εμείς-και-ο-παύλος-δύο-μορφές-της-ελλην-1251864

Μουσική

Εμείς και ο Παύλος: Δύο μορφές της ελληνικής ροκ μιλούν για τον «πρίγκιπα» Σιδηρόπουλο

Νίκος Γιαννάτος και Βασίλης Σπυρόπουλος σε μία εξομολογητική συνέντευξη στην Parallaxi για τον «Πρίγκιπα» της ροκ, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή

Χάρης Δημαράς
Χάρης Δημαράς

Μία ώρα συζήτησης στο καμαρίνι σημαντικών μουσικών, μιας γενιάς που άνοιξε δρόμους στη ροκ σκηνή και που έζησε μια «γεμάτη» ζωή. Η οποία σε πολλές περιπτώσεις περιείχε και καταχρήσεις, «τρέλες», στο πλαίσιο του δόγματος «sex, drugs and rock and roll», μιας εποχής που θεωρήθηκε επαναστατική.

Όχι μόνο για την εξέλιξη της ροκ μουσικής, αλλά επειδή έσπασε στερεότυπα, έκανε τους ανθρώπους να απελευθερωθούν και να αρχίζουν να μιλάνε για πράγματα που έκαναν, αλλά ντρέπονταν να τα ομολογήσουν.

Συναντήθηκα ένα βράδυ Σαββάτου με δύο ανθρώπους που έζησαν τη ροκ μουσική με το κουτάλι. Γεννήθηκαν μέσα από αυτή, την έχουν μέσα τους. Γνήσιοι ροκάδες, μιας πιο αυθεντικής εποχής.

Νίκος Γιαννάτος και Βασίλης Σπυρόπουλος. Ο πρώτος βρίσκεται από πιτσιρικάς μέσα στη ροκ μουσική από τις αρχές του 1970, με συμμετοχή σε πολλές μπάντες, τις επόμενες δεκαετίες, μεταξύ των οποίων και στους Μουρμούρα, Αμήν, Πυξ Λαξ (1997-2004), αλλά και με σόλο καριέρα. Ο δεύτερος μέλος των θρυλικών Σπυριδούλα, μαζί με τον εκλιπόντα αδελφό του Νίκο, αλλά και σημαντική παρουσία μέχρι και σήμερα. Δύο γνήσιοι ροκάδες.

No description available.

Σημείο αναφοράς της συνάντησής μας ο Παύλος Σιδηρόπουλος. Σαν σήμερα (6 Δεκεμβρίου 1990) ο πρίγκιπας της ελληνικής ροκ έφυγε από τη ζωή, νικημένος από το πάθος του για τα ναρκωτικά. Πριν από 34 χρόνια ακριβώς.

Τόσο ο Γιαννάτος, όσο και ο Σπυρόπουλος είχαν συνεργαστεί επί σειρά ετών μαζί του, τον έζησαν μουσικά και όχι μόνο μέσα από τη συνεργασία τους με γκρουπ (με τον Γιαννάτο είχαν συγκροτήσει τη βραχύβια μπάντα Η Μουρμούρα και με τον Σπυρόπουλο ήταν μαζί στους Σπυριδούλα, βγάζοντας ένα σπουδαίο δίσκο που συζητείται ακόμη και σήμερα, το Φλου).

Η συζήτησή μαζί τους είχε τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί συζητάμε για τον Παύλο (για τον οποίο έπαιξαν πριν από μερικές μέρες μαζί με ακόμη σημαντικούς μουσικούς όπως τους Γιώργο Λαγγουρέτο, Νίκο Εφεντάκη, Κυριάκο Δαρίβα, Δημήτρη Παπαδημητρίου,  Βασίλη Ράλλη, Αλέξανδρο Δάικο, Κύριο Κ, αλλά και γιατί η κουβέντα μας πάει και στην τότε εποχή, στη ροκ μουσική και το κατά πόσο το δόγμα της μπορεί να παραμείνει επίκαιρο.

Η γνωριμία του Νίκου και του Βασίλη κρατάει πάνω από πέντε δεκαετίες. Όταν ήταν ακόμη έφηβοι, στη Νέα Σμύρνη, σε σπίτι ενός φίλους τους ντράμερ.

Ο Βασίλης στη συνέχεια απέκτησε σπίτι στην Αγία Παρασκευή, μια έπαυλη, όπου φυσικά έπαιζαν μουσική αλλά και άραζαν για μέρες. «Μπορεί να πήγαινα για λίγο και να καθόμουν τελικά 2-3 μέρες», λέει χαριτολογώντας ο Γιαννάτος.

«Αλλά μην συγκρίνεις με το τώρα. Μιλάμε για διαφορετικές εποχές». Και μου εξιστορούν από μια ιστορία που έχει μέσα και Θεσσαλονίκη, για να καταλάβω και να σπάσει και ο πάγος. Που ήδη άρχισε να λιώνει με το χαρακτηριστικό ήχο, στο ένα ποτήρι με το ουίσκι που κουνιόταν στο χέρι του Βασίλη.

Νίκος Γιαννάτος: «Εμάς οι γονείς μας τότε μπορεί να μας ψάχνανε για μέρες στις αστυνομίες. Να φανταστείς εγώ είχα πάει για τσιγάρα μια μέρα και τελικά κατέληξα στη Θεσσαλονίκη. Βρήκα έναν τύπο στο περίπτερο και μου λέει πάμε Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητο; Τότε δεν είχαμε κινητά. Πήρα την άλλη μέρα από τη Θεσσαλονίκη στους γονείς μου και τους λέω μην ανησυχείτε… Θεσσαλονίκη είμαι…».

Βασίλης Σπυρόπουλος: «Ο Σπύρος Καπώνης, ο αδερφός του Λευτέρη, μου λέει μια μέρα ότι του χρωστάει κάποιος λεφτά στη Θεσσαλονίκη. Μου λέει πάμε; Φύγαμε 5 το πρωί με ώτο-στοπ και φτάσαμε Θεσσαλονίκη. Ο Λευτέρης Καπώνης είχε σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη στη Νομική και ήταν σαν αρχηγός στην πόλη, τον ήξεραν όλοι στο Πανεπιστήμιο.

Όταν καταφέραμε να φτάσουμε, ψάχναμε τα παιδιά. Δεν βρήκαμε κανέναν στο σπίτι, είχε βροχή, πήγαμε στο Αχίλλειον βρήκαμε κάτι άλλα φρικιά εκεί, λέμε πώς θα τη βγάλουμε το βράδυ; Μας λένε ‘εμείς μπαίνουμε στο Βασιλικό Θέατρο’, που το ανακατασκεύαζαν τότε και ‘αράζουμε’. Πάμε κι εμείς εκεί. Όμως εμείς δεν ξέραμε τα κόλπα, ήταν σκοτεινά, κοιμόμαστε εκεί σε έναν καναπέ και ήταν έξω από το γραφείο του διευθυντή (γέλια). Ξυπνάμε και βλέπουμε κάτι χωροφύλακες από πάνω μας…  Αυτό έγινε το 1976».

No description available.

Φτάνει η κουβέντα στον Παύλο. 

Μου κάνει εντύπωση ότι ο Βασίλης Σπυρόπουλος αρκετές φορές μιλά για τον Σιδηρόπουλο, όπως και αργότερα για τον Άσιμο, σε ενεστώτα.

Βασίλης: «Ο Παύλος είναι ένας σπουδαίος μουσικός, άρτιος καλλιτεχνικά, αλλά και ένας πολύ σημαντικός τραγουδιστής, με τεράστια μουσικότητα. Η μεγάλη του συνεισφορά για μένα ήταν τα τραγούδια που έγραψε, απέδειξε ότι είναι εφικτή η στιχουργία, γιατί μέχρι τότε ο περισσότερος κόσμος νόμιζε ότι δεν γίνεται, δεν υπήρχε ελληνόφωνο ροκ».

Νίκος: «Αυτός και ο Σαββόπουλος έκαναν την αρχή, απλά ο Σαββόπουλος έγινε δραχμολάτρης και άφησε και το ροκ. Αλλά μας είχαν επηρεάσει πολύ τότε. Με το Φορτηγό, το Περιβόλι, τον Μπάλο. Μέχρι εκεί. Τον ξέραμε ήδη τον Παύλο από τα Μπουρμπούλια, πριν τον γνωρίσουμε προσωπικά.

Μετά το Σαββόπουλο, τα Μπουρμπούλια είχαν πάρει τραγουδιστή τον Παύλο. Είχαν και τον Παντελή Δεληγιαννίδη για κιθαρίστα, ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη, εξαιρετικός και έκαναν τρομερό τρίο. Μιλάμε για γκρουπάρα και δεν την πήρε χαμπάρι κανένας. Ο Παύλος έδινε ρέστα. Ήταν ο Ντάλας μπάσο, ο Τσιρογιάννης τύμπανα, ο Παντελής κιθάρα και ο Παύλος τραγούδι. Τι να σου πω τώρα. Διαλύθηκαν γρήγορα, όμως». 

Βασίλης: «Μετά ήρθε και η χούντα και πίεσαν λίγο τα πράγματα. Όχι ότι απαγόρευσε η χούντα να παίζει ο Παύλος. Αλλά η χούντα δημιούργησε μια θεοδωρακίστικη διάθεση. Ο κόσμος πήγε στο απαγορευμένο».

Νίκος: «Και από την άλλη άνοιξαν όλα τα σκυλάδικα. Επειδή άρχισε να κονομάει κόσμος που δεν είχε προοπτική να κονομήσει πριν, κάτι μπετατζήδες που έγιναν εργολάβοι επειδή είχε ανοικοδόμηση και ξαφνικά βρέθηκαν κάτι άτομα με λεφτά που μέχρι τότε δεν είχαν ιδέα. Εγώ είχα στη Νέα Σμύρνη την Αδυναμία, ένα στο τέλος της Συγγρού που έπαιζε η Καίτη Ντάλη  και είχα πει μια μέρα θέλω να τραγουδήσω με αυτή την γκόμενα και είχα γράψει ένα τραγούδι δικό μου μαζί της και αργότερα είπα μαζί της και το Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, με την Groova. Πήγα μια φορά 1.30 τα ξημερώματα και κουρντίζανε. Η Ντάλη βγήκε στις 4.30, έπαιζαν μέχρι τις 10 το πρωί.

Με τον Παύλο είχαμε κοινούς φίλους, τον Ντάλα από τα Μπουρμπούλια. Παίζαμε μαζί με τους παιδικούς του φίλους. Ξαφνικά είμαι στη Σκόπελο, αρχές του ΄80 και με παίρνει τηλέφωνο ο Παύλος, μου λέει φτιάχνω μια μπάντα. Έπαιζα κιθάρα τότε, τώρα παίζω μπάσο. Και λέω ναι αλλά εγώ δεν γουστάρω πρέζες και τέτοια. Και έτσι έγινε. Εκείνη η μπάντα λεγόταν Μουρμούρα και αναφέρεται σαν ένα βραχύβιο σχήμα. Παίξαμε στην παραλία στο Φλοίσβο σε ένα κλαμπ, κάναμε και κάποιες συναυλίες και με το που έγινε πάλι η φάση, η τούμπα, γιατί δεν τον άφησαν και ήσυχο, κάθε βράδυ ήταν εκεί όλοι οι νταλαβερτζήδες, κάποιο βράδυ τσίμπησε πάλι. Ο Παύλος καθαρός  ήταν το κάτι άλλο, ήταν ένας σίφουνας, οδοστρωτήρας».

Βασίλης: «Το τι γέλιο έχουμε ρίξει μαζί του…»

Νίκος: «Δεν μασούσε τίποτα. Εμείς ξεκινούσαμε, τζαμάραμε και ανέβαινε αυτός μετά, λέγαμε δυο τραγούδια με τον Πιερ και κολλούσε ένα στίχο αμέσως».

Βιογραφία - Παύλος Σιδηρόπουλος

Ήταν σταρ;

Νίκος: «Εγώ δεν τον θυμάμαι να είναι σταρ. Είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε με την πάρτη του».

Βασίλης: «Δεν πούλαγε μούρη. Με τον δικό του τρόπο αισθανόταν, αλλά με αθώο τρόπο. Ζούσε το όνειρό του».

Νίκος: «Η συμπεριφορά του όχι, δεν την είχε δει».

Με τους Σπυριδούλα και τον Πάυλο τι έγινε; Γιατί χωρίσατε;  

Βασίλης: «Τίποτα ιδιαίτερο δεν έγινε με τους Σπυριδούλα. Θα μπορούσαν να είναι κι αλλιώς τα πράγματα. Ήμασταν τότε μικροί και ήμασταν απόλυτοι. Ήμασταν μια παρέα πολύ δεμένη, άσχετα που διαλύθηκε. Ο Παύλος ήρθε απ΄έξω. Πιο μεγάλος, πιο έμπειρος, άρα έπρεπε να χωρίσουμε για να φτιάξουμε τη δική μας ταυτότητα και να απογαλακτιστούμε. Δεν είχαμε σχεδόν ποτέ διαφωνίες αισθητικής η ιδεολογικής φύσεως.

Εγώ και ο μακαρίτης ο αδερφός μου, ο Νίκος, ήμασταν ιδιότροποι. Απόλυτοι. Πολλοί λίγοι άνθρωποι έγιναν μέλη αυτής της ομάδας σε αυτά τα 46 χρόνια.  Με τους ίδιους ανθρώπους ήμασταν, σαν οικογένεια».

Με τα ναρκωτικά υπήρχε μια άγνοια τότε;

Νίκος: «Όχι. Με την πρέζα υπήρχε στην αρχή μια άγνοια, γιατί δεν ξέραμε τη συνέχεια, τα άσχημα αποτελέσματα. Τον λογαριασμό που θα πληρώσεις. Κατά τα άλλα, το μαύρο και τα υπόλοιπα τα ξέραμε. Το καταλάβαμε προς το τέλος του ΄70, στο ΄80 που άρχισαν να αρρωσταίνουν. Και λέμε όπα τι γίνεται εδώ; Και μετά όλο το κίνημα στην Αμερική καπελώθηκε από την πρέζα και από εκεί την ψυλλιαστήκαμε, όσοι την ψυλλιαστήκαμε. Και λέμε όπα μαλάκες εδώ μας την έχουν στημένη, το μπούλο. Θα μας τελειώσουν. Όπως και συνέβη. Θα είχαμε και τον Παυλάκη σήμερα.

Πολύς κόσμος την πάτησε. Πέρασα αρκετά χρόνια να μαλώνω με τον Παύλο για την πρέζα. Αλλά τη γούσταρε. Άμα το γουστάρεις, είναι δύσκολο. Και μου έφερνε κάτι παραδείγματα, παρομοίαζε με κάτι άκυρα πράγματα, ότι ο Ντέιβις ήταν πρεζάκι μια εποχή, αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε να γίνεις κι εσύ. Υπήρχε λάθος σκεπτικό σε αυτό. Δικαιολογούσε αυτό που έκανε.

Αν υπήρχε μια μεγάλη αποδοχή για τον Παύλο τότε, δεν ξέρω πώς θα φερόταν. Είχαμε κόσμο, αλλά δεν γινόταν και χαμός. Είχαμε 200 άτομα, δεν ήταν ευρείας αποδοχής, όσο είναι σήμερα. Αν είχε από τότε εκείνη την αποδοχή, ίσως ήταν αλλιώς τα πράγματα. Αν είχε δει την αποδοχή εν ζωή, ίσως φρέναρε».

Πιο πολύ μύθος έγινε μετά το θάνατο; 

«Αυτό πάντα συμβαίνει».

Στη συζήτηση μπήκε και ο Κυριάκος Δαρίβας, που ήταν 10 χρόνια με τον Παύλο στους Απροσάρμοστους.

«Μετά το θάνατό του, έγινε το μπαμ. Θυμάμαι ότι μας φώναξε το Ρόδον που δεν θέλανε να τον ακούνε και αυτό δεν το υποθέτω, δεν ήθελαν ούτε ζωγραφιστό να τον δούνε, για να παίξουμε. Με το θάνατό του μυθοποιήθηκε. Μια βραδιά στο Αν, από την είσοδο μέχρι τα καμαρίνια έκανα να πάω 10 λεπτά για να περάσω. Υπήρχαν και βραδιές το ’83, που παίζαμε στο Ροντέο, που ήταν σεζόν και παίζαμε Πέμπτη με Κυριακή και περιμέναμε τηλέφωνο για το αν θα πάμε ή όχι να παίξουμε».

Ρωτάω τον Βασίλη Σπυρόπουλο για τον δίσκο Φλου.

«Ήταν καλό δισκάκι. Είχε καλά τραγούδια. Κάναμε όλοι μαζί μια καλή δουλειά, όταν έχει καλό υλικό κάτι, πετυχαίνει».

Τελικά ο Μπάμπης ο Φλου είναι υπαρκτό πρόσωπο, όπως έχει γραφτεί;

Νίκος: «Το πιθανότερο είναι να ήταν ο ίδιος ο Παύλος».

Κυριάκος: «Ίσως περιγράφει τον εαυτό του».

Βασίλης: «Τον είχα ρωτήσει. Μου είχε πει ότι υπήρχε ένα άτομο στη Θεσσαλονίκη όπου έμενε ο Παύλος ως φοιτητής, ο οποίος είχε αυτά τα χαρακτηριστικά. Κι από αυτόν έφτιαξε αυτό το χαρακτήρα. Μπορεί να μην ήταν ίδιος ακριβώς».

Νίκος: «Ένας από Εξάρχεια που ήταν μοναχός και λέει ότι ήταν αυτός, δεν υπάρχει».

Παύλος Σιδηρόπουλος - Φλου [CD]

«Έχω φάει τούβλα από οικοδομές, μας λέγανε αδερφές επειδή είχαμε μακριά μαλλιά»

Η συζήτηση πάει στη ροκ μουσική της τότε εποχής. 

Τα όσα μου λένε περιγράφουν γλαφυρά την εποχή.

Νίκος: «Ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι. Ειδικά τα παιδιά που είχαν μαλλί μέχρι τον κώλο. δεν ήταν συνηθισμένο αυτό. Οι αντιδράσεις δεν ήταν φιλικές, με κάποιους στραβώνανε. Την βλέπανε άσχημα. Έχω φάει τούβλα από οικοδομές. Μπινελίκια, μας λέγανε ‘παλιοαδερφές’. Επειδή είχαμε μακριά μαλλιά και από τα ρούχα».

Πώς γίνατε ροκάδες:

Βασίλης: «Υπήρχε μεγάλο ρεύμα στην Ελλάδα από τα 60’s. Πολλά συγκροτήματα. Υπήρχαν καλές μπάντες από πριν. Οι Forminx, οι Idols, οι Charms, οι W5, οι Juniors, οι First. Η Ελλάδα ήταν μια επαρχία της Ευρώπης, αλλά ακολουθούσε όλα τα ρεύματα. Για όλη τη δική μου γενιά κομβική ήταν η ταινία Woodstock. Εκεί στα 16, 17».

Νίκος: «Φάγαμε και μάπες στο Παλλάς από τους μπάτσους. Ξαφνικά είδαν 2.000 κόσμο απ΄έξω. Φανερώθηκε μια μάζα τέτοιων ανθρώπων. Υπήρχαν μαγαζιά στην Πλάκα, το skylab, το trip, το fold, το Tiffanys, που ήταν αυτού του ύφους».

Βασίλης: «Δεν υπήρχε η ντίσκο σαν νοοτροπία τότε. Για να πας να χορέψεις έπρεπε να υπάρχει ορχήστρα. Μετά το ΄70 έγινε αυτό. Δεν υπήρχαν night club, υπήρχε ορχήστρα. Κάποιες μπάντες μόνο».

Τι σημαίνει ροκ για εσάς:

Νίκος: «Ροκ σημαίνει πως καταρχάς δεν πας με το σύστημα. Ό,τι σου λέει το σύστημα το αμφισβητείς, πριν καν το ψάξεις. Αφού το αμφισβητήσεις, μετά το ψάχνεις. Αφού στο λέει το σύστημα, είναι στημένο κατά 99%. Μούφα, λες».

Βασίλης: «Μια μεγάλη κουλτούρα και μια μεγάλη βεντάλια. Το ροκ που καταλάβαμε εμείς, που μας γοήτευσε μουσικά και ιδεολογικά ήταν συνδυασμένο με το αντιπολεμικό σύστημα, με τα παιδιά των λουλουδιών, τον αντικαταναλωτικό τρόπο ζωής, την ελευθερία».

ΝΙΚΟΣ «Το sex, drugs and rock and roll είναι ένα σήμα, δεν είναι απλά μια φράση. Και σεξουαλικά ήταν καταπιεσμένες οι κοινωνίες πριν από εμάς. Σε μας έσκασε. Και λίγο πριν από μας. Παρτούζες, πιο φρι, αλλά η δική μας γενιά το απενοχοποίησε. Στη δικιά μας γενιά π.χ. μπορεί να υπήρχε μια κοπελιά που θα τα είχε πρώτα με το Βασίλη και μετά με μένα. Χωρίς να τσακωθούμε. Δεν υπήρχε τόσο δικό σου, δικό μου. Ήταν μια τεράστια επανάσταση. Μέχρι τότε τα έκαναν όλα, αλλά κρυφά. Και έναν δεσμό να είχε κάποιος, τον έκρυβε. Για μένα ήταν και είναι επανάσταση. Γιατί αυτοί που παίζουν ροκ ακόμη και τώρα, είναι κάπως διαφορετικοί από τους άλλους».

Για κάποιους σήμερα και η ραπ είναι μια επανάσταση. 

Βασίλης: «Είναι, έχει κάτι άλλο. στη ραπ δε χρειάζεται καν να είσαι μουσικός. καθένας που έχει μια καλλιτεχνική φλέβα, μπορεί να την εκφράσει. Είναι κι αυτό μια επανάσταση. Μπορεί κάνοντας ένα κολάζ με τις λούπες και να το κάνει. Είναι πιο προσβάσιμο σε περισσότερο κόσμο. Εμείς σπουδάσαμε και ασχοληθήκαμε με τη μουσική».

Νίκος: «Ο προάγγελος όλων ήταν η τζαζ. ήταν οι πρώτοι που καταπιέστηκαν στην Αμερική τόσο πολύ, τα πρώτα πρεζάκια, οι πρώτοι τελειωμένοι. Και έβγαλαν πολύ πράγμα, παίζανε μουσικάρες. Μπίλι Χόλιντεϊ, Κολτρέιν, Ντέιβις, Μπιλ Έβανς, ακούγαμε αυτούς και κλάναμε μέντες. Ήταν η πρώτη underground κατάσταση που ήταν αντισυμβατική και επιβλήθηκαν λόγω της μουσικής. Τους είχαν για φτύσιμο. Παίζανε στους λευκούς και βγαίνανε από την πίσω πόρτα και δεν τους έδιναν φαγητό να φάνε. Μέσα από αυτή την πίεση βγήκαν κάποια ταλέντα, μετά ο Χέντριξ. Μετά και οι Εγγλέζοι, οι Cream, οι Kings, οι Zeppelin. Μετά ήμασταν άρρωστοι με τους Stones, αλλά και τα Μπιτλάκια. Εγώ μόνο αυτά ακούω, ακόμη και σήμερα».

Τι κάνει τη ροκ τόσο διαχρονική;

Νίκος: «Η αλήθεια νομίζω. Είναι κάτι αληθινό. Αν δεν είναι αληθινό το ροκ, φαίνεται».

Αισθάνεστε ότι αφήνετε παρακαταθήκη στις νεότερες γενιές;

Βασίλης: «Στα παπάρια μου η παρακαταθήκη (γέλια). Αν υπάρχουν μουσικοί που μπορεί να έχουν επηρεαστεί από εμάς, καλό θα ήταν. Αλλά εμείς ήμασταν εγωιστές, το κάναμε και παίζαμε για την πάρτη μας. Όπως κι εμείς από άλλους πήραμε έναυσμα. Πιτσιρικάς άκουσα κάτι στο ραδιόφωνο και έπαθα σοκ και είπα θέλω να το κάνω κι εγώ. Να παίξω κιθάρα και να ακουστεί έτσι».

Με το you tube και το spotify τώρα τι γίνεται;

Βασίλης: «Το είχε πει και ο Τσόμσκι ότι η υπερπληροφόρηση είναι εις βάρος της γνώσης, την πολλή πληροφορία δεν μπορείς να την επεργαστείς, εμείς ας πούμε με 5 δίσκους μαθαίναμε μουσική, τους ξεψαχνίζαμε».

Κυριάκος: «Ξέραμε τι παίζει το κάθε όργανο. όλα τα σόλα».

Στη μουσική υπάρχει πολλή αντιγραφή;

«Και η αντιγραφή παίζει. Και οι μεγάλοι μουσικοί παίρνουν θέματα, ακόμη και από τη λαϊκή μουσική. Υπάρχουν θέματα σε όλες τους μουσικές που είναι τα πρωταρχικά θέματα. Πάνω σε κάποια ριφ γράφονται δεκάδες τραγούδια. Είναι μια αφετηρία, δεν είναι αντιγραφή. Πώς το έχουν πει; Οι καλοί κλέβουν, οι μέτριοι μιμούνται. Αν έχεις ταλέντο θα το κάνεις καλύτερο. Το ροκ είναι απλή μουσική κατά βάση. Όταν προσπάθησε να γίνει έντεχνη, έγινε πομπώδης. Με τριάμισι ακόρντα έχουν γραφτεί αριστουργήματα».

No description available.

Ρωτήσαμε το Βασίλη Σπυρόπουλο για τον Νικόλα Άσιμο και τον Μάνο Ξυδού:

«Ο Νικόλας ήταν μεγάλο ταλέντο, έβγαζε καλά κομμάτια για πλάκα. Ως μουσικός δεν ήταν καλός. Δεν έπαιζε καλά, αλλά είχε μουσικότητα. Φωνή μέτρια, αλλά ήταν εκφραστικός. Είχε τρομερή προσαρμοστικότητα. Όταν τον γνώρισα το ΄70 ήταν ένας αριστερούλης με επιρροές από παραδοσιακά, από την ελληνική μουσική.

Μαζί με μας και με τους Εξάρχεια square band, έφτιαξε ωραία δωδεκάμετρα. Οικειοποιήθηκε μια φόρμα που δεν του ήταν οικεία και έφτιαχνε τρομερά κομμάτια. Το Εγώ με τις ιδέες μου’ το θεωρώ εκπληκτικό κομμάτι. Και μουσικά και στιχουργικά. Ηταν τρελός και είχε μεσσιανική αντίληψη για τον εαυτό του. Θεωρούσε ότι ήταν σε αποστολή.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι αφόρητοι. Τον αγαπώ, όμως, ήμασταν πολύ συνδεδεμένοι. Σε συνδυασμό με πραγματικά ψυχικά προβλήματα που είχε,, κατάντησε αφόρητος και για τους άλλους αι για τον εαυτό του Αλλά το έργο του ήταν σημαντικό. έχει γράψει τραγουδάρες. Οι στίχοι του ήταν καταπληκτικοί».

«Ο Μάνος ήταν πολύ καλό παιδί, καλός παραγωγός, αλλά δεν είχε σχέση με αυτά. Είχε ένα ταλέντο, καταλάβαινε τι θέλει ο κόσμος, έβρισκε τι θέλει η αγορά. Καλός ήταν, καλός φίλος, αλλά δεν είχε το ταλέντο, αλλά και χωρίς αυτό έκανε τεράστια πράγματα».

Στο τέλος, αφού άκουσα και κάποιες πιπεράτες ιστορίες από εκείνη την εποχή, μου έμεινε μια κουβέντα για το μέλλον της μουσικής.

Η τεχνητή νοημοσύνη λέτε να νικήσει στο τέλος και την μουσική;

Και άκουσα κάτι που με άφησε άναυδο:

«Πιθανό. Μπορεί του χρόνου να μην παίζουμε για τον Παύλο, αλλά να παίζει κι αυτός μαζί μας, ψηφιακά».

Έχει γίνει ήδη αυτό σε κάποιες περιπτώσεις. Σιγή.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα