Δραματική, κλασική Μαντάμα Μπατερφλάι από την Όπερα των Παρισίων
Μία κριτική από τον Γιώργο Μαρκογιαννόπουλο.
Λέξεις: Γιώργος Μαρκογιαννόπουλος
Αναμφίβολα ιταλικό αέρα είχε το άνοιγμα της αυλαίας στην Όπερα των Παρισίων, καθώς την πρεμιέρα τού βερντιανού «Φάλσταφ» ακολούθησε, στις 17/9, η πασίγνωστη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Τζιάκομο Πουτσίνι. Την αναβίωση του κλασικού έργου ανέλαβε σκηνοθετικά ο Robert Wilson, δίνοντας ένα λιτό, αφαιρετικό και οπωσδήποτε καλαίσθητο στίγμα στη συνολικά επιτυχημένη παραγωγή. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο της προδομένης Γιαπωνέζας γκέισας Τσο-Τσο Σαν κλήθηκε να αναλάβει η Ιταλίδα υψίφωνος Eleonora Buratto, ενώ την ορχήστρα της Όπερας της Βαστίλης διηύθυνε η συμπατριώτισσά της Speranza Scappucci.
Η εισαγωγή της Πρώτης πράξης με τα γοργά τέμπι έδωσε σύντομα το βήμα στον Αμερικανό πλοίαρχο Πίνκερτον, τον οποίον ενσάρκωσε με άνεση ο Ρουμάνος τενόρος Stefan Pop και που, ακολουθώντας τα αρχικά χορευτικά θέματα, συνομίλησε άριστα με τον Γιαπωνέζο προξενητή Γκόρο, ερμηνευμένο από τον έμπειρο στο ιταλικό ρεπερτόριο τενόρο Carlo Bosi. Τα δε σκηνικά, ούτε την κανονιοφόρο τού Αμερικανού ναύτη φανέρωσαν ούτε και το λιμάνι τού Ναγκασάκι όπου διαδραματίζεται η υπόθεση. Έδωσαν, όμως, με τους απέριττους φωτισμούς και τους διακριτικούς χρωματισμούς το νοητό ατμοσφαιρικό περίγραμμα της χώρας τού ανατέλλοντος ηλίου. Παράλληλα, τη ροή της έντονα οριενταλιστικής μουσικής διακόπτει, ως σύντομο ένθετο, ένα απόσπασμα από την αστερόεσσα, το οποίο τραγουδά ο Pop ως Πίνκερτον με υπερχειλίζον συναίσθημα, και με το οποίο ο Πουτσίνι σηματοδοτεί την κεντρική αντίθεση ανάμεσα στο δυτικό (αμερικανικό) και ανατολικό (ιαπωνικό) στοιχείο.
Ο τυχοδιώκτης ναύτης εκμυστηρεύεται στον μεσολαβητή γάμων Γκόρο αλλά και στον Αμερικανό πρόξενο Σάρπλες, που συμπληρώνει την παρέα, πως στοχεύει να παντρευτεί -έστω για όσο παραμείνει στο νησί- μία Γιαπωνέζα γκέισα. Ο Σάρπλες, τον οποίον ερμήνευσε πειστικά ο καταξιωμένος Βρετανός βαρύτονος Christopher Maltman, μάταια επιχειρεί να μεταπείσει τον Πίνκερτον, ο οποίος αμέσως υποδέχεται τη Μαντάμα Μπατερφλάι, πλαισιωμένη από χορό γκεϊσών, με την άρια «Vieni, amor mio!». Η αμφίεση της Μπατερφλάι από τη Frida Parmeggiani δεν πλησίασε σε όλα εκείνα τα περίτεχνα, παραδοσιακά χαρακτηριστικά ενδύματα των γκεϊσών αλλά αντ’ αυτού περιορίστηκε σε ένα κομψό πάλλευκο φόρεμα, ως σύμβολο της αγνότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα, σε ηπιότερη μορφή, το περίφημο μακιγιάζ. Τελικά, ο γάμος της Μπατερφλάι με τον Πίνκερτον και η αποκήρυξη της γκέισας από την οικογένειά της οδηγεί στο εκπληκτικό ντουέτο αγάπης μεταξύ των νεονύμφων «Vogliatemi bene», όπου η βελούδινη υψηλή περιοχή της Buratto βρήκε ικανή αντιστοίχιση στο μυώδες και μεταλλικό φωνητικό εκτόπισμα του Pop.
Την εισαγωγή στη Δεύτερη πράξη απέδωσε η ορχήστρα υπό τη Scappucci σε αργό, σταθερό τέμπο προαναγγέλλοντας και υπογραμμίζοντας το δράμα που θα επακολουθήσει ως συνέπεια της αναχώρησης του Αμερικανού πλοιάρχου για την πατρίδα του. Πράγματι, την αέναη προσμονή τής Τσο-Τσο Σαν για τον γυρισμό του συζύγου της επιστέγασε η πολύ γνωστή και αγαπητή άρια για σοπράνο «Un bel dì, vedremo», την οποία ερμήνευσε η Ιταλίδα Μπατερφλάι, ως άλλη Πηνελόπη, με την αγωνία, τον λυρισμό και την αταλάντευτη πίστη που προσήκει, επενδύοντας τη σκηνή με ένα ανεπιτήδευτο κλίμα μελαγχολίας και αφοσίωσης. Όταν, έπειτα από τρία χρόνια, φθάνει επιτέλους το γράμμα της επιστροφής τού Πίνκερτον στο γιαπωνέζικο λιμάνι, η Μπατερφλάι με το νεαρό παιδί της (που επέδειξε ωραία κίνηση επί σκηνής), κατεβαίνουν τάχιστα για την υποδοχή, ενώ καταφθάνει και η βοηθός της, Σουτζούκι, που επάξια ερμήνευσε η Γαλλίδα μεσόφωνος Aude Extrémo, υφαίνοντας το όμορφο όσο και λυτρωτικό ντουέτο των δύο κυριών «Il cannone del porto!» υπό τους κανονιοβολισμούς τού προσαράζοντος αμερικανικού πλοίου.
H καθυστερημένη αποβίβαση του Πίνκερτον με την νέα Αμερικανίδα σύζυγό του Κέητ (Sofia Anisimova) θέτει τέλος στη διάχυτη ευθυμία και εμπρός την κορύφωση του οπερατικού δράματος. Ο υψηλής συναισθηματικής έντασης διάλογος των Πίνκερτον-Σουτζούκι-Σάρπλες σχετικά με την τύχη τού μικρού παιδιού και της Μπατερφλάι κέντρισε το ενδιαφέρον με την άψογη άρθρωση του αδόμενου λόγου, επιτρέποντας την καθαρή πλοκή των εξαιρετικών φωνητικών συνεισφορών. Το φανερό, πλέον, αδιέξοδο παρουσιάζεται ανάγλυφο με μία κατανυκτική, ματαιόδοξη εκτόνωση της Τσο-Τσο Σαν στην υψηλή περιοχή ως απάντηση στη Σουτζούκι, που ανώφελα προσπαθεί να απαλύνει την κατάσταση. Την Τελική πράξη έβαψε με το ιδιαίτερο τίμπρο της η Μπατερφλάι τής Buratto στο τραγικό «Con onor muore», κάνοντας, όπως επιτάσσει ο ιαπωνικός κώδικας τιμής, χαρακίρι, καθώς η αυτοκτονία με υπερηφάνεια προτιμότερη είναι από την ατιμασμένη ζωή.