Φθινοπώριασε…Μια ωδή στο λαϊκό τραγούδι
Ο Χρήστος Ωραιόπουλος καταστρώνει μια μικρό-ωδή στο λαϊκό τραγούδι
Δεν επιχειρώ με αυτό το κείμενο ούτε να μιλήσω για το εκτόπισμα και το μεγαλείο του τεράστιου Πασχάλη Τερζή, ούτε και να πω κάποια λόγια για έναν από τους αγαπημένους μου δίσκους . Ίσως αυτό το κάνω κάποια στιγμή εκτενέστερα. Μέσω όμως ενός τραγουδιού (άσματος) από τα περιεχόμενα, το Φθινοπώριασε και γαντζωμένος από αυτό, θέλω να καταστρώσω με μια επαγωγική σύνθεση μια μικρό-ωδή στο λαϊκό τραγούδι.
Αν και ως προς το μουσικό του κομμάτι, τη σύνθεση, δηλαδή, δεν παρουσιάζει, ούτε κομίζει κάτι τρομερό ή πρωτότυπο, μια γνήσια συνηθισμένη πολύ ωραία μινόρε μελωδία είναι, όπως αρκετά ελληνικά λαϊκά και αυτό δεν είναι κακό, οι στίχοι του αποτελούν οχυρό, απόδειξη τρανή και διαρκή για τη πλατιά φύση και τις ανθρώπινες προεκτάσεις του λαϊκού τραγουδιού.
Τώρα σίγουρα πολλοί θα πεταχτούν και θα σκεφτούν και θα πούνε ‘’σιγά κι εγώ τους έγραφα, λοιπόν- παρελθόν, μαλλιά-αγκαλιά’’. Με πάσα ειλικρίνεια αυτούς τους θεωρώ τρομερά μαλάκες. Γιατί ουσιαστικά κράζουν κάτι επειδή το θεωρούν ρηχό, απλό, πεπλανημένοι πως έχουν πιάσει από τα μαλλιά τη βαθύτητα και την ‘’ποιότητα’’ , ενώ στην πραγματικότητα δεν κατέχουν τίποτα από τα δυο,(ούτε Διονυσίου μπορούν να ακούσουν, ούτε Χατζιδάκι) και επειδή πιστεύουν πως δυο τέτοια μεγέθη όπως το λαϊκό και η ‘’βαθύτητα’’ είναι συγκρίσιμα, πόσο μάλλον αντικρουόμενα. Τους αποκαλώ οιημένους μαλάκες του μέσου, οι μετριομαλάκες.
Το λαϊκό δεν είναι ποίηση σε καμία περίπτωση. Όταν το λέμε ποίηση, το κάνουμε για να δώσουμε έμφαση στο πόσο καλογραμμένο είναι. Μεταφορικά. Σε αντίθεση, όμως, με την ποίηση, οι στίχοι ενός τραγουδιού λαϊκού δεν έχουν νοηματικά παλίμψηστα και επεκτάσεις, ούτε χώρο για προσωπικές ερμηνείες και υποδοχές. Το συναίσθημα που δημιουργούν είναι σαφές, αποτυπωμένο στην κάθε φράση. Ο μόνος χώρος για προσωπικές επεμβάσεις σε αυτό που εκπέμπει το τραγούδι είναι η φαντασίωση ενός προσώπου με το οποίο μας συνδέει κάτι, διαφορετικό από αυτό που αναφέρεται στο τραγούδι. Σε ένα τραγούδι δηλαδή, που μιλάει στον έρωτα, μπορούμε να φανταστούμε ως ακροατές ότι το στρέφουμε στη φιλία ή στη στενή συγγενική σχέση, την αγάπη. Αν και αυτό είναι αρκετά διεσταλμένο και διευρυμένο και δεν το ασπάζομαι πάντα.
Το λαϊκό δεν θέλει δυσκολίες, ούτε συνθετότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θέλει παίδεμα, όπως και η ποίηση. Το λαϊκό πρέπει να είναι ευθύ και κατανοητό . Να το καταλαβαίνουν οι άνθρωποι επιστρατεύοντας απλές και απτές γνώσεις. Ανασύροντας παιδικές μνήμες, εμπειρικές πληροφορίες και γνώσεις, φέρνοντας στο μυαλό οπτικοακουστικές εικόνες υπό τη διαρκή προφορική αμεσότητα και άμεση προφορικότητα του στίχου.
Με ελάχιστα παραδείγματα στο Φθινοπώριασε:
Ποιος το περίμενε λοιπόν, να γίνουμε ένα παρελθόν:
Εδώ το λοιπόν πετυχαίνει να μοιάζει σαν την έναρξη μιας διήγησης, με δέκτη ένα πρόσωπο που μπορούμε ακούγοντας το κι εμείς να το πλάσουμε απέναντί μας απευθυνόμενοι σε αυτό. Κάτσε να σου πω πού κατέληξα.
‘’Φεγγάρι τρομαγμένο’’: Όλοι αντικρίσαμε προσωποποιημένο σαν καρτούν το φεγγάρι ή έστω το προσωποποιήσαμε από το γνωστό νανούρισμα ώστε να μπορούμε να φανταστούμε τη μορφή του ως ζωντανή ικανή να τρομάξει. Ενέχει επίσης και την αντίθεση, το μεγέθους και η φωτεινότητα του φεγγαριού κρύβονται από τρόμο.
Κιτρινίσανε του έρωτα τα φύλλα κιτρινίσανε: Από τις βασικές γνώσεις στα νήπια ήταν ο διαχωρισμός των εποχών. Το φθινόπωρο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με το κίτρινο στα φύλλα των δένδρων και την πτώση τους. Οι προεκτάσεις με το αίσθημα του τέλους είναι σαφείς για το μέσο άνθρωπο, ειδικά και με τη συνδυαστική χρήση παρακάτω στους στίχους του ρήματος σκοτεινιάζω.
Και πάνω που ήμασταν εμείς οι νικητές της διαδρομής, τώρα κοιτάζουμε τη σκόνη: Μια τρομερά όμορφη εικόνα. Με τα δεδομένα της κοινής πείρας και της λογικής της κοινωνίας στην οποία μπαίνουμε, ο προπορευόμενος είναι στο μυαλό του θεατή και νικητής, όταν όμως κάποιος τον προσπεράσει ‘’τρώει τη σκόνη του’’, όπως και οι δύο κάποτε ερωτευμένοι ήταν νικητές τώρα κοιτάζουνε τη σκόνη του έρωτα που τους προσπέρασε.
Δεν πρόκειται περί ανάλυσης σε καμία περίπτωση, όμως θέλω να δείξω με αυτά τα μικρά παραδείγματα ότι οι στίχοι είναι αντιληπτοί και προσεγγίσιμοι από όλους χωρίς καν να βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει για ερμηνεύσουν κάποιο ενδεχόμενο νόημα. Για να το καταλάβεις αυτό πρέπει είτε να έχεις αρνηθεί τη γνώση, τα διαβάσματα, να μην τα ΄χες ποτέ είτε να έχεις διαβάσει τόσο που να μπορείς να απαρνηθείς όλα σου τα διαβάσματα. Με μια κίνηση πάνω σε ένα ρεφρέν να κατεβάσεις τη βιβλιοθήκη και να την κάψεις.
Το λαϊκό τραγούδι είναι οι στίχοι και οι πρώτες, οι άμεσες εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό. Κι έτσι τα λαϊκά είναι τα τραγούδια αυτού με το λερωμένο φανελάκι και το κουτάκι μπύρας, αυτού με τις πιτσιλιές χρωμάτων στο παντελόνι πάνω στη σκαλωσιά, αυτής στο μίνι μάρκετ που κολλάει τις ετικέτες με τις τιμές, αυτής που κάνει λάντζα, των αυτοσχέδιων και ενίοτε ανομοιογενών παρεών και γλεντιών στα πιο κοινά και στα πιο ευφάνταστα μέρη. Άλλωστε γι’ αυτό γίνονται ακόμα γλέντια, γιατί υπάρχουν λαϊκά τραγούδια. Τα τραγούδια της ισότητας μέσα στην ανισότητα, του έρωτα, της κοινωνίας, των ανθρώπων, όποιων, δεν έχει σημασία. Απέναντι σε αυτή την ανισότητα γινόμαστε ίσοι με το λαϊκό τραγούδι, αρκεί να είμαστε προικισμένοι ή ικανοί να κατέβουμε εκεί που ακούγεται.
Μουσική-Στίχοι: Γιώργος Θεοφάνους Ερμηνεία: Πασχάλης Τερζής Δίσκος: Στα υπόγεια είναι η θέα