Δημήτρης Ζερβουδάκης: Είναι σημαντικό να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια του άλλου

Ο σπουδαίος ερμηνευτής μιλάει για τον καιρό που ήθελε να τα παρατήσει, για το "Γράμμα σ' έναν ποιητή, για τη δικαστική μάχη για τραγούδι του και για όσα αγαπάει.

Γιώργος Σταυρακίδης
δημήτρης-ζερβουδάκης-είναι-σημαντικ-845513
Γιώργος Σταυρακίδης

Όταν μιλάς με τον Δημήτρη Ζερβουδάκη, νιώθεις πως έχεις απέναντι σου έναν καλό φίλο που τα λέτε.

Τη μία στιγμή είναι αυτός που αγαπήσαμε από το «Γράμμα σε έναν ποιητή» και τα «Βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα» του, αλλά τη άλλη στιγμή είναι εκείνος που θα σου μιλήσει για τα ταβερνάκια, για τις αναμνήσεις του και τις σκέψεις του για την κοινωνία, με όση ευκολία μπορεί να έχει η συνάντηση δύο ανθρώπων που συζητούν για πρώτη φορά αλλά βρίσκουν κάπου την χημεία ώστε να έρθουν κοντά.

Σημαντικός δημιουργός της Θεσσαλονίκης που αγάπησε τόσο πολύ την πόλη του ώστε τελικά να μην την αφήσει ποτέ για τις όποιες σειρήνες της Αθήνας.

«Αρχικά να πω πως θεωρώ τον εαυτό μου νικημένο από την γεωγραφία της Θεσσαλονίκης και της Βόρειας Ελλάδας. Αλλά νομίζω πως αυτό πού με τραβάει κάθε φορά σαν ισχυρός μαγνήτης στην επιστροφή ως ανίκητος νόστος, είναι οι άνθρωποι. Είναι ο τρόπος μας εδώ πάνω. Οι φίλοι μου, οι καυγάδες μας, τα λάθη μας, οι αγάπες μας, τα πάθη μας. Εντάξει, είμαι θεσσαλονικιός και όσο μεγαλώνω διαπιστώνω ότι την αγαπάω όλο και περισσότερο αυτή την πόλη και την πονώ. Θυμάμαι πάρα πολλά πράγματα από παιδί. Βολτάρω και θυμάμαι αλλαγές τεράστιες στην πόλη που ζωντανεύουν κάθε φορά μπροστά μου όταν θα βγω να κάνω μία βόλτα στην περιοχή του κέντρου της πόλης. Από την άλλη αλήθεια είναι ότι ζυμώθηκα σαν γενιά με έναν βαθύ πόθο να παραμείνουμε και να ολοκληρωθούμε  καλλιτεχνικά στην πόλη μας. Αυτό το πρέσβευσε με μεγάλη δύναμη ψυχής ο Νίκος Παπάζογλου και μας το πέρασε σαν μήνυμα στη γενιά μου. Διαπίστωσα τελικά ότι δεν είναι τόσο δύσκολο. Σίγουρα θέλει έναν πρόσθετο κόπο αλλά δεν είναι τόσο δύσκολο. Είναι θέμα αξιολόγησης και προτεραιοτήτων.»

Μάλλον ήσασταν και η τελευταία γενιά που πρέπει να τα κατάφερε από τη Θεσσαλονίκη χωρίς να χρειαστεί να φύγετε στην Αθήνα, γιατί βλέπουμε πως μέχρι και σήμερα οι περισσότεροι έχουν ως στόχο τους την Αθήνα.

Δεν είναι τυχαίο που οι νέες γενιές στρέφονται με αυτόν τον τρόπο στην πρωτεύουσα. Καταρχάς υπάρχει μία σοβαρή ψευδαίσθηση που θεωρούν πώς θα γίνουν κοινωνοί της μοίρας τους και της τύχης τους. Δεν είναι έτσι. Είναι λίγο πλασματική αυτή η αίσθηση. Καλό θα είναι κάποιος να ξεκινάει προσγειωμένος και να ξέρει πως θα πάει να μπει σε ένα ανταγωνιστικό και μη γόνιμο περιβάλλον όπου η ανθρωπιά δυστυχώς δεν συναντάται εύκολα. Στη Θεσσαλονίκη είναι άλλος ο τρόπος, χωρίς αυτό να είναι σοβινιστικό. Ίσως απλά να είναι άλλες οι ανάγκες. Αυτό όμως που ουσιαστικά σπρώχνει όλα αυτά τα παιδιά να πάρουν των ομματιών τους, είναι που έχει λείψει από τη Θεσσαλονίκη εκείνο το ελευθεριακό που μπορεί να συντηρήσει την τέχνη. Έχουν λείψει οι υποδομές, οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες.

Αν κανείς σκεφτεί τι φορείς υπάρχουν, παραγωγής πολιτιστικού έργου, στην πρωτεύουσα και τι αντίστοιχα υπάρχει σαν αναλογία στη Θεσσαλονίκη δυστυχώς είναι πολύ αρνητικό αυτό το ισοζύγιο σε βάρος μας. Πρόσθετα, μέσα στα χρόνια, όλες οι επιλογές που έχουν γίνει σε ό,τι αφορά το τι θα ζήσουμε ως καλλιτεχνικό προϊόν αφορά μόνο εισαγωγές. Πανάκριβες εισαγωγές. Είναι λογικό λοιπόν ότι όλος αυτός ο κόσμος προσπαθεί να ολοκληρωθεί καλλιτεχνικά όταν δεν βρίσκει τρόπο καν να εκφραστεί, πόσο δε μάλλον να επιβιώσει, μοιραία να αρχίσει να κοιτάει να ξενιτευτεί. Αυτή είναι η αλήθεια. Ξοδεύουμε παραπάνω από όσο πρέπει το μέλλον αυτής της πόλης σε ο,τι αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία και τα παιδιά της.

Ενώ παράγουμε φοβερούς μουσικούς. Ας κάνει κάποιος μία βόλτα στο πανεπιστήμιο ή στα ωδεία της πόλης και θα δει τι έργο παράγεται. Δυστυχώς όμως όλο αυτό το έργο δεν υπάρχει σαν καλλιτεχνική νότα, σαν παρουσία να αναβλύζει μέσα στην πόλη. Αυτή είναι μία επιλογή που αφορά τις τοπικές αρχές που λειτουργούν πολλές φορές σαν καλλιτεχνικά γραφεία. Κοιτάζουν δηλαδή πολλές φορές άλλα πράγματα από αυτά που θα έπρεπε να κοιτάζουν. Για να μη λέω αερολογίες, όλα αυτά για την ενίσχυση του τοπικού δυναμικού και του καλλιτεχνικού τρόπου της Θεσσαλονίκης και των γύρω περιοχών υπάρχουν στους κανονισμούς λειτουργίας και του Δήμου και της Περιφέρειας. Δηλαδή στο εσωτερικό Σύνταγμα για να το πω πιο απλά. Ε ας το τηρήσουμε. Δεν έχει κανένα νόημα να μας λένε ενίοτε οι τοπικοί περιφερειάρχες ή νομάρχες ή οι οποίοι εντεταλμένοι υπάλληλοι τέλος πάντων, το «Στείλτε μας προτάσεις». Τι προτάσεις να στείλουμε δηλαδή όταν είμαστε πρόταση μόνοι μας με το έργο που έχουμε κάνει. Μας έχει κρίνει το κοινό, μας έχουν κρίνει οι δάσκαλοι μας.

Αυτό που χρειάζεται, είναι οι υποδομές, να ανοίξουν οι δημόσιοι χώροι για τους καλλιτέχνες της πόλης και να σταματήσει αυτή η αθρόα εισαγωγή, χωρίς να πρέπει να το δούμε σοβινιστικά – μακριά αυτά από μένα- εννοείται πως υπάρχει αυτή η διαδραστικότητα ανάμεσα στους καλλιτέχνες όλης της Ελλάδας. Και εμείς κατεβαίνουμε στην Αθήνα ή θα πάμε στο Ηράκλειο ή θα βρεθούμε σε ένα φεστιβάλ στην Καλαμάτα. Αλλά λίγο ας κοιτάξουν οι τοπικές αρχές τις υποδομές για την ανέλιξη του τοπικού καλλιτεχνικού δυναμικού. Είναι πολύ σημαντικό.

Να σας πάω πίσω στο 1985 και στους Νέους Επιβάτες. Πως ξεκίνησε αυτό το ταξίδι εκείνη τη περίοδο;

Έχω κάνει το οικονομικό της Νομικής και είμαι από τους αιώνιους φοιτητές μαζί με δυο-τρεις φίλους από εδώ.  Τώρα πια βέβαια είμαστε διαγραφέντες δυστυχώς. Η αλήθεια είναι ότι ως φοιτητές είχαμε τις αναζητήσεις αλλά το χειρότερο ήταν ότι βρεθήκαμε σε κάποιες σχολές με προγράμματα σπουδών τα οποία από ένα σημείο και μετά, καταρχάς δεν μας ενδιέφεραν και κατά δεύτερον δεν μπορούσαμε καν να τα ακολουθήσουμε. Με αποτέλεσμα σιγά-σιγά να αναζητήσουμε άλλες συγκινήσεις. Εμένα με συνεπήρε η τέχνη για έναν πρόσθετο λόγο. Μέσα στην τέχνη ένιωσα ότι μπορώ να ακουμπήσω αυτή την ανάγκη μου για μία συλλογική ζωή, λίγο πιο κινηματική, λίγο πιο κοινωνική και πολιτική. Τα στέγασα όλα αυτά με τον τρόπο μου τέλος πάντων. Στο μυαλό μου τουλάχιστον, κατάφερα και τα χώρεσα και θεώρησα ότι δημιούργησα κάποια πατήματα, αν μη τι άλλο ένα αξιακό σύστημα για να μπορέσω να πορευτώ στη ζωή και στην τέχνη μου. Οι Επιβάτες, ήρθα στο πλαίσιο μιας ανάγκης για εργασία ως φοιτητές. Απλά η διαφορά μας τότε ήταν ότι, όταν μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε μια δική μας δισκογραφική «καλημέρα», δεν το κάναμε διαλέγοντας διασκευές παλιών τραγουδιών αλλά το κάναμε με δικά μας τραγούδια. Αυτή ήταν η διαφορά μας σε σχέση με το κλίμα της εποχής. Αυτό είχε τα θετικά του αλλά είχε και αρνητικά. Διαλέγεις κάποια στιγμή το δρόμο σου και πρέπει να ξέρεις πού φυσάει αεράκι αρκετά δυνατό και κρύο.

Ήταν πάντα στο μυαλό σας να ασχοληθείτε με τη μουσική από όσο καταλαβαίνω.

Υπήρχε πάντα στο σπίτι η μουσική. Άρεσε στους γονείς μας να τραγουδούν, ειδικά στα οικογενειακά τραπεζώματα. Είχαμε και ένα θείο στην περίφημη εκείνη εποχή των συγκροτημάτων της Θεσσαλονίκης. Ξέρετε, παλιά, κάθε γειτονιά είχε το δικό της συγκρότημα στη Θεσσαλονίκη. Κάτι που γίνεται σε πολλές περιπτώσεις μέχρι και σήμερα αλλά το απαξιώνουμε. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, ακούσαμε από υπεύθυνα χείλη ότι δεν μπορεί να ασχοληθεί  το Υπουργείο Πολιτισμού με τα ταβερνάκια. Αν το πάρουμε αυτό ως μία αναγωγή στη ζωή μας, στα ταβερνάκια κάθε βράδυ ζωντανεύει ο Τσιτσάνης, ο Μπάτης, ο Βαμβακάρης με τη δύναμη της παρέας και του κρασιού. Αυτός λοιπόν είναι ο πολιτισμός που αναβλύζει από αυτόν τον τόπο που σας έλεγα νωρίτερα.

Το «Γράμμα σε έναν ποιητή», έχω την αίσθηση πως θα σας συστήνει από την αρχή, πάντα, σε μία επόμενη νεολαία. Γιατί πιστεύετε ότι γίνεται αυτό;

Καταρχάς να σας πω πως είναι μεγάλη τιμή αυτό που μου λέτε. Το «Γράμμα σε έναν ποιητή» δημιουργήθηκε σε μια δύσκολη καμπή σε προσωπικό επίπεδο και μάλιστα σε μια εποχή που σκεφτόμουν να παρατήσω και τη μουσική. Μας είχαν τύχει τότε κάποιες ατυχίες στη διαδρομή των Νέων Επιβατών και ήμασταν σε μία εσωτερική κρίση με αποτέλεσμα ένα τεράστιο αδιέξοδο μπροστά μας. Εκεί λοιπόν ήρθε αυτό το τραγούδι. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα κάνει αυτή τη διαδρομή. Αυτό που με οδήγησε να πιάσω την κιθάρα μου εκείνη την εποχή μέσα στη στεναχώρια και την απελπισία μου και να γράψω τη μουσική που έγραψα για αυτό το τραγούδι, προφανώς αφορά πολύ κόσμο μέχρι και σήμερα. Και αφορά κυρίως τη νέα γενιά που ζει μέσα από την παρόρμηση της, ζει από το ρε γαμώτο, που δεν αντέχει την σύμβαση και κάποια στιγμή θα αναζητήσει μία διαφορετική λύση εκεί ακριβώς που όλοι οι άλλοι θεωρούμε ότι δεν υπάρχει κάτι να μας σώσει. Και αυτή η λύση είναι ένα ταξίδι. Έτσι είναι, ο νέος άνθρωπος οφείλει στον εαυτό του το ταξίδι αυτό. Ειδικά στην εποχή μας εκεί που έχει φτάσει ο πολιτισμός, οφείλει να δηλώσει πολίτης του κόσμου. Εκεί λοιπόν νομίζω ότι συναντιόμαστε και θα συναντιόμαστε με αυτό το τραγούδι για πάντα με όλες τις γενιές. Είναι βέβαια εξαιρετικός και ο λόγος του Καββαδία. Διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με τα άλλα ποιήματά του.

Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έπαιξε καθοριστικό ρόλο από όσο ξέρω στη πορεία σας.

Ο Μαρκόπουλος είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο του ελληνικού τραγουδιού και την μουσικής. Έπαιξε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο. Με βοήθησε πολύ να βρω τον εαυτό μου ως τραγουδιστής. Να βρω τον τρόπο μου. Τον εμπεριέχω μέσα στην δημιουργική μου εκφορά και τον αγαπώ πολύ ως μελωδό.

Πόσο άνετα νιώθετε σε μία σκηνή;

Νιώθω άνετα γιατί το παλκοσένικο έχει μια μαγεία. Ας κρατήσουμε τη θετική του πλευρά, όχι τόσο αυτή που σε κάνει να ξεχωρίζεις στον κόσμο αλλά αυτή που σε φέρνει κοντά στον κόσμο. Είναι μία μαγική πύλη το παλκοσένικο. Βιώνεις κάθε βράδυ πράγματα που ποτέ δεν είναι ίδια. Εκτίθεσαι βέβαια από την άλλη. Παλαιότερα η αποθεραπεία αυτής της έκθεσης δεν είχε κόστος, ούτε καν γινόταν αντιληπτή. Όσο περνάει ο καιρός όμως και βαραίνουν τα χρόνια πάνω μου, νιώθω αυτή την ανάγκη για αποθεραπεία μετά τη συναυλία. Ξέρετε είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να δεις τον εαυτό σου μέσα από τα μάτια, το βλέμμα ή την οπτική κάποιου άλλου. Αυτό αφορά και τις συνεργασίες. Λένε ότι το χειροκρότημα είναι η ανάγκη του κοινού να αγκαλιάσει τον καλλιτέχνη. Πόσο όμορφο είναι αυτό… στην πραγματικότητα είναι μία όμορφη ερωτική σχέση που στήνεις με το κοινό. Καθαρά ερωτική που σαν υπόβαθρο μόνο χαρά δίνει. Σίγουρα υπάρχουν και στραβές, έχω ζήσει σε αυτή τη δουλειά όλα αυτά τα χρόνια και ανοησίες και καυγάδες και εκτροπές κάποιων λόγω αλκοόλ που δεν είχαν κανένα νόημα. Όλα όμως είναι μέσα στο ίδιο κάδρο.

Μπροστά σε ένα μικρόφωνο συναυλίας ή μπροστά σε ένα μικρόφωνο ραδιοφώνου;

Το λατρεύω το ραδιόφωνο! Μάλιστα δεν σου κρύβω ότι στο πλαίσιο του συλλόγου των μουσικών θέλουμε να στήσουμε έναν ιντερνετικό σταθμό το επόμενο διάστημα. Από την άλλη εγώ είμαι ταγμένος στη μουσική μου. Μου δίνει όμως μεγάλη χαρά και να βρεθώ μπροστά σε ένα μικρόφωνο ραδιοφώνου, δεν το κρύβω αυτό.

Θυμάμαι την περίοδο των συναυλιών σας με την Ελευθερία Αρβανιτάκη κι εκείνη την ζωντανή ηχογράφηση. Τι ανάμνηση έχετε από εκείνη την περίοδο;

Έχω πολύ καλές και γλυκές αναμνήσεις και από την Αθήνα και από τη Θεσσαλονίκη που είχαμε έρθει. Ήταν η περίοδος που σχεδόν μόλις είχα απολυθεί από το στρατό και είχα καταφέρει να είμαι με μία καλή δουλειά στα χέρια μου. Με ένα πολύ καλό και δυνατό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Βρεθήκαμε με συνεργάτες που στοιχειωδώς διέθεταν μία αξιοπιστία στη σχέση μεταξύ μας. Όλο αυτό με είχε συνεπάρει και το είχα ζήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Αλλά αυτό που είναι πιο συγκινητικό από όλα είναι ότι μετά από πολλά χρόνια τύχαινε να περπατάω στην πόλη και να ακούω από τα σπίτια πάρτι όπου παίζανε αυτό τον δίσκο που είχαμε ηχογραφήσει τότε. Ήταν υπέροχο!

Οι καλλιτεχνικές παρέες που είχατε κατά καιρούς, τι αφήνουν;

Μέσα σε αυτά τα χρόνια που είμαι στη δουλειά έχω μάθει πως είναι μεγάλη εύνοια της τύχης να ζεις από αυτό που αγαπάς. Είμαστε ένα περίεργο σινάφι οι καλλιτέχνες. Είμαστε κυκλοθυμικοί άνθρωποι. Δυστυχώς ταλαιπωρούμαστε και από έναν ναρκισσισμό που μάλιστα σε μία σωστή δόση είναι απαραίτητος για την άσκηση της τέχνης μας ας πούμε, αν το δει κάποιος ως εργασία, ως δουλειά, με αποτέλεσμα να είμαστε και λίγο δύσκολοι άνθρωποι στην επικοινωνία από ένα σημείο και μετά. Ας μην το παρεξηγείτε αυτό. Δώστε μας αυτή την ιδιότυπη ασυλία γιατί πραγματικά είναι λίγο δύσκολο να φιλτράρουμε όλο αυτό το συναίσθημα από τον κόσμο ώστε να το μετουσιώσουμε σε μουσική, σε τέχνη και μετά να το επιστρέψουμε πίσω. Είναι μία επώδυνη διαδικασία, δεν είναι εύκολο.

Ακούσαμε τραγούδια σας, που επανεκτέλεσαν συνάδελφοι σας και μάλιστα με επιτυχία. Ήταν ένα αποτέλεσμα που σας βρήκε σύμφωνο;

Καταρχάς πρέπει να πω πως δεν μπορώ να είμαι κρίνων και κρινόμενος μαζί. Άρα δεν τίθεται θέμα να κρίνω την προσέγγιση που θα κάνει κάποιος σε ένα τραγούδι μου. Όσον αφορά το ήθος αυτού του τύπου της επικοινωνίας μεταξύ των καλλιτεχνών, συνηθίζεται όταν ο δημιουργός είναι εν ζωή να ερωτάται. Επίσης αυτός που επίσης συνηθίζεται να ερωτάται είναι ο πρώτος εκτελεστής του τραγουδιού. Είναι θέμα δεοντολογίας του επαγγέλματος να το πω. Όταν άνθρωποι σαν την αγαπημένη μας Γλυκερία ή τον Γιάννη Κότσιρα με ρώτησαν,  εισέπραξα μία στιγμιαία χαρά, λίγη εκτίμηση σε αυτό που είμαι και σε αυτό που κάνω. Όταν όμως από την άλλη την πλευρά, συναντάς μία καθαρόαιμη πονηριά και μία διάθεση κλοπής, εκεί οφείλω να αντιδράσω. Στα «Ανείπωτα» ας πούμε, εγώ το έμαθα πως έγινε επανεκτέλεση αφού κυκλοφόρησε το τραγούδι. Δεν στράφηκα δικαστικά ποτέ στον καλλιτέχνη όμως, δεν είχα κανένα λόγο. Αλίμονο, ένα νέο παιδί ήταν. Μίλησα μετά και μαζί του. Όφειλε όμως η τότε ΑΕΠΙ και η εταιρεία του να με πάρουν ένα τηλέφωνο και να μου ζητήσουν την άδεια τόσο για το τραγούδι, όσο και για το αισθητικό αποτέλεσμα που είναι σημαντικό. Εκεί ακριβώς φάγαμε τα μουστάκια μας. Να πούμε βέβαια ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν υπέρ μας και ουσιαστικά κάναμε με αυτόν τον τρόπο ένα ξεκαθάρισμα ώστε να μη συμβαίνουν στο μέλλον αυτά.

Τι θα ακούσουμε το Σάββατο στο Principal;

Καταρχάς θα ακούσουμε όλα που έχουμε αγαπήσει από κοινού με την Γεωργία Νταγάκη μέσα σε αυτά τα χρόνια. Έχουμε δώσει ιδιαίτερο βάρος στην καλλιτεχνική μας πρόταση. Πιστεύω ότι τα τραγούδια μας αρκούν για να στηρίξουν μία παράσταση. Επίσης έχουμε αναφορά σε συγκεκριμένες μουσικές πού ακριβώς προσδιορίζουν το από πού προερχόμαστε και που επιθυμούμε να βρεθούμε. Η χημεία που υπάρχει με τη Γεωργία οδηγεί σε έναν αυτοματισμό πλέον. Όπως και αυτή η εναλλαγή των συναισθημάτων στα τραγούδια μας. Είναι μία καταπληκτική μουσικός και τραγουδίστρια. Υποστηρίζει με πολλή ψυχή αυτό που κάνει. Δουλεύει πάρα πολύ επίσης. Έχουμε μία ομάδα που μας υποστηρίζει με την ψυχή της. Υπάρχει δηλαδή αγάπη, υπάρχει εκτίμηση. Υπάρχει αυτό το χαμόγελο όταν γυρνάς και βλέπεις τον άλλον και είναι εκεί, δεν τον νιώθεις δηλαδή κλεισμένο στις σκέψεις του. Είχαμε τη χαρά να κάνουμε κάποιες συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο λίγο πριν την πρώτη πανδημία και είπαμε τώρα να το συνεχίσουμε. Αυτό λοιπόν που είναι το κλειδί μετά από τόσο καιρό είναι ότι έχει παντρευτεί πάρα πολύ όμορφα η βαλκανική μας εκφορά – ο μακεδονικός μας τρόπος ας τον πω – στη μουσική και στην παράδοση μαζί με το κρητικό στοιχείο που έτσι κι αλλιώς είναι πολύ κοντά συναισθηματικά. Υπάρχει δηλαδή αυτή ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης. Σε αυτό λοιπόν που στήσαμε ακούει κανείς το ηχόχρωμα της λύρας, την επόμενη στιγμή της γκάιντας και του καβαλ ή του νέυ και την επόμενη στιγμή της ηλεκτρικής κιθάρας.

Είστε σε μία κατηγορία εργαζομένων που άργησε πολύ να σταθεί στα πόδια της, έστω με περιορισμούς όπως συμβαίνει σήμερα. Πως βιώσατε εσείς το διάστημα αυτό και ποιες οι σκέψεις σας για όσα ζούμε;

Το ότι μετά από τόση προσπάθεια βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο, συγνώμη αλλά ως πολίτη αυτής της χώρας, δεν μου δημιουργεί και το καλύτερο συναίσθημα. Ούτε μου δίνει την άνεση να κινηθώ παραγωγικά όπως επιθυμώ. Παρόλα αυτά επιμένουμε, γιατί θέλουμε να κερδίσουμε πίσω τη ζωή μας. Καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει και μία αντίστοιχη ανάγκη και στο κοινό και κάπου εκεί συναντιόμαστε. Δεν είναι δουλειά μου να κρίνω ούτε τη διαμάχη που υπάρχει με αυτούς που επιθυμούν να μείνουν ανεμβολίαστοι. Αυτά από ένα σημείο και μετά είναι τόσο προσωπικές επιλογές που καλό θα είναι να τις αφήσουμε ως τέτοιες. Ο καθένας ας σκεφτεί τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Εγώ εμπιστεύομαι την επιστήμη. Εμπιστεύομαι τα εμβόλια. Εμπιστεύομαι όλη αυτή την προσπάθεια που γίνεται και δεν θεωρώ ότι υπάρχει όλη αυτή η τεράστια συνωμοσία που δυστυχώς κάποιοι πιστεύουν. Προχωρώ με βάση τις δυνατότητες που θα μου δοθούν και αυτές που θα διεκδικήσω με τη σειρά μου.

*Ο Δημήτρης Ζερβουδάκης θα είναι μαζί με την Γεωργία Νταγάκη στο Principal, αυτό το Σάββατο 20/11

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα