη του κόσμου με απώτερο σκοπό να θέσει ένα στίγμα που θα ορίζεται στον πολιτιστικό χάρτη της χώρας. Επιθυμούσα το φεστιβάλ αυτό να μην είναι ένα ακόμη τουριστικό προϊόν στην περιοχή της Χαλκιδικής αλλά μια γιορτή της μουσικής κατά κύριο λόγο που θα έχει να πει και να προσδώσει κάτι διαφορετικό. Το μυστικό της επιτυχίας αυτής: συνεχής ανάπτυξη με συγκεκριμένες στρατηγικές προγραμματισμού σε θεματικές, ο εμπλουτισμός των θεματικών αυτών και με καλλιτέχνες που για πρώτη φορά επισκέπτονται τη χώρα μας κι όχι ατάκτως ερριμμένες εκδηλώσεις, η διαφοροποίηση στις καλλιτεχνικές επιλογές (πολλές από αυτές να ξεφεύγουν πλήρως από οτιδήποτε θεωρείται εμπορικό) σε σχέση με τις υπόλοιπες διοργανώσεις στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής αλλά και της Θεσσαλονίκης, και κυρίως πολλή δουλειά και πάθος για το αντικείμενο, τους καλλιτέχνες και τη δημιουργία τους. Θέλω το φεστιβάλ να μεγαλώνει όμορφα χωρίς να κουράζεται και να κουράζει. Θέλω να συνεχίσει να πνέει αύρα με άρωμα φρεσκάδας πάνω από τους χώρους που πραγματοποιούνται οι εκδηλώσεις, τους παλαιότερους, τους νεότερους κι αυτούς που φαντάζομαι ως εν δυνάμει χώρους διεξαγωγής’’, μου είχε πει στα δεκαπεντάχρονα γενέθλια του. Η απώλεια αυτής της φωτεινής γυναίκας, το 2019 ήταν για το Φεστιβάλ μια στιγμή απέραντου πόνου.
Κατάφερε να του χαρίσει προσωπικότητα και μεγάλες στιγμές όπως της Cesaria Evora, της Lila Downs, της Dee Dee Bridgewater, του Ismael Lo, της Abbey Lincoln, του Tito Puente, της Hindi Zahra, της Liz Wright και δεκάδων κορυφαίων ονομάτων του πλανήτη και την αφρόκρεμα της ελληνικής μουσικής.
Αλλά όχι μόνο. Το αρχικό Jazz on the Hill απέκτησε σύντομα “αδελφές” ενότητες –Sani Classic, Sounds of the World, Greek Variations, κινηματογραφική μουσική, θεατρικά και εικαστικά projects κ.α.-, που το οδήγησαν σε ανάπτυξη με παράλληλη καταξίωση σε ένα ακόμα πιο ευρύ κοινό
Και βέβαια εκατοντάδες ιστορίες που θυμούνται με αγάπη καλλιτέχνες και κοινό, όπως τις χαμένες βαλίτσες με τα μουσικά όργανα του Ray Brown, το 2000 ή του Ahmad Jamal το 1997, τα κουνούπια που έπρεπε να εξαφανιστούν πριν ανέβει στη σκηνή η Cassandra Wilson, η ατέλειωτη βροχή που ανέβαλε τη συναυλία της Ελένης Καραΐνδρου για μια μέρα, το ρεύμα που κόπηκε σε όλο το πρώτο πόδι με 3200 θεατές να περιμένουν υπομονετικά να ακούσουν τον Τίτο Πουέντε, το Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και τον Διονύση Τσακνή να κουβαλούν τα ηχητικά σε ένα κλειστό χώρο και μετά πάλι στο λόφο για να νικήσουν το κρυφτούλι με τη βροχή, η Σεζάρια Έβορα να τραγουδά ξυπόλητη καταμεσήμερο μέσα στον ήλιο κάτω από μια ομπρέλα αφού την προηγούμενη νύχτα είχαν ανοίξει οι ουρανοί!
‘’Το σπουδαίο είναι να επιμείνεις με το δύσκολο τρόπο. Να εκπαιδεύσεις το κοινό, το να μείνεις στη ποιότητα» πιστεύει ο Σταύρος Ανδρεάδης. Οι πράξεις όλων αυτών των 30 χρόνων το αποδεικνύουν.. Μια διοργάνωση χωρίς σύνορα και με τον απόηχο της να φτάνει σε κάθε γωνιά αυτού του πλανήτη που υπάρχουν άνθρωποι που αγαπούν τον πολιτισμό. Και οι πρεσβευτές του που μετά από κάθε εμφάνιση στο Λόφο να φεύγουν από δω εντυπωσιασμένοι, από το τοπίο, το κοινό, τη διοργάνωση και τη μαγική κουκουβάγια, που κρυμμένη στον πύργο τους στέλνει στο τέλος τον συναυλιών το καλό κατευόδιο.
Ένα φεστιβάλ που γεφυρώνει τους δύο βασικούς πυλώνες της ελληνικής βιομηχανίας: τουρισμό και πολιτισμό με συγκεκριμένο πολιτιστικό στίγμα, μια ταυτότητα καλλιτεχνική στο πλαίσιο ενός θεματικά δομημένου προγράμματος συνεχίζει φέτος, στη γενέθλιά χρονιά του με τον εμπειρότατο στη διοργάνωση μεγάλων εκδηλώσεων Γιώργο Μουστάκα στο τιμόνι και την εξαιρετικά πολύτιμη εδώ και δεκαετίες στην παραγωγή Βίκη Παπαδημητρίου να εκπλήσσει και να ανανεώνεται διαρκώς.
Δεν νομίζω να έλλειψα από καμία του διοργάνωση. Και δεν έχω από κανένα άλλο Φεστιβάλ τόσες υπέροχες αναμνήσεις εγγεγραμμένες στο βιβλίο της μνήμης. Από το Νίκο Παπάζογλου επί σκηνής μέχρι τον τεράστιο Peter Greenaway.
Στο Sani Festival χρωστάμε στιγμές που δεν θα ζούσαμε αλλιώς, καθώς η τόλμη των διοργανωτών, η γενναιοδωρία των καλεσμένων και η μαγεία του τοπίου, δημιούργησαν ένα συγκλονιστικό παζλ από 385 συναυλίες, παραστάσεις και εκδηλώσεις, έναν αληθινό πολιτιστικό θησαυρό που κάνουν τη Χαλκιδική έναν παγκόσμιο τουριστικό και πολιτιστικό προορισμό.
Η νέα του, μετά την πανδημία εποχή, συμπίπτει με τα τριακοστά του γενέθλια. Ευκαιρία για γιορτή!
*Γράφτηκε για το περιοδικό του Sani που κυκλοφορεί στα αγγλικά